«Αντιγόνη» του Ζαν Ανούιγ | Κριτική

Ένας διόλου «γαλαζοαίματος» βασιλιάς Κρέων στην «Αντιγόνη» του Ζαν Ανούιγ, σε μια εμπνευσμένη σκηνοθεσία από την Μαρία Πρωτόπαππα!

Πρόλογος

«Την Αντιγόνη του Σοφοκλή την είχα διαβάσει και ξαναδιαβάσει, σχεδόν την ήξερα απέξω και ήταν ένα σοκ όταν την ξαναδιάβασα στη διάρκεια του πολέμου. Την ξανάγραψα με τον τρόπο μου, τη συντόνισα με την τραγωδία που βιώνουμε τώρα». Με αυτά τα λόγια ο Γάλλος θεατρικός συγγραφέας Ζαν Ανούιγ μιλά για τη «δική του» Αντιγόνη.

Ο Ανούιγ δε διασκευάζει απλώς τον αγαπημένο του μύθο, αλλά μέσα στο ζοφερό κλίμα της γερμανικής Κατοχής, το 1944, αποφασίζει να κάνει κάτι πιο τολμηρό. Μαζί με τον Αντρέ Μπαρσάκ, σκηνοθέτη και διευθυντή του Théâtre de l’Atelier, ανεβάζουν μια Αντιγόνη στο Παρίσι των συλλήψεων, των προκηρύξεων, των επιθέσεων, του φόβου και της βίας, δημιουργώντας μέσα από το πρόσωπό της ένα σύμβολο, που ενσαρκώνει τις ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς.

Με την ίδια ορμή φτάνει η Αντιγόνη του Ανούιγ και στο σήμερα, έρχεται στη δική μας εποχή, ιδιόμορφη, πολεμική, ποιητική, για να μας κατακτήσει με τις ίδιες της τις αντιφάσεις, να μας συγκινήσει σχεδόν βίαια με τη δύναμη της φωνής της.
«Αν δεν έχεις φοβηθεί δεν αναγνωρίζεις το φόβο, αν δεν έχεις ερωτευθεί δεν αναγνωρίζεις τον έρωτα»

Το έργο

Γραμμένο το 1942 στη διάρκεια της ιδιόρρυθμης ναζιστικής κατοχής στη Γαλλία, η Αντιγόνη του Ανούιγ συνιστά μια μεταφορά για το άτομο και τον αγώνα του απέναντι σε ένα παντοδύναμο, γερασμένο, αυταρχικό κράτος. Η νεότητα και το γήρας, η ομορφιά και η ασχήμια, η δύναμη και η αδυναμία, το δίκαιο και το άδικο αντιπαραβάλλονται για να ξεσκεπάσουν μια κοινωνία φοβισμένη, βουτηγμένη στον ατομικισμό και τη διαφθορά, μια κοινωνία σε σημείο μηδέν.

Η Αντιγόνη στο Σοφοκλή υπερασπίζεται τη θεία ρήση, ενώ στον Ανουίγ το θείο στοιχείο λείπει, όμως τονίζει χαρακτηριστικά πως «αυτό που μπορούμε πρέπει να το κάνουμε». Πρόκειται για μια ιδεαλίστρια που επιμένει στον ηθικό νόμο και στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ενώ οι κανόνες της βρίσκονται σε μια διαρκή σύγκρουση με τους νόμους της πολιτείας. Ο έρωτας για εκείνη δεν αποτελεί πηγή δύναμης, αντιθέτως, ο θάνατος τον υπερνικά. Οι αποφάσεις της, στο τέλος, οδηγούν την ηρωίδα σε μια ακατάπαυστη αμφισβήτηση της ηρωικής της πράξης, αναζητώντας πια τον πραγματικό λόγο που επέλεξε τη θυσία.

Ανάγνωση

Ο Ανούιγ, δραματουργός μετά τον Πιραντέλο και πριν τον Μπέκετ, στα καλά του έργα ερωτοτροπεί με τη νεωτερικότητα, χωρίς όμως να τολμά και τη ρήξη με το συμβατικό παρελθόν. Το παράδοξο και το υπαρξιστικό (η ηρωίδα επαναστατεί για να επαναστατήσει, μην αντέχοντας μια ανυπόφορη ζωή), μαζί με ένα χρώμα βαθιάς κατήφειας του αδιεξόδου (ό,τι χαρακτηρίζει το μεταπολεμικό κλίμα), χρωματίζουν την Αντιγόνη.

Πολλοί αναχρονισμοί, το σύγχρονο αναπηδά μέσα στο αρχαίο (καθόλου αυτονόητο για εκείνη την εποχή), η γλώσσα λιτή και σκληρή με πολλή πεζή καθομιλουμένη, κλίμα αφαιρετικό, εκτός τόπου και χρόνου, που προαναγγέλλει το θέατρο του παραλόγου. Ο Ανούιγ εδώ επινοεί μια σύγχρονη αντίληψη του τραγικού. Η δική του Αντιγόνη πρεσβεύει την άρνηση στο όνομα του απόλυτου. Η εικοσάχρονη γυναίκα αρνείται τη φθοροποιό ζωή, την ελπίδα, την ευτυχία. Η συζυγική ευδαιμονία που της υπόσχεται ο πατέρας του Αίμωνα, Κρέων , φαντάζει σ’ αυτήν κοινωνική ασχήμια.

Η τραγικότητα προκύπτει, χωρίς τη θεϊκή προϋπόθεση (Σοφοκλής, Κλωντέλ), αλλά και χωρίς τη μηδενιστική βάση (Σαρτρ, Καμύ), ως παράδοξο και αναπότρεπτο προϊόν με φόντο τη ροή της καθημερινής ιστορικότητας. Ενώ όλες οι σπουδαίες και μεγάλες αυτοθυσίες και αυτοκαταστροφές συμβαίνουνε στο Παλάτι, οι άνθρωποι της μάζας, οι Φρουροί, παίζουν αδιάφοροι χαρτιά και χασκογελάνε, έχοντας στον νου τους ίσως μόνο τον μισθό, τα επιδόματα, το κρασί και τις γυναίκες.

Αντιγόνη (η ρομαντική εξέγερση της νεότητας), Κρέων (ο ρεαλιστικός συμβιβασμός της ωριμότητας), Φρουροί (ο ζωώδης κυνισμός της μετριότητας, χωρίς ηλικία). Το ποιος από τους τρεις έχει δίκιο παραμένει το άλυτο αίνιγμα, που ο Ανούιγ έθεσε για να μας δελεάζει, “εκμοντερνίζοντας” τον αρχαίο τραγικό μύθο. Δημιουργεί έτσι, μια ακόμα πειστική μετενσάρκωση της διαχρονικής «σκοτεινής κοπέλας» (Σεφέρης).

Σ’ αυτήν την πολιτεία – ναυάγιο που η μυρωδιά του πτώματος του Πολυνείκη χρησιμοποιείται ως μέσο σωφρονισμού των πολιτών, όπου οι νεκροί είναι εναλλάξιμοι, ο Κρέων έρχεται ως σωτήρας, λέει «ναι» στην εξουσία και ως πειθήνιος εργάτης της «διοικεί ανθρώπους».

Η Αντιγόνη, παιδί κι αυτή μιας άρρωστης κοινωνίας με το ένστικτο της νιότης, αντιστέκεται, θάβει τον νεκρό αδελφό της, λέει «όχι» στη «βρώμικη» ελπίδα που επικαλείται η εξουσία. Στο τέλος, πλάι σε έναν Φρουρό που έχει ακυρώσει όλα τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του, κλονίζεται, πεθαίνει.

Ο αμετανόητος Κρέων θα συνεχίσει να κρατάει τα ηνία της πολιτείας, οι Φρουροί θα συνεχίσουν να πίνουν και να παίζουν χαρτιά. Ένα σύγχρονο γηροκομείο, μια κοινωνία που περιμένει να πεθάνει, ένας στίχος που υμνεί τον ήρωα Ετεοκλή και η φωνή της Αντιγόνης που αντηχεί αέναα, φωτίζοντας, κάθε φορά, νέες όψεις του τραγικού.

Η παράσταση

Το έργο εκτυλίσσεται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε μια μέρα, σε έναν χώρο απροσδιόριστο, ας πούμε αύλειος χώρος στο παλάτι ή , γιατί όχι, αποστειρωμένο νεκροτομείο, πάντως είναι καθαρός συμβολισμός για μια καθεστωτική δυστοπία. Οι έξι ηθοποιοί είναι καθισμένοι σε ευθεία γραμμή, συγκεντρώνονται, αφουγκράζονται το κοινό, αναπνέουν, θαρρείς, την ενσυναίσθησή του και , ενώ δίνουν αρχικά την εντύπωση θεατρικού αναλογίου, αίφνης γίνονται ρόλοι- χαρακτήρες, κάθε που το επιτάσσει η ιστορία και η μελετημένη στη λεπτομέρεια άποψη – στοχαστική προσέγγιση της σκηνοθέτιδος.

Η δράση απαλλάσσεται από διαιρέσεις– στάσιμα. Οι οκτώ σκηνές του έργου αναγγέλλονται από τον αφηγητή, χαμένος τις περισσότερες φορές μέσα στην πλατεία ή από τη σκηνοθέτιδα, που άλλοτε κάθεται στη σκηνή κι άλλοτε ανάμεσα στους θεατές.
Αυτή η Αντιγόνη του Ανούιγ στηρίζεται στις δραματικές ενότητες, όπως οικειοποιήθηκαν από τους Γάλλους κλασικιστές. Ο Χορός- αφηγητής πλαισιώνει την τραγωδία με πρόλογο και επίλογο. Στον πρόλογο απευθύνεται άμεσα στο κοινό και εμφανίζεται συνειδητοποιημένος ως προς το θέαμα: «είμαστε εδώ απόψε για να πάρουμε μέρος στην ιστορία της Αντιγόνης».

Σε αντίθεση με το συμβατικό μελόδραμα, για παράδειγμα, δεν μας ζητείται να αναστείλουμε τη δυσπιστία μας ή να παρακολουθήσουμε ένα θέαμα που θα περνούσε απρόσκοπτα ως πραγματικότητα. Κατά κάποιο τρόπο, όπως και ο αρχαίος προκάτοχός του, Ο αφηγητής- Χορός ( εξαιρετικός ο Χρήστος Στέργιογλου) προετοιμάζει μια τελετουργία.

Η απουσία τέτοιων τελετουργιών στο σύγχρονο θέατρο, ίσως εξηγεί γιατί αυτή η πρώτη σκηνή μπορεί να φαίνεται κάπως «τεχνητή». Στο αρχαίο ελληνικό δράμα ο Χορός καθοδηγούσε το κοινό σε μια σαφή, σωστή θεματοποίηση. Στην «Αντιγόνη» του Ανούιγ το δράμα είναι περίπλοκο, θολό και ηθικά διφορούμενο, για να θεωρηθεί μια άμεση αλληγορία ή μια ξεκάθαρη πολιτική πράξη.

Και είναι ακριβώς οι ηθικές ασάφειες που κατοικούν στο σχέδιο της αρχιτεκτόνισσας – σκηνοθέτιδας Μαρίας Πρωτόπαππα, το οποίο φανερώνει στη σκηνή ότι η ενσάρκωση αυτών των αμφισημιών δεν είναι, τελικά, η Αντιγόνη, αλλά ο χαρακτήρας που δεσπόζει στην καρδιά της ιστορίας. Ο Κρέοντας!

Ο Κρέων, που ξέρει τη βρωμιά της εξουσίας, ωφελιμιστής, αποδέχεται τη ζωή και προσπαθεί με τον δικό του τρόπο και κάνει ό,τι του επιτρέπει ο τίτλος του, η θέση του, να καταστήσει τον κόσμο ετούτο λιγότερο εξωφρενικό. Ρεαλιστής και απολύτως προσγειωμένη προσωπικότητα, συνειδητοποιημένη ως προς εκείνο που τάχτηκε να υπηρετήσει.

Επιφανειακά είναι ένα παιχνίδι επιχειρημάτων αυτή η μεταμοντέρνα παράσταση. Ο ορθολογικός Κρέων μιλά για την κοινωνική αξία της τάξης. Η αντιδραστική νεαρή Αντιγόνη μιλά για δικαιοσύνη, όμως η ανάλυση των επιχειρημάτων τους είναι σαν να εξερευνάμε
τη νομική θεωρία στο «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων». Είναι η ποίηση η σημασία των ονείρων ή ο εφιάλτης; Ο εφιάλτης υποδηλώνει φασισμό, ωστόσο, θολώνει τα όρια του χρόνου.

Το κακό όνειρο αποκτά υπόσταση χάρις στο στατικό σκηνικό της Εύας Νάθενα, με τα πτώματα στους σάκους, οδυνηρός συμβολισμός του πολέμου και των συνεπειών του. Ακόμα και το λευκό, στις καρέκλες και στον τοίχο – φόντο, είναι απλά ένας καμβάς, στον οποίο η σκηνοθεσία μεταφέρει όλες τις συγκεκριμένες πληροφορίες. Θαρρώ, πώς το λευκό χρώμα είναι η βάση για ένα άτομο να εκφράσει τα συναισθήματα και τις σκέψεις του. Το βρίσκω εύρημα που λειτουργεί συμβολικά και προϊδεάζει το κοινό για μια ιδιόμορφη, ιδιαίτερη συνθήκη, πέρα από τις καθιερωμένες θεατρικές συμβάσεις στις σύγχρονες μεταφορές παλιότερων έργων.

Αντίθετα, τα κοστούμια είναι απλά και σημερινά, (με εξαίρεση το ταγιέρ του/των Φρουρών, υποθέτω αναγωγή στους αρχέγονους χρόνους, όπου ο άνθρωπος ήταν μυθολογικά ανδρόγυνος), αποπνέουν ανθρωπιά και καθημερινότητα. Σημειωτέον ότι το ελάχιστο ηχητικό περιβάλλον που δημιουργεί ο Λόλεκ, καθώς και οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα υπογραμμίζουν τη μετάβαση από την ανθρώπινη οντότητα στην «ινδαλματική» της υπόσταση.

Η σκηνοθέτις χαράσσει τη γραμμή της σε μια ζώνη ασφυκτική, που περιστασιακά τη χαλαρώνει με την ανάμειξη ηθοποιών και θεατών.

Άλλωστε ο Ανούιγ έγραψε το έργο σε κρίσιμη καμπή της ναζιστικής κατοχής. Ο Κρέοντας εδώ ισοδυναμεί, θαρρείς, με συνεργάτη της δωσίλογης «κυβέρνησης του Βισύ» και η Αντιγόνη με μια Γαλλίδα αντιστασιακή που διαθέτει πάθος, νιάτα, επαναστατικό χαρακτήρα και ιδεολογικά κίνητρα στην ανυπακοή της. Ο Βασιλιάς είναι το γήρας, η καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, οι διεφθαρμένοι συμβιβασμοί της Realpolitik.

Οι ερμηνείες, συναρπαστικές. Ο Χρήστος Στέργιογλου είναι ο ιδανικός είρωνας αφηγητής – Χορός, με φωνή και βλέμμα, βέλη που βρίσκουν στο κέντρο τον στόχο τους.

Χρήστος Στέργιογλου

Η χαρισματική ηθοποιός και ευρηματική σκηνοθέτις Μαρία Πρωτόπαππα, ελίσσεται αριστοτεχνικά ανάμεσα σε ρόλους και σε σκηνοθέτη. Ερμηνεύει χαρακτήρες ( Ισμήνη και Αντιγόνη), καθοδηγεί την ομάδα, αφηγείται την ιστορία. Είναι ο πρώτος και ο τελευταίος λόγος στην παράσταση. Άλλοτε αυστηρή, άλλοτε τρυφερή, άλλοτε επίπεδη, πάντα εντυπωσιακή και ουσιαστική.

Μαρία Πρωτόπαππα

Η πρωτοεμφανιζόμενη Ηλέκτρα Μπαρούτα, καλότυχη, μυρώνεται στο δράμα από σημαντικούς «αναδόχους», είναι η απείθαρχη Αντιγόνη που αντιστέκεται σθεναρά στις εθιμοτυπικές και νομικά επιβεβλημένες απαιτήσεις του Βασιλιά. Είναι η μόνη που διεκδικεί και πληρώνει για τη θέση της: «Εγώ μπορώ ακόμα να πω όχι». Με αυτή και μόνο τη φράση φέρνει την ανθρώπινη όψη της ιστορίας του Σοφοκλή, που επανάφερε ο Ανούιγ στο 20Ο αιώνα, με τη δική του άποψη- τοποθέτηση.

Ο εξαίρετος Γιάννης Τσορτέκης ερμηνεύει συγκλονιστικά τον, κάθε άλλο παρά γαλαζοαίματο Κρέοντα, που, ως κατ’ ανάγκη βασιλιάς, δεν έχει άλλη επιλογή από το να παίξει στην ιστορία πειστικά τον ρόλο του εξουσιαστή, του αντιπαθούς και ανάλγητου ηγέτη. Γνωρίζει ότι η θέση που υπηρετεί δεν είναι περιπέτεια, αλλά υποχρέωση στο καθήκον. Και είναι, όντως, ένας νομοταγής «κακός», ένας άνακτας – κοινός θνητός, που, είτε σου αρέσει είτε όχι, τον αποδέχεσαι και τον εκτιμάς.

Γιάννης Τσορτέκης

Η Αντιγόνη πεθαίνει και ακολουθούν οι παράπλευρες απώλειες. Πεθαίνει και ο υιός Αίμων ( πολύ καλός ο Δημήτρης Μαμιός), έχοντας προλάβει να πει στον πατέρα του « μπαμπά, κάνε με να σε θαυμάσω πάλι», η Ισμήνη το ίδιο, όπως και οι Φρουροί. Σταδιακά οι καρέκλες αδειάζουν. Τα λευκά σπετσάτα- τοιχία στο βάθος της σκηνής αφαιρούνται και το μαύρο του σκότους κυριαρχεί πλέον. Μένει τελευταίος στη σκηνή ο αφηγητής – αγγελιαφόρος που λέει τις θλιβερές ειδήσεις. Κλείνει τα φερμουάρ στους νεκρικούς σάκους. Οι νεκροί κείτονται στα δάπεδο. Εικόνα που δεν έλλειψε από τα μάτια μας μέχρι σήμερα κι ούτε πρόκειται να εκλείψει ποτέ. Ο αφηγητής- Χορός δίνει σήμα: αυλαία!

Επίλογος

O Σοφοκλής έγραψε μια τραγωδία που στον πυρήνα της υπάρχουν οι αρχές που μας διέπουν: η τιμή, η οικογένεια, και οι Θεοί,. Ο Ανούιγ την μετατρέπει σε ένα ισχυρό αντιπολεμικό δράμα γεμάτο αιχμές για την άρχουσα τάξη, την εξουσία και την δύναμη ενός ανθρώπου που τολμά να στέκει απέναντι της ολομόναχος, χωρίς δεκανίκια – θεούς.

Αυτή η παράσταση που φιλοξενεί το «Αριστοτέλειον» Θεσσαλονίκης, εστιάζει στη μεταθεατρικές πτυχές του έργου, που είναι, κυρίως, οι καταστάσεις στις οποίες είμαστε παγιδευμένοι, δίχως να έχουμε δυνατότητα απεγκλώβισης ή, έστω, κάποιου ελέγχου σ’ αυτές.

 

Ταυτότητα παράστασης

Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης
Σκηνοθεσία, Δραματουργική Επεξεργασία: Μαρία Πρωτόπαππα
Σκηνικός χώρος-Κοστούμια: Εύα Νάθενα
Κίνηση: Κατερίνα Φωτιάδη
Μουσική: Λόλεκ
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Βοηθοί Σκηνοθέτη: Δημήτρης Σταυρόπουλος, Ορέστης Σταυρόπουλος
Βοηθός Ενδυματολόγου: Έλσα Γκόγκογλου
Φωτογραφίες προώθησης: Ρούλα Ρέβη
Φωτογραφίες παράστασης: Μαριλένα Αναστασιάδου
Μακιγιάζ προωθητικής φωτογράφισης: Σίσσυ Πετροπούλου
Κοσμήματα φωτογράφισης: Noilence
Video-trailer παράστασης: Μιχαήλ Μαυρομούστακος
Γραφιστικά- Σχεδιασμός Αφίσας: Γιάννης Σταματόπουλος
Επικοινωνία παράστασης: ΑνζελίκαΚαψαμπέλη
Διεύθυνση παραγωγής: Αναστασία Καβαλλάρη
Εκτέλεση Παραγωγής: KartProductions-Μαρία Ξανθοπουλίδου

ΠΑΙΖΟΥΝ: Χρήστος Στέργιογλου, Γιάννης Τσορτέκης, Δημήτρης Μαμιός, Δημήτρης Μαργαρίτης, Ηλέκτρα Μπαρούτα και η Μαρία Πρωτόπαππα

«Αντιγόνη» του Ζαν Ανούιγ | Κριτική παράστασης Παύλος Λεμοντζής


 

Η Αυλή των θαυμάτων-Το Μιούζικαλ στο ΜΜΘ | Κριτική

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε