…«άν η γκρίζα ύλη ήταν λίγο πιό ρόζ, οι ιδέες στόν κόσμο θά ήταν λιγότερο μαύρες»…

Τί θά πή ο μελλοντικός ιστορικός γιά τή δική μας δυσχρωματοπική εποχή; Τί θά πή γιά τά σπίτια τά βαμμένα σέ απόχρωση «αδιαφορί», ή τούς μπογιατισμένους μέ αναίδεια πλαδαρούς όγκους τσιμέντου;


Οι πιό περίεργες ιδέες, οι πιό ανεξήγητες μυρωδιές, αναμνήσεις, φαντασίες, ξεκολλάνε και πηδάνε κοροϊδευτικά στό συνειδητό σάν ζωντανά κομμάτια χρόνου ξεκολλημένου από τήν τροχιά του (κάπως σάν εκείνα τά παλιά «τζάκ-ιν-δε-μπόξ» τών προπολεμικών παιδιών) μέ ασήμαντη αφορμή καί από τά πιό απίθανα σημεία.
Η τελευταία φορά που μού συνέβη, ήταν όταν προσπάθησα νά εξερευνήσω τά χωροχρονικά άδυτα σέ κάποιες παλιές ντουλάπες
τού πατρικού μου σπιτιού – εκείνες τίς μεγάλες, σκοτεινές ντουλάπες, πού οι περισσότεροι φανταζόμαστε όταν ήμαστε παιδιά νά οδηγούν σέ άλλους μυστηριώδεις καί απαγορευμένους ονειρικούς κόσμους.
Καί δέν ήταν βέβαια τό τί βρήκα – τί θά εύρισκα τάχα περισσότερο από ό,τι φαντάζεται κάποιος πιά ενήλικας, τί άλλο από υφάσματα κάθε λογής, ρούχα, κουρτίνες, καλύμματα επίπλων – όσο αυτή η αφορμή γιά σύντομο καί μακρινό ταξίδι τής αφής καί τής όρασης πού δίνουν όλα εκείνα τά υφάσματα πού μάθαμε νά καθορίζουμε μέ ονόματα εξωτικά, τά αυστηρά βαθυκόκκινα «δαμασκηνά», οι ευγενείς καί ενδοτικές πάλ «μουσελίνες», τά επιπόλαια «λαχούρια», τά άτεγκτα «αλπακά», τά σχεδόν ζωντανά «κασμίρια», τά απατηλά «κρέπ-ντέ-Σίν». Τό άγγιγμα τού καθενός απ? αυτά, λές καί ξυπνούσε στά δάχτυλά μου αισθητικούς νευρώνες επί δεκαετίες αποκοιμισμένους – καί τά χρώματα πάλι, αυτή η τρέλλα του μυαλού… τό ροδί σέ λεπτές ρίγες μέ τό ράφ, ή τό σάπιο μήλο μέ τό βεραμάν… τό σιέλ ατρόμητο δίπλα στό πορτοκαλί, τό κίτρινο αναιδές δίπλα στό βαθύ μώβ, τό λαδί νωχελικό δίπλα στό επάγρυπνο ρόζ…
Μά, πού πήγαν όλα αυτά τά χρώματα; Πώς εξατμίσθηκαν έτσι ξαφνικά από τή ζωή μας καί πώς έγινε τόσο αυτονόητη η απουσία τους ή η διαστροφή τους; Πώς κατάντησαν «φλούο», «ελεκτρίκ», «μεταλλικά», πόσο τά φοβηθήκαμε γιά νά λατρέψουμε έτσι τό «άσπρο – μαύρο» τού μηδενιστικού μίνιμαλ, ή τήν κακοήθη αχρωμία τού βιομηχανικού ντηζάϊν; Λένε οι ιστορικοί τέχνης, ότι στήν Αναγέννηση η «σχολή τής Βενετίας» έδινε έμφαση στό χρώμα, ενώ η «Φλωρεντική σχολή» στή μορφή. Εύκολο νά τό φαντασθή κανείς, μέ τή Βενετία ξανοιγμένη σέ όλες τίς θάλασσες μέχρι πού τό λαρδί νά ανταμώση τήν κανέλλα, καί τή Φλωρεντία συγκεντρωμένη στίς γόνιμες σκέψεις της, στήν αυστηρή φιλοσοφία της καί στό χρηματισμό της. Άν όμως έτσι είναι, τί θά πή ο μελλοντικός ιστορικός γιά τή δική μας δυσχρωματοπική εποχή; Τί θά πή τάχα γιά τό γκρίζο πού φοβάται νά γίνη χτυπητό πράσινο, ή γιά τό κόκκινο πού φοβάται νά αρραβωνιασθή μέ τό ρόζ; Τί θά πή γιά τά αυτοκίνητα πού φοβούνται νά ζήσουν σάν γαλάζια, κόκκινα, ρόζ, ταμπά, μώβ, πράσινα ή κίτρινα, ακόμα καί άσπιλα άσπρα, καί θέλουν νά είναι μαύρα, ξεπλυμμένα ζαχαρί, γκρίζα, μεταλλικά, πάλ ψευτοϊριδίζοντα περλέ γιά πρωτόγονους ιθαγενείς; Τί θά πή γιά τά σπίτια τά βαμμένα σέ απόχρωση «αδιαφορί», ή τούς μπογιατισμένους μέ αναίδεια πλαδαρούς όγκους τσιμέντου;
Ζητώ τό χρώμα, ζητώ τήν ελευθερία, φίλοι μου! Κι έτσι, άν κάποια μέρα τύχη νά περάσετε από κάποιο ιδιόρρυθμο γωνιακό σπίτι του ?50 σέ κάποιο προάστειο, βαμμένο σέ ζωντανό ταμπά – κεραμιδί, μέ τά – ξύλινα ακόμη – παράθυρα βαμμένα ένα ζωηρό κόκκινο, άλλο γαλάζιο, ένα τρίτο κίτρινο, απαλό μώβ τό τέταρτο, φούξια τό διπλανό του, άσπρο τό επόμενο, μή σαστίσετε καί μή μέ πείτε εκκεντρικό. Ούτε ο πρώτος διδάξας είμαι, ούτε ασφαλώς ο τελευταίος. Όμως, ΕΠΕΙΔΗ ακριβώς δέν γίνονται τά λιβάδια κόκκινα καί τά δέντρα μπλέ, όπως θά ήθελε ο Μπωντλαίρ, άς διεκδικήσουμε αυτό πού η φύση μπορεί νά μάς συγχωρήση – λίγο χρώμα στήν ίδια μας τή μοίρα.


Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε