Όπλα Ιωάννη Μακρυγιάννη. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα
Όπλα Ιωάννη Μακρυγιάννη. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα

Το τελευταίο όνειρο του Μακρυγιάννη

Λεπτός και ψηλός, όπως έλεγε το όνομά του ότι ήταν, παρέμεινε μέχρι τα γηρατειά του. Τα χρόνια, τα βάσανα και τα τραύματα άλλαξαν το αγέρωχο βάδισμα της νιότης του. Τώρα περπατάει αργά, σχεδόν επίσημα, σαν να ακολουθεί τον επιτάφιο. Ο Μακρυγιάννης γυρίζει στο σπίτι του από την εκκλησία. Είναι ντυμένος με την μπλε στολή του. Τα ρούχα του είναι αρχοντικά, ταιριάζουν στην ψυχή του. Οι άνθρωποι στον δρόμο τον γνωρίζουν και τον χαιρετούν. Είναι ο δικός τους Μακρυγιάννης. Αυτός που έχει το σπίτι του ανοιχτό για όλους. Σήμερα αντιχαιρετά στις καλημέρες λίγο αφηρημένα. Έχει τον νου του στο όνειρο που είδε χτες. Προσπαθεί να το εξηγήσει. Παράξενο όνειρο.


Ήταν ο ίδιος μόνος του στον οντά του κι έτρωγε καθισμένος μπροστά σ’ έναν σοφρά γεμάτο με του κόσμου τα καλά. Έπινε μόνος του χωρίς παρέα. Και τότε μπήκε στον οντά, χωρίς να ανοίξει η πόρτα, ο Κολοκοτρώνης. Δεν ήταν φίλος, αλλά τον καλοδέχτηκε. Έφαγαν, ήπιαν και μετά τον ρώτησε ποιος αγέρας τον έφερε. Τι ήθελε στο σπίτι του. Εκείνος γέλασε βροντερά και του απάντησε πως ήρθε να μιλήσουν όπως δεν μίλησαν ποτέ οι δυο τους, σαν φίλοι. Ήρθε να θυμηθούν μαζί.

Αδερφέ, Μακρυγιάννη, εγώ θυμάμαι συχνά τις μέρες της επανάστασης. Θυμάμαι τις μάχες, τις νίκες, τις ήττες, τα λάθη, τα παλικάρια που χάθηκαν. Το αίμα που χύθηκε. Τόσο αίμα! Τότε δεν το σκεφτόμουν. Μπροστά στον σκοπό όλα τα άλλα φαίνονταν μικρά. Τώρα ξέρω ότι τίποτα δεν ήταν μικρό. Το αίμα που έδωσαν τα παλικάρια μας για την πατρίδα, πότισε το χώμα της πατρίδας και έγινε πατρίδα. Οι μελλούμενες γενιές θα κατάγονται από αυτό το αίμα. Τα παιδιά θα ζυμώνονται με τον αέρα που αναπνέουν οι ψυχές που θυσιάστηκαν.

Αδερφέ, Κολοκοτρώνη, εγώ ανάβω κερί για τις ψυχές των παλικαριών μας που χάθηκαν. Παρακαλάω τον Θεό να τους δώσει εκεί που είναι την χαρά που δεν έζησαν εδώ. Θυμάμαι την γενναιότητά τους. Πόσες και πόσες φορές μία χούφτα εμείς, μιλιούνια οι Τούρκοι. Τρελοί ήμασταν και πέφταμε πάνω τους, χωρίς να λογαριάσουμε.

Αδερφέ Μακρυγιάννη, άμα δεν ήμασταν τρελοί, δεν θα κάναμε την επανάσταση.

Μακρυγιάννης

Το όνειρο τέλειωσε, ο Μακρυγιάννης ξύπνησε μόνος του στο στρώμα του. Γύρω του στον αέρα ένιωθε σαν να υπήρχε και άλλος στο δωμάτιο. Σαν να μην είχε φύγει ο Κολοκοτρώνης. Ένιωθε βαριά την ψυχή του για όσα δεν έζησαν με τον Κολοκοτρώνη, για όσα τους χώριζαν, για όσα χάθηκαν με την διχόνοια.

Ο Μακρυγιάννης περπατάει και σκέφτεται τι θέλει να πει το όνειρο. Δεν μπορεί να το εξηγήσει. Από τις σκέψεις του τον βγάζει ένα μικρό παιδί που πλησιάζει για να πάρει την ευχή του. Το κοιτάζει με τρυφερότητα. Ο Μακρυγιάννης αγαπάει τα παιδιά. Αυτά θα φτιάξουν την Ελλάδα όπως πρέπει να είναι. Ελεύθερη, χωρίς διχόνοιες.

Αυτά δεν μυρίζουν μπαρούτι. Δεν ήταν ποτέ σκλάβοι των Τούρκων. Γεννήθηκαν σε μια ελεύθερη πατρίδα. Θα γίνουν ελεύθεροι άνθρωποι.

Στο σπίτι του έχει πολλά παιδιά. Φιλοξενεί χήρες και ορφανά παλικαριών που χάθηκαν στον αγώνα για την λευτεριά της πατρίδας. Τόσοι άνθρωποι μέσα σ’ ένα σπίτι το κάνουν να μοιάζει γιορτινό κάθε μέρα. Γυναίκες που μαγειρεύουν, πλένουν, καθαρίζουν και παιδιά που παίζουν, τρέχουν, φωνάζουν. Όλοι μαζί δίνουν ζωή στο σπίτι και μεγαλώνουν την ψυχική οικογένεια του Μακρυγιάννη.

Γυρνώντας από την εκκλησία ο Μακρυγιάννης βρίσκεται μέσα στην βουή της προετοιμασίας του μεσημεριανού τραπεζιού. Τις Κυριακές έρχονται παλιοί συναγωνιστές, φίλοι και γνωστοί που ξέρουν πως το σπίτι του είναι ανοιχτό για όλους. Ο Μακρυγιάννης τους περιμένει και τους καλοδέχεται. Σήμερα θα έρθει και ο Δεσπότης της Μπουντουνίτσας. Έστειλε μήνυμα πως θα κοπιάσει. Ο Μακρυγιάννης τον περιμένει ανυπόμονα. Είναι ο εξομολόγος του. Στο παρελθόν τού έχει εξηγήσει όνειρα που βγήκαν αληθινά. Σήμερα θα του ζητήσει να του ξεδιαλύνει και τούτο το παράξενο όνειρο.


Κάθισαν παράμερα οι δυο τους. Ο Δεσπότης άκουσε με προσοχή το όνειρο. Ο Μακρυγιάννης το περιέγραψε τόσο ζωντανά, που ο Δεσπότης νόμιζε ότι ήταν κι αυτός μαζί τους, έτρωγε από το φαγητό τους και έπινε από το κρασί τους. Στο τέλος έπρεπε να μιλήσει. Να πει κάτι. Δεν ήξερε αν έπρεπε να πει την αλήθεια. Ο Μακρυγιάννης περιμένει ανήσυχος. Ο Δεσπότης τον κοιτάζει εξεταστικά. Ξεκινάει διστακτικά.

– Μακρυγιάννη, δεν χρειάζεσαι εμένα για να ξεδιαλύνω το όνειρό σου. Αυτό μιλάει μόνο του.

Ο Μακρυγιάννης κοιτάζει απορημένος τον Δεσπότη. Τι λέει το όνειρό που μιλάει μόνο του κι εκείνος δεν το καταλαβαίνει;

– Μακρυγιάννη έφαγες παρέα με πεθαμένο. Το όνειρο είναι καθαρό. Πρέπει να ετοιμαστείς. Να σε ξομολογήσω, να τακτοποιήσεις τα θέματα της περιουσίας σου και να περιμένεις γαλήνια. Δεν θα αργήσεις να φας με τον Κολοκοτρώνη στον άλλο κόσμο.


Ο Μακρυγιάννης τον κοιτάζει ατάραχος. Χαμογελάει. Πώς δεν το σκέφτηκε; Όλος ο κόσμος ξέρει πως το να φας με πεθαμένο στον ύπνο σου σημαίνει θάνατο. Είναι έτοιμος. Πάντα ήταν. Με την συνείδησή του καθαρή.

Είχε κάνει το χρέος του. Θυμάται πώς ξεκίνησε. Οι πόνοι από τα παλιά τραύματα τού θυμίζουν πώς έζησε. Θα μιλήσει για όλα αυτά με τον Κολοκοτρώνη.

Θα θυμηθούν μαζί τους αγώνες, τα λάθη, την τρέλα τους που έφερε την λευτεριά στην τυραννισμένη από την σκλαβιά πατρίδα τους.


Ένα διήγημα της Δέσποινας Ντίνα | Φωτογραφία Μακρυγιάννη Από Άγνωστος – National historical Museum, Athens, Κοινό Κτήμα Φωτογραφία όπλου Από Tilemahos Efthimiadis

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε