Arrivederci, vroma …

   “… δουλεύω τώρα στό Εδιμβούργο, σάν οδοντίατρος, πρός τό παρόν στό βρεταννικό σύστημα υγείας, εδώ καί ενάμιση χρόνο. Δέν έχω πρόβλημα ούτε μέ τή γλώσσα, ούτε μέ τή δουλειά : τά αγγλικά τά μασάω όπως όλοι οι μορφωμένοι τής γενιάς μου, τήν δουλειά μου τήν ξέρω από τά γεννοφάσκια μου (η μητέρα μου ήταν επίσης οδοντίατρος). Στήν Αθήνα, η δουλειά μου ήταν στρωμένη: τό ιατρείο τής μητέρας μου μέ περίμενε, μιά μικρή περιουσία ήταν – είναι – στήν διάθεσή μου. Μού τά χάλασε όλα εκείνο τό μεταπτυχιακό γιά τό οποίο δέν επιλέγηκα, κι άς είχα μακράν τά περισσότερα προσόντα. Απο κεί καί μετά, έμαθα  νά βλέπω τήν Ελλάδα καί τούς Έλληνες μέ μάτι πιό αντικειμενικό, ξεκίνησα νά βλέπω τά μπάζα, πρίν πώ «ά, τί όμορφο τοπίο», ξεκίνησα νά βλέπω τό κίβδηλο καί τό κάλπικο, πρίν πώ «ά, είναι σάν όνειρο !» Τί νά γίνη, όπως πολλά παιδιά τής δικής μου γενιάς, υπήρξα «πορφυρογέννητη» : μεγάλωσα στά πούπουλα καί τά μεταξωτά, σπούδασα άνετα, έζησα τήν πρώτη νεότητα χωρίς ενδοιασμούς ή βάσανα, χωρίς κάν νά υποψιάζωμαι ότι η Ελλάδα ήταν άλλη από αυτό πού έδειχνε, έτσι όμορφη καί γλεντζού. Η απομυθοποίηση ήρθε αργά, κι όπως συμβαίνει όταν οι μεμβράνες τών ψευδαισθήσεων πέφτουν αργά από τά μάτια μας, η αντίδραση ήταν πιό τραυματική. Τά κατάφερα όμως νά ξεκολλήσω – στό φινάλε, πρέπει νά ζήσω τή δική μου ζωή, κι όχι αυτήν πού οι άλλοι μού προετοίμασαν !


   Κι έτσι, τό ξέκοψα σέ δικούς καί φίλους – φεύγω. Οι συγκυρίες μέ έφεραν εδώ, κι όχι καμμιά γνωριμία ή ιδιαίτερη επιθυμία. Τίποτε πιό συμπτωματικό από ένα όνομα, μιά εθνικότητα ή μιά δουλειά, κι εδώ μπορούσα, όταν αποφάσισα νά φύγω, νά δουλέψω κάνοντας παράλληλα τό μεταπτυχιακό μου. Τό Εδιμβούργο αποκαλείται από πολλούς «Άθήνα τού Βορρά». Τό αδικεί ο χαρακτηρισμός – είναι πανέμορφη πόλη. Είναι η πόλη τού Οντίν, όπως η Αθήνα είναι η πόλη τής Αθηνάς. Η Αθηνά όμως ή πρέπει νά έχη πεθάνει, ή νά έχη πάθει εγκεφαλικό, ενώ αντιθέτως ο Οντίν έχει αποκτήσει φινέτσα καί πολιτισμό – καί οι κάτοικοι είναι μέ τόν τρόπο τους φιλόξενοι, καί πάντως όχι υστερικοί καί παρανταλιασμένοι, όπως θυμάμαι νά ήσαν πάντα οι Αθηναίοι.

    Εσείς οι Έλληνες αγαπάτε πολύ τήν πατρίδα σας ?, μού λένε συχνά. Δέν τούς βγάζω από τήν πλάνη τους, μάς εκτιμούν άλλωστε γι? αυτό ακριβώς, επειδή καί οι ίδιοι αγαπάνε πολύ τή δική τους. Άλλοι, γεμάτοι ευγένεια, μού διακηρύσσουν τήν θλίψη τους γιά τά Ελγίνεια (ιδιαίτερα διότι ο Έλγιν ήταν Σκώτος), πού θά ήθελαν νά έβλεπαν πίσω στήν Ελλάδα – λές καί στήν Ελλάδα θά τά βλέπαμε, μετά τά πρώτα κροκοδείλια δάκρυα σκηνοθετημένης συγκινήσεως, σάν κάτι περισσότερο από εισπακτικό ατού. Γενικά, θά μπορούσα νά τούς έχω πή ότι ίσως εκείνοι αγαπούν τήν πατρίδα «ΜΑΣ» περισσότερο από όσο τήν αγαπάμε εμείς, αλλά γιατί νά μπώ στή διαδικασία ; 


   Πάνω απ όλα, αυτό πού θέλω νά ξεχάσω από τήν Ελλάδα είναι ούτως ή άλλως η πλάνη, η απάτη καί τό ψέμμα, πού εκεί μάς έχει διαποτίσει σέ βαθμό τού νά είναι η αλήθεια χημικά μή συγγενής καί άρα ασύμβατη μέ τήν επιβίωσή μας – ψέμμα στήν ιστορία, στήν πολιτική, στήν καθημερινότητα, ψέμμα πού διαστρέφει τίς σχέσεις κι ακόμη καί τούς γλωσσικούς κώδικες, ψέμμα πού διαπερνά τόν ίδιο τόν ψυχισμό μας, κάνοντάς μας σήμερα νά υποδυόμαστε τούς κατατρεγμένους καί τούς υποφέροντες. Ζητούν πολλοί έλληνες νά ακούσουν τήν αλήθεια, καί τό ζητούν μέ τόση επιμονή, ακριβώς διότι ξέρουν υποσυνείδητα ότι τελικά αυτή η αλήθεια πού επιζητούν δέν θά τούς γίνη γνωστή, διότι άν τούς γινόταν, δέν θά τό άντεχαν. Τί είναι ο έλληνας χωρίς τό μύθο του ; δέν έχει νόημα υπάρξεως, καί θά πρέπη νά επινοήση κάποιες απτές αξίες γιά νά τό αποκτήση ! 

  Έ, αυτό ήταν πού δέν άντεχα (μέ ή χωρίς λεφτά, μέ ή χωρίς ευτυχία): τό μύθο πού έγινε παραμύθι, καί μετά παραμύθιασμα. Καλλίτερα στά ξένα ! Εδώ ζούν κάπως καί γιά τό σήμερα, σκέπτονται κάτι περισσότερο από τό υπογάστριό τους, όσα προβλήματα κι άν έχουν – καί έχουν. Είναι καί πολλοί έλληνες άλλωστε – αλλά, κανείς δέν είναι ιδιαίτερα έλληνας εκτός Ελλάδος, όπως καί κανείς ξένος στήν Ελλάδα δέν γλυτώνει ένα κάποιο βαθμό εξελληνισμού. Θυμόμουν φεύγοντας (η ελληνική κλαψούρα έχει εμποτίσει καί μένα, καί, εδώ πού τά λέμε, δέν πήγαινα καί στήν Αυστραλία !) τό «απολείπειν ο θεός Αντώνιον», τά «εξαίσια όργανα τού μυστικού θιάσου», τό «αποχαιρέτα την τήν Αλεξάνδρεια πού χάνεις» καί τά τέτοια. Τί περιττή σάλτσα ! Ευτυχώς, ήξερα πολύ καλά ότι στήν ουσία άφηνα πίσω μου ένα μολυσμένο καί δυσώδες ανθρώπινο συσσωμάτωμα γιά νά βρώ ένα άλλο, εν πάση περιπτώσει λιγώτερο μολυσμένο» …


   Η Στέλλα είναι μιά νεαρή Αθηναία οδοντίατρος, μέ όλες τίς ομορφιές πού μπορεί νά έχη μιά Ελληνίδα : παράστημα Καρυάτιδος από τό Μανιάτη πατέρα της, χαριτωμένο βάδισμα καί παιχνιδιάρικους τρόπους από τήν Παριανή μητέρα της, δή επίτομυ οφ γκρήσιαν μπιούτυ, όπως θά λένε σίγουρα οι κουλτουριάριδες Σκωτσέζοι. Αφηγείται ανέκφραστη, «μάττερ-οφ-φάκτηντλυ» – περιττά τά συναισθήματα, κι άς είναι πάντα τόσο έτοιμη νά χαμογελάση. Τό έχει ήδη καταλάβει, ότι ο μόνος τρόπος γιά νά μήν αφελληνισθή κανείς, είναι νά αποελληνοποιηθή …


Leo
leonline@hotmail.gr

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε