Αγαπημένα βιβλία: «Πες στη Μορφίνη, ακόμα Την ψάχνω» της Νικόλ Ρούσσου

Αγαπημένα βιβλία: «Πες στη Μορφίνη, ακόμα Την ψάχνω» της Νικόλ Ρούσσου

Προτείνει ο Πέτρος Γραμμενίδης
«Πες στη Μορφίνη, ακόμα Την ψάχνω» 
Είναι το πρώτο βιβλίο της Νικόλ Ρούσσου και ένα  από αυτά που με μεγάλη άνεση το εντάσσω στα αγαπημένα μου, αυτά που ξεχωρίζω, αυτά που προτείνω, αυτά που ξαναδιαβάζω. Ένα άριστο δείγμα εμπνευσμένης γραφής του δρόμου που σε παρασύρει να ξεχάσεις πως πρέπει να φας, το ραντεβού που έχεις, τη περασμένη ώρα, το ακατάλληλο του χρόνου που μπορεί να είναι. Χωρίς να επιδιώκει να δώσει λύσεις ή απαντήσεις,  να πάρει θέση ή να απορρίψει. Κυνικό, ρεαλιστικό και ταυτόχρονα ποιητικό. Η γλώσσα είναι ιδιαίτερη, ζωντανή, πεζοδρομίου, άλλης εποχής, χρωματισμένη από  αυτά που αντιπροσωπεύει το πρωταγωνιστικό πρόσωπο του βιβλίου.
 
Είναι η αφήγηση μιας ιστορίας  ενός ατόμου του περιθωρίου που ονομάζεται Ρίκυ και οι ιδιόμορφες σχέσεις που αναπτύσσει, προσπαθώντας να διεκδικήσει ένα χώρο για να αναπνέει, με μια γάτα και τους γύρω του.  Το τυπάκι είναι μόλις 16 στα 17 φευγάτο από το σπίτι, αδέσποτο, κλεφτρόνι, αντικοινωνικό και χαμένο στις φυγές του με περιθωριακά άτομα, μηχανές και  ναρκωτικά. 

…….

Ρ… Πάνω που έβγαινε ο Γιώργος έμπαινε η δικιά του. Με ξινισμένα μούτρα.
Γ. – Ρίκυ, αυτή είναι η Καταρίνα
Ρ. – Γεια χαρά, της λέω
Κ. – Ναι, γεια, μου λέει κι αυτή.
Ρ.  – (Γαμώ τις χαρές έκανε. Η γκόμενα ήταν αυστριακή. Και το δειχνε. Βόρεια, παγάκια. Τη λέγανε Καταρίνα Χάσκυ. Καμία σχέση με τις HUSQVARNA. Ούτε στο στυλ, ούτε στα γκάζια. Αδύνατη, καστανομάτα και ανέκφραστη. Περίπου στο ύψος μου. Το μόνο πράγμα που μοιάζαμε).
…….
Κ – Καλά γιατί σε κυνηγούσαν;
Ρ – Έγινε μια παρεξήγηση
Κ – Και το μαχαίρι; Ρωτάει η βόρεια.
Ρ – Ε, να, φοβήθηκα, άκουσα κάτι περίεργους θορύβους κι αφού δεν μπορούσα να πάω πουθενά, το βγαλα. Δεν ήταν για σας.
Κ – Καλά δεν σκέφτηκες μήπως πάρεις κι άλλους στο λαιμό σου;
Ρ – … (αποστομώθηκα από τη μαλακία της)
Γ – Έλα Καταρίνα, το παιδί φοβήθηκε. Τι να σκεφτόταν εκείνη την ώρα; Έχεις δει πολλούς μαχαιροβγάλτες να λιποθυμάνε; Και εσύ το ίδιο θα έκανες.
Κ – Εγώ θα ήμουν πιο υπεύθυνη του αντιγύρισε.
Ρ – Παναγίτσα μου, κάτι τέτοιες λέξεις με σκοτώνουν. Άκου υπεύθυνη! Χέσε μας, μωρή υπεύθυνη

 

Με εντυπωσίασε. Ο ένας λόγος είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί. Ο έτερος όμως και σημαντικότερος είναι πως μέσα στις σελίδες του βρήκα να απεικονίζεται ανάγλυφο, αυτό που ονομάζουμε σε έναν συγγραφέα, πρωτογενή ταλέντο. Σπάνια θα διαβάσεις κάτι που δεν έχεις συναντήσει και σε κάποιο άλλο βιβλίο και ακόμη σπανιότερα θα διαβάσεις κάποιο βιβλίο που δεν καταναλώνει σελίδες με ολόκληρα κατεβατά από περιττές αναφορές που υποτίθεται σε βάζουν στο κλίμα. Παραπομπές σε τσιτάτα και φιλοσοφίες τρίτων, σε άλλα βιβλία, σε παράθεση τεχνολογικών γνώσεων. Ακόμη σπανιότερα θα βρεις κάποιον νέο συγγραφέα που να έχει ένα δικό του προσωπικό ύφος που δεν προσπαθεί να μιμηθεί κάποιον άλλο.  Οι περισσότεροι από το σινάφι κουράζουν με ανούσιες λεπτομέρειες, ιδιαίτερα όταν επιδιώκουν να μοστράρουν στον αναγνώστη τις λογοτεχνικές τους αρετές. Ναι φίλε, ξέρεις να γράφεις και σε καλά Ελληνικά, αλλά από πίσω είσαι μια μπουρδα, αερολογείς και αυτό φαίνεται. Κατανοώ την ανάγκη να υπακούσει κάποιος σε ένα εκδότη και να παραδώσει συγκεκριμένο αριθμό από σελίδες  και σε συγκεκριμένο χρόνο. Με λίγα λόγια όταν είναι σε διατεταγμένη υπηρεσία κάνεις διαφόρων ειδών συμβιβασμούς προκειμένου να γίνεις αποδεκτός (τι θέλει το κοινό μου, τι θέλει ο εκδότης, τι συνηθίζεται στη πιάτσα κλπ). Μοιραία προκύπτει “ακόμη” ένα βιβλίο.

Αλήθεια έχετε προσέξει πως τα τελευταία χρόνια τα περισσότερα βιβλία είναι σαν τούβλα; 500. 600 σελίδες; όσο και να το παλέψει κάποιος είναι τρομερά  δύσκολο να έχει ενδιαφέρον κάθε σελίδα του, εκτός αν μιλάμε για τον Έλληνα Φιοντορ ή τον μετανάστη Μπόρχες. Ή το άλλο που όσο πιο δυσνόητο είναι το βιβλίο, τόσο περισσότερη αξία αποκτά; Είναι η κατηγορία αυτών που αυτοτοποθετούνται στη κλίμακα κάπου ανάμεσα σε Τζους και Προυστ.  Και ας μη ξεχνάμε το κύμα των νεοελληνίδων συγγραφέων που τα τελευταία χρόνια παίζουν με τα ερωτικά απωθημένα της νοικοκυράς της διπλανής πόρτας και τα δικά μας νεύρα. Υπάρχουν εκατοντάδες συγγραφείς που έχουν ταλέντο στη γραφή (τόσα σεμινάρια δημιουργικής γραφής γίνονται). Και  ως παραγωγή έχουμε αντίστοιχα εκατοντάδες βαρετά φλύαρα και ανούσια βιβλία. Το αποτέλεσμα είναι πλατειασμοί, εκνευριστικές περιγραφές και γενικά μια λεξιλαγνεία που σε κάνει να πηδάς λέξεις, προτάσεις, παραγράφους, ενίοτε και σελίδες για να πάμε παρακάτω να δούμε τι θέλει να πει ο ποιητής. Διότι απο τα περισσότερα λείπει το πιο βασικό στοιχείο που κάνει ενδιαφέρον ένα βιβλίο: Η ουσία και η ροή του λόγου.  Ο αφηγηματικός τρόπος που έχει ένας παραμυθάς. Αυτό το κάτι που που σε υπνωτίζει.  Να μην υπάρχει τίποτε περιττό για να “γεμίσει” η σελίδα. Και αυτό που έχω να πω για την αφήγηση της Νικόλ Ρούσσου είναι πως είναι υποδειγματική με το δικό της στυλ που σε κρατά κολλημένο στις 138 σελίδες του βιβλίου. Δεν θα με ξαφνιάσει καθόλου αν μάθω πως δεν έγινε δεκτή από το συγγραφικό σταρ σύστεμ. Δεδομένο είναι πως στη συνέχεια μετά το δεύτερο βιβλίο που κυκλοφόρησε (συμπαθητικό) και πήγε άπατο, εξαφανίστηκε από το χώρο. 
 
Επανέρχομαι  στο βιβλίο. Προτάσεις μικρές κοφτές, χωρίς περιττές λέξεις. . Απογυμνωμένες από περίπλοκες περιγραφές, κάποιες φορές σχεδόν μονολεκτικά δίνουν στίγμα. Χιούμορ ανατρεπτικό, αυτοσαρκασμός ισοπεδωτικός. Όσο για τους χαρακτήρες, πίσω από τις απότομες συμπεριφορές, τις δύσκολες εξηγήσεις, τις αντικοινωνικές συμπεριφορές κρύβεται μια μεγάλη ευαισθησία που αναζητά ρωγμές για να ξεχυθεί και να γίνει ένα ποτάμι που θα πνίξει κάθε συμβατική συμπεριφορά.
 
Ξαναμένουμε αμίλητοι. Ο ήλιος κόκκινος, αιματί, ίσα που φαίνεται πίσω από τα βουνά της Σαλαμίνας. Ακούω το κύμα που λέει τα δικά του. Χαζεύω του λίγους που έχουνε μείνει. Ακόμα και όταν εσύ είσαι λιώμα, όλοι οι άλλοι παραμένουν ξενέρωτοι. Απογοητευτικό…
…………….
Βραδιάζει. Γαμώ τα μπλε. Κι ένα φεγγάρι υγρό, σαν υδράργυρος. Ζαλίζομαι. Τα χέρια μου ιδρώνουν. Μάλλον το φεγγάρι στάζει πάνω μου. Και πάνω στα μαλλιά του Ασταρώθ. Τα βλέπω γεμάτα σταγόνες που λαμπυρίζουν και τα χαϊδεύω. Ύστερα τα τινάζω και γεμίζει ο κόσμος ασημένιες σταγόνες. 
 
Το “πες τη Μορφίνη ακόμη τη ψάχνω” έχει ενδιαφέρον από την αρχή μέχρι το τέλος (με μια απογειωτική ανατροπή) χωρίς να κάνει κοιλιές, χωρίς να χρησιμοποιεί τα γνωστά συγγραφικά τερτίπια που εντυπωσιάζουν, χωρίς να εκβιάζει τη συμπάθεια μας. Ίσως για αυτό μου άρεσε τόσο. Είναι η οπτική που έχει το πρόσωπο που πρωταγωνιστεί. Χωρίς γλυκανάλατες ηθικοπλαστικές συμβουλές και μελοδραματισμούς που θα ισορροπούσαν την αντισυμβατική συμπεριφορά, χωρίς η συγγραφέας να προσπαθεί να ρίξει νερό στο κρασί της.
 

«Πες στη Μορφίνη, ακόμα Την ψάχνω» Σε ποιους το προτείνω να το διαβάσουν

Ως κείμενο μπορεί να διαβαστεί από όλο το κόσμο, αλλά δεν θα αρέσει στους περισσότερους. Αυτός που θα το ξεκινήσει, ή θα το ρουφήξει με μια ανάσα μέχρι το τέλος, ή θα το παρατήσει στις πρώτες σελίδες, γιατί θα τον κλωτσήσει η γλώσσα, το ύφος, το στύλ της διήγησης, ακόμη ίσως και το ιδιοτυπο χιούμορ.  ‘Όπως και να έχει όμως δεν είναι αδιάφορο. Δεν είναι από αυτά που τα διαβάζει κάποιος και μετά το ξεχνά. Δεν είναι το αριστούργημα, αλλά είναι ένα έντιμο βιβλίο, από αυτά που σπανίζουν. Πληροφοριακά σημειώνω πως το βιβλίο γυρίστηκε σε ταινία (δεν θέλησα να τη δω) η οποία και κέρδισε το βραβείο της  Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου 2001.

Πες στη Μορφίνη, ακόμα την ψάχνω
Συγγραφέας: Ρούσσου Νικόλ
Εκδότης: Αλεξάνδρεια
ISBN: 9789602211168
Σειρά βιβλίου: Ελληνική Πεζογραφία
Αριθμός Σελίδων: 138
Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
Διαστάσεις: 20χ14
Γλώσσα Γραφής: ελληνικά
Έτος Έκδοσης: 1996

Προτείνει ο Πέτρος Γραμμενίδης

 

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε