Η Νίνα, εξαιρετικά όμορφη πενηντατριάρα, σταμάτησε γιά λίγο νά αφηγήται γιά νά απολαύση μιά βαθειά ρουφηξιά τσιγάρου. Μή μέ ρωτήσετε «τί θά πή εξαιρετικά όμορφη πενηντατριάρα» – στήν πραγματικότητα, τό ξέρετε όλοι : υπάρχει ένα είδος γυναίκας πού διαθέτει στό φθινόπωρο τού ερωτισμού μιά απίστευτη σαγήνη, συνδυασμό νηφαλιότητος, απίστευτης γλυκύτητας, σταθερότητας καί ελεγχόμενου στήν εντέλεια ερωτισμού. Έ, έτσι ήταν η Νίνα. Προσθέστε μιά οξύτατη αίσθηση χιούμορ, χείλη χωρίς κραγιόν, λεπτά καί εξαιρετικά καλλίγραμμα (όπως τής Γκρέτα Γκάρμπο, τής έλεγαν πολλοί), μάτια πού μέ πενήντα τρία χρόνια σχεδόν αδιαλείπτου λειτουργίας είχαν μάθει νά μιλάνε χωρίς λόγια, καί έχετε ένα πρόχειρο σκαρίφημα τής συναρπαστικής αυτής γυναίκας. Έρριξε μιά αφηρημένη ματιά στήν κάφτρα πού σχημάτιζε γκριζογάλανα ιδεογράμματα στόν αέρα.
“ευτυχώς, επιτρέπεται ακόμη νά τό καπνίζουμε παρά τούς νόμους. Τό καλό μέ τό κάπνισμα είναι ότι, τουλάχιστον, ξέρει κανείς από τί θά πεθάνη. Ο Γιώργος δέν ήταν τόσο τυχερός : μέ μόλις τέσσερα – πέντε παραπανίσια κιλά, υγιέστατος, αθλητής, καλοζωϊσμένος, θά πρέπει νά βρήκε τίς τελευταίες του στιγμές από έμφραγμα εξαιρετικά παράλογες. Η Χαδούλα μού τό’χε πή στόν καφέ, νά περιμένω θάνατο. Κι όπως τά είπε έγιναν – όλα, λέξη πρός λέξη. Νόμιζα ότι η κληρονομιά του στό παιδί μας ήταν λίγο πολύ ό,τι είχα γύρω μου (περιέφερε, μαζί μέ μένα, τό βλέμμα στούς τοίχους τού διαμερίσματος, γεμάτους μέ Σπυρόπουλους, Ροϊλούς, έναν Λύτρα, Τσαρούχηδες, Φασιανούς). Συλλέκτης ο Γιώργος, όπως καί ο πεθερός μου. Δέν ήταν μόνον αυτά – πάλι η Χαδούλα μέ προειδοποίησε: «θά σού έρθη γράμμα από τό εξωτερικό, καί λεφτά, πολλά λεφτά!», επέμεινε – όπως κι έγινε : κάποιος άγνωστος πού αρνήθηκε νά μού δηλώση τό όνομά του μού έφερε τά έγγραφα πού αποδείκνυαν τήν ύπαρξη μιάς βαρυφορτωμένης θυρίδας στή Γενεύη, πού θά ετίθετο στή διάθεσή μου, άν καί μόνον άν παραιτιόμουν από τή δουλειά μου, γιά νά αφοσιωθώ στό παιδί μας.
Ο Μενέλης ήταν διαφορετικός – πεντηνταπεντάρης όταν παντρευτήκαμε, στόν τρίτο χρόνο τής χηρείας μου, ευκατάστατος εισοδηματίας από παληά οικογένεια τής επαρχίας μέ εξαιρετικά ακίνητα στήν πόλη. Πολύ γοητευτικός, ασύγκριτα ωραιότερος από τόν Γιώργο, πανταχόθεν ελεύθερος μπόν βιβέρ, πού ποτέ δέν είχε ξεπεράσει τόν εγκλεισμό του σέ κάποιο καλό κολλέγειο στά νιάτα του καί τήν αμήχανη σχέση μέ τούς γονείς του, πού θά είχε προτιμήσει ακόμη καί δεσποτικούς – αλλά, γιά τό Θεό, όχι τόσο αδιάφορους όσο είχαν υπάρξει. Τρυφερός στό γιό μου – πού υιοθέτησε – καί συχνά επιθετικός καί ειρωνικός σέ μένα. Από αυτόν (μάλλον : «εξαιτίας του») έμαθα τήν αταραξία. Η στωϊκότητά μου τόν αφώπλιζε. Τόν έφαγαν τά περίεργα άγχη του – γιά τό τίποτε – καί η εριστική του φύση : τή μιά μήνυε τό δημαρχείο στό νησί πού έχουμε τό εξοχικό μας επειδή δέν είχε σηκωμένη τή σημαία (καί τί τόν ένοιαζε ; μά, τίποτε ! Χρειαζόταν μόνο ανεμούριο γιά νά αποφασίζη σέ ποιά παραλία θά πηγαίναμε ανάλογα μέ τόν αέρα !), τήν άλλη τά’βαζε μέ υπαλλήλους τραπεζών, οργανισμών, υπηρεσιών, καταστημάτων, έ, μέ τόσες κατάρες, τό έφαγε τό στέντ – καί δέν τού κράτησε : τού έσκασε στόν ύπνο, καί … στά εξήντα πέντε του … ήταν ακαριαίο … Μή μέ ρωτήσετε άν η Χαδούλα μού τό είχε πή – φυσικά καί ναί ! Καί δέν είναι επαγγελματίας …!!! Ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα ! Ο Μενέλης αναπαύεται σέ έναν από τούς ωραιότερους τάφους στήν πιό αριστοκρατική γειτονιά τού νεκροταφείου (οι κοινωνικές τάξεις τών τεθνεώτων είναι καί οι μόνες πού δέν υπάρχει πιθανότητα νά ανατραπούν). Τά πιό εγκόσμια από τά αποκτήματά του περιήλθαν στόν Κώστα καί σέ μένα, εντελώς ξεχωριστά γιά τόν καθένα μας. “Λάβα είναι» – εξήγησε βλέποντάς με νά κοιτάζω το κολλιέ της. Είναι πολύ τής μόδας καί πιά δέν θέλω τά μαργαριτάρια.
“ξέρεις, είναι πολύ περίεργο τό πώς οι άλλοι όλοι δικαιολογούν τίς πράξεις εκείνων πού θεωρούν ότι «ήξεραν νά χαράξουν τό δρόμο τους»,, ακόμη κι άν κατά βάθος δέν τίς εγκρίνουν. Μέχρι καί ο θείος Τάκης, ο θεολόγος, βρήκε πολύ φυσικό τό ότι δέν φόρεσα σχεδόν καθόλου μαύρα, κι ότι πρίν περάση τό τρίμηνο φλερτάρω ήδη έναν διευθυντή οφθαλμίατρο, καί τό ίδιο η θεία η Καίτη, η μονίμως επικριτική – λές καί τό νά παντρεύωμαι πλουσίους είναι ο φυσικός μου ρόλος. Η Χαδούλα βλέπει πράγματι γάμο, αλλά όχι στήν Ελλάδα. Οψόμεθα. Η χηρεία δέν πρέπει νά γίνεται αυτοχειρία – λογικώτερο είναι νά γίνεται επιχείρηση. Τά θηλαστικά πού γεννάνε είναι μονίμως καί χωρίς εξαίρεση κακά, αδίστακτα, αδυσώπητα : διψούν γιά πρωτεϊνη γιά νά θρέψουν τά παιδιά τους, σκοτώνουν, αγωνίζονται, ενώ τά αρσενικά κάθονται – γιατί δηλαδή οι γυναίκες θά αποτελούσαν εξαίρεση; Σέ ζάλισα όμως …»…
Δέν ήταν αυτό, όσο κι άν είχε τραβήξει αυτός ο Στριντμπεργκικός μονόλογος – ήταν περισσοτερο η συνειδητοποίηση ότι, όταν η γυναίκα θά έχει μέ σαφήνεια ερμηνευθή, τό παράλογο θά έχη εντελώς εκλείψει.
Leo
leonline@hotmail.gr
Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε
Ακολουθείστε το Cityportal.gr στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι όλα τα τελευταία νέα
Cityportal.gr Live ενημέρωση: O κορωνοϊός λεπτό προς λεπτό στην Ελλάδα και παγκοσμίως