Χρόνη Μίσσιου: «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» | Κριτική

Χρόνη Μίσσιου: «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» στο Θέατρο «Αυλαία» | | Κριτική Παύλος Λεμοντζής


 

Πρόλογος

« (….)Ο Μιχάλης, όταν τον πήραν μαζί με άλλα πράματα, μου άφησε και τα ποιήματά του. Τα κουβάλαγα χρόνια πολλά ραμμένα στις βάτες, στον γιακά και στα πέτα ενός παλιού παλτού που είχα. Μου το ‘σκισαν σε μια κωλοέρευνα και μου τα πήραν, αφού με μπάφιασαν στο ξύλο. Θυμάμαι ένα απ’ αυτά, που έλεγε:

Ταξιδέψαμε χρόνια πολλά πάνω στους τοίχους των κελιών,
εξωτικούς χάρτες, φτιαγμένους από την υγρασία και την πορεία του γυμνοσάλιαγκα.
Διαγνώσαμε την παράξενη απλωσιά του σφαιρικού μας πλανήτη…
Σημαίες από λαμπερά χρώματα, σφιχτοδεμένες στρατιές συντρόφων προλετάριων,
λιμάνια πολύβουα, μέρη παράξενα, ξωτικές γυναίκες,
πορνεία φτωχά ή εκλεπτυσμένης ηδονής…
Άλλοτε πάλι ένα ταξίδι με μια μοναδική, αγαπημένη γυναίκα…»

Μετά τις διθυραμβικές κριτικές και τα απόλυτα sold out η παράσταση «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» έρχεται στο πλαίσιο του 58ου Φεστιβάλ Δημητρίων 2023 στο θέατρο “Αυλαία”.

Η βραβευμένη ομάδα GAFF (Βραβείο Διεθνούς Ρεπερτορίου από την Ένωση Θεατρικών Κριτικών, Βραβείο καλύτερης παράστασης, σκηνοθεσίας, και καλύτερης ανδρικής ερμηνείας στα 11α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2022 για την «Πανούκλα» του Α. Καμύ), ήρθε στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο των Δημητρίων, για να παρουσιάσει το συνταρακτικό αφήγημα του Χρόνη Μίσσιου «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς».

Το κείμενο του «Σαλονικιού», όπως αποκαλούσαν οι σύντροφοι του τον Χρόνη Μίσσιο κι ας ήταν Καβαλιώτης, παρουσιάζεται στον τόπου που υπήρξε σημαντικό κομμάτι της ζωής του, της δράσης του και μέρος της πολιτικής ιστορίας της χώρας, που τόσο γλαφυρά περιγράφει στο αυτοβιογραφικό του κείμενο.

Το έργο

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που η Ελλάδα παραδίνεται στο χάος του Εμφυλίου.
Ο δεκαεξάχρονος Χρόνης Μίσσιος συλλαμβάνεται, φυλακίζεται στο Γεντί Κουλέ, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Αποφυλακίζεται το 1973, αφού έχει περάσει εικοσιένα χρόνια σε φυλακές και εξορίες. Αυτήν ακριβώς την περίοδο της ζωής του διηγείται στο σπουδαίο αφήγημα-μαρτυρία «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς».

«Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος. Και αυτό είναι η κορυφαία πολιτική μάχη», έλεγε ο Μίσσιος. Η θέση του αυτή έδωσε στην ομάδα μας το έναυσμα να τολμήσουμε να ανεβάσουμε στη σκηνή τις αυτοβιογραφικές αναμνήσεις ενός πραγματικά γενναίου. Ίσως γιατί η περίοδος που διανύουμε μοιάζει να έχει κάτι από τη σκοτεινή νιότη του Μίσσιου. Ίσως, γιατί ο Μίσσιος δεν απευθύνεται μόνο στο νεκρό του φίλο αλλά κυρίως στους απόντες, σε μάς. Ίσως, πάλι, γιατί η αντίληψη του Μίσσιου για τη βιοπάλη , την ιστορία, το όνειρο δεν είναι μόνο γεμάτη από πολιτική κριτική, αλλά και από αισιοδοξία για τη ζωή και πίστη στη δημιουργική δύναμη του ανθρώπου. Ίσως, γιατί μας έχουν συμβεί αδιανόητα πράγματα και είναι η στιγμή να αναρωτηθούμε, πώς αντιστέκεται κάποιος σήμερα;

Ο συγγραφέας

Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά.

Αυτή την περίοδο η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού. Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων.

Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ’ένα τυχαίο γεγονός. Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος (Μακρονήσι, Άι- Στράτης, Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, κ.ά.) Εκεί μαθαίνει ανάγνωση και γραφή.

Ένα “διάλειμμα” ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ.

Το πρώτο του βιβλίο “Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς… ” (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του “Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;” (Γράμματα, 1988). “Κοσμοκαλόγερος”, σαν τους ήρωες ορισμένων από τα βιβλία του. Έφυγε από τη ζωή στα 82 του χρόνια. Άφησε την τελευταία του πνοή σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας, στις 20 Νοεμβρίου 2012, ενώ “πάλεψε” με τον καρκίνο αρκετά χρόνια.

Η παράσταση

Μεταφορές στο σανίδι, άλλοτε πιστές και άλλοτε στο βαθμό της απλής πρωτογενούς έμπνευσης, ενίοτε κειμένων και συνηθέστερα ολόκληρων βιβλίων, που εξ’ αρχής δημιουργήθηκαν για να αποτελέσουν προϊόν ανάγνωσης και όχι για να παρασταθούν, μας είναι οικείες και το θέμα γνωστό και πολυσυζητημένο, με μερίδες θεατών και αναγνωστών να παίρνουν θέση υπέρ της μίας ή της άλλη πλευράς.

Η Σοφία Καραγιάννη, σε απόλυτη συμφωνία προς όσα «προστάζει» το είδος της ιστορικής μυθιστοριογραφίας, το οποίο υπηρετεί ο συγγραφέας εδώ, προτάσσει την ιστορική ακρίβεια, επενδύοντάς την, ωστόσο, με διαλόγους, πετυχαίνοντας την αφήγηση μεν ,αναπαράσταση δε, μίας ιδιαίτερης αλλά γνωστής ιστορίας: την υπόθεση του Χρόνη Μίσσιου. Πρόκειται για την ιστορία των ανθρώπων που πάνω τους πέρασαν ζοφερά γεγονότα, αυτά που όρισαν την Ελλάδα κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα.

Από τον τίτλο ακόμα, ο θεατής αποκτά μια σαφή αντίληψη της οπτικής του συγγραφέα
Απέναντι στα περιστατικά της ζωής του και στα κοινωνικά– πολιτικά συμβάντα. Δε θα μπορούσε, ίσως, να υπάρξει πιο πετυχημένη έκφραση της οδύνης, της πίκρας, της απογοήτευσής του. Αλλά και μια προειδοποίηση, ότι θα πει τα πιο τραγικά πράγματα μ’ αυτόν τον ανάλαφρο τρόπο. «…Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς». Με άλλα λόγια «Τυχερέ εσύ, ξεμπέρδεψες γρήγορα κι έτσι δεν είδες και, ενδεχομένως, δε βίωσες».

Ολοφάνερη η τραγική ειρωνεία που σαν πνεύμα και διάθεση περνάει όλη την παράσταση από την αρχή μέχρι το τέλος, μια που αυτή η αφήγηση απευθύνεται στον νεκρό φίλο και σύντροφο, στον απόντα. Σ’ αυτούς γράφει ο Μίσσιος, σ’ αυτούς καταθέτει.

Ο καθηλωτικός τρόπος σκηνοθεσίας της Σοφίας Καραγιάννη, οι συγκλονιστικές ερμηνείες των: Ιωσήφ Ιωσηφίδη, Κωνσταντίνο Πασσά, Δημήτρη Μαμιό, Γιάννη Μάνθο, αποδεικνύει ότι η λογοτεχνία, έτσι όπως δραματοποιήθηκε από τις Σοφία Καραγιάννη, Μυρτώ Αθανασοπούλου, είναι το αποτελεσματικότερο μέσο έκφρασης των συναισθημάτων και πολιτικής ανάλυσης.

Η σκηνοθέτις αναζήτησε μια θεατρική γλώσσα, όχι τόσο εξαρτημένη από εκείνη του Μίσσιου και πέτυχε να διαλύσει τη ζωή του κείμενου, δηλαδή να κάνει θέατρο με μια προετοιμασία που αρνείτο τις ευκολίες και την αφυδάτωση του νοήματος, αλλά απαίτησε αποκρυπτογράφηση του πρωτοτύπου, ώστε να ανήκει πλέον στους δημιουργούς της σκηνής, τους μετέχοντες στη θεατρική τελετουργία και στους ηθοποιούς – οσιομάρτυρες, που τους καίνε στη σκηνή και κείνοι σχεδιάζουν σήματα πάνω στην πυρά τους. Επίτευγμα αγαστής συνεργασίας.

Έτσι, η παράσταση αυτή αποτελεί κάτι περισσότερο από ένα πολιτικό μάθημα. Είναι ένα μάθημα ζωής, που συμβάλλει στην αναθεώρηση και στον αναστοχασμό των ίδιων των εννοιών. Εξάλλου, στο «Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς»- το πιο σύνθετο από τα έργα του συγγραφέα- διαφορετικοί διάλογοι, εκρηκτικές αντιθέσεις και διαφωνίες, συνθέτουν μία δομημένη «συζήτηση» για την συντροφικότητα, τη φιλία, τον έρωτα, τις πεποιθήσεις, τις επιθυμίες, τον χρόνο, το εφήμερο και, κυρίως, για το φθαρτό της ζωής και της ύπαρξης.

Τέσσερις εξαιρετικοί ερμηνευτές ζωντανεύουν το ντοκουμέντο. Μια ευρηματική σκηνοθεσία αποδίδει ευφυώς την ουσία του βιβλίου μεταφέροντας το στη σκηνή και κερδίζει το στοίχημα. Άλλωστε, οι ευφυείς δεν προσεγγίζουν τυχαία τη ζωή, αλλά «καθοδηγούν» το μυαλό τους, όπως κάνει η Σοφία Καραγιάννη.

Ο σημαντικός ηθοποιός Ιωσήφ Ιωσηφίδης είναι ο αφηγητής, αλλά όλοι τους υποκρίνονται ρεαλιστικά, με δύναμη και πάθος τα πρόσωπα. Μετακυλούν καθίσματα και ρόλους. Μεταμορφώνονται επιδέξια μπροστά μας, αλλάζουν προφορά, περπατησιά, έκφραση. Μεταφέρουν από τη σκηνή στην πλατεία πόνο, αγανάκτηση, θυμό, νοσταλγία και τη ματαίωσή τους. Γίνονται από πολιτικοί κρατούμενοι ποινικοί, μεταλλάσσονται σε δήμιοι ή σε μανάδες που δεν αναγνωρίζουν τα βασανισμένα παιδιά τους. Γίνονται και ιερείς και δεσμοφύλακες και πουλημένοι σύντροφοι. Αυτοσχεδιάζουν, γελάνε, μιλάνε, ωρύονται, βωμολοχούν, κλαίνε, συγκρούονται, αλλά όλα απλώνονται τεχνηέντως στη σκηνή και μέσα στο πλαίσιο της ρεαλιστικής δραματουργικής επεξεργασίας των Σοφίας Καραγιάννη και Μυρτώς Αθανασοπούλου.

Ένταση και γρήγοροι ρυθμοί κρατάνε σε εγρήγορση τους θεατές, προσφέρουν μια ισχυρή συναισθηματική φόρτιση, ενώ η ευρηματικότητα της σκηνοθέτιδας πλάθει σκηνές που ανεβάζουν σε δυσθεώρητα ύψη την αδρεναλίνη. Ευφυής η δυνατή σκηνή του ξυλοδαρμού με βούρδουλα των κρατουμένων στις φυλακές Κέρκυρας, με τον χαρακτήρα του δεσμοφύλακα- βασανιστή να σπέρνει ρίγη συγκίνησης στην πλατεία, καθώς τεμαχίζει ένα μήλο τόσο ανατριχιαστικά, όσο και οι οιμωγές των υπολοίπων στον ασφυκτικό χώρο του κελιού τους. Εξαιρετική σύλληψη της ιδέας, συγκλονιστική απόδοση, συναρπαστικές ερμηνείες.

Το μόνο σκηνικό (Γεωργία Μπούρδα) είναι μια «άγια τράπεζα» με τα φρούτα και τα χρηστικά σκεύη, το κρασί, το ψωμί, τις ελιές και τον ιδρώτα τους. Η μουσική του Μάνου Αντωνιάδη και οι φωτισμοί της Βασιλικής Γώγου συμπληρώνουν το «καράβι» που ταξιδεύει τον θεατή στα ξερονήσια και στα όνειρα –εφιάλτες των πολιτικών κρατουμένων κι εξαρτάται από το κάθε γερό στομάχι, το πόσο θ’ αντέξει τη ναυτία. Δραμαμίνη ή προβληματισμός;
Πρόκειται για μια συναρπαστική παράσταση από συντελεστές που καταχειροκροτούνται στην αυλαία.

Επίλογος

Είναι γεγονός ότι ο Μίσσιος αποτέλεσε ίσως τον τελευταίο ρομαντικό αγωνιστή με αγνές καταβολές, έναν άνθρωπο ο οποίος έδειξε τον δρόμο της ανεξαρτησίας και της απο–μαζικοποίησης, της ελεύθερης βούλησης και φυσικά της συνεχούς μόρφωσης. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι έγραψε πέντε υπέροχα βιβλία, έχοντας μάθει ανάγνωση κοντά στα 35 του χρόνια! Τέτοιες αγνές ψυχές γεμάτες επαναστατικότητα, κυρίως για τη ζωή, πρέπει να μένουν στον χρόνο ως πρότυπα για τις επόμενες γενιές που έρχονται!

[…] Έμενα κάποια φορά σ’ ενός γιατρού. Δεξιός ο άνθρωπος, αλλά δε γούσταρε και τους εθνοσωτήρες. Ήξερε ότι ήμουνα κομμουνιστής, και κάθε βράδυ που έβγαινα για δουλειά, γέμιζε από αισιοδοξία. Ε, κάποτε κανονίστηκε μια γιάφκα, και το βράδυ που θα ’φευγα από το σπίτι του, σαν αποχαιρετιστήριο, κατεβάσαμε κάνα δυο ουίσκι. Δυνατό πράμα, σε φτιάχνει στα σβέλτα. Ήμουνα, που λες, φτιαγμένος και ακοντρολάριστος, που λένε. Την ώρα που έφευγα και με χαιρέταγε, τα μάτια του στάζανε λύπη. Μου λέει, πού θα πας τώρα, ρε Φάνη — εγώ μια ζωή το ίδιο ψευδώνυμο στις παρανομίες. Όπως στεκόμασταν όρθιοι, του λέω, σοβαρά μιλάς, γιατρέ, εμένα λυπάσαι; Ξαφνιάστηκε, μα, μου λέει, φεύγεις έτσι μέσα στη νύχτα, σε κυνηγάνε θεοί και δαίμονες, σκοτώνουν, βασανίζουν, δεν έχεις σπίτι, οικογένεια, δεν έχεις όνομα… Τον κοίταξα. Έπρεπε να τον πληγώσω, δεν είχα άλλο δρόμο. Ήμουνα στριμωγμένος, αν αφηνόμουνα στην παραδοχή της λύπης, ήμουνα χαμένος, γιατί τα αντικειμενικά στοιχεία, όπως τα περιέγραψε ο γιατρός, ήτανε σωστά. Όμως είχα ανάγκη να υπερασπιστώ τη ζωή μου, την ουσία της, απέναντι και στον ίδιο τον εαυτό μου. Σοβαρά, του λέω, γιατρέ, εμένα λυπάσαι;

… Μη με λυπάσαι, σε παρακαλώ, εγώ θα είμαι πάντα με τις μειοψηφίες, έκθετος πάντα, ποτέ ένθετος. Δε θύμωσε, δεν μου είπε ότι λέω μαλακίες. Μ’ αγκάλιασε, μου είπε πως είμαστε περίεργοι άνθρωποι αλλά ωραίοι. Με φίλησε, μου έβαλε και δέκα χιλιάρικα στην τσέπη —μεγάλο ποσό για εκείνη την εποχή— και έφυγα. Το ξέρω πως είπα μεγάλα λόγια γιατί, παρ’ όλα αυτά, είμαι ένθετος, τοποθετημένος και ταξινομημένος σε άλλους μηχανισμούς, σε μιαν άλλη λογική, σε μιαν άλλη τάξη πραγμάτων. […]

Συντελεστές

Σκηνοθεσία: Σοφία Καραγιάννη
Δραματουργική επεξεργασία: Σοφία Καραγιάννη, Μυρτώ Αθανασοπούλου
Σκηνικά-Κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα
Μουσική: Μάνος Αντωνιάδης
Επιμέλεια κίνησης: Μαργαρίτα Τρίκκα
Φωτισμοί: Βασιλική Γώγου
Βοηθός σκηνοθέτη: Αθανασία Κυμπούρη
Φωτογραφίες: Χριστίνα Φυλακτοπούλου
Trailer: Στέφανος Κοσμίδης
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη
Παραγωγή: GAFF
Ερμηνεία: Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Κωνσταντίνος Πασσάς, Δημήτρης Μαμιός, Γιάννης Μάνθος

Το εμβληματικό έργο του Χρόνη Μίσσιου μετακομίζει στο Σύγχρονο θέατρο για να συνεχίσει για δεύτερη χρονιά τις παραστάσεις του.

Χρόνη Μίσσιου: «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» στο Θέατρο «Αυλαία» | | Κριτική Παύλος Λεμοντζής


 

170 τετραγωνικά (Moonwalk) | Κριτική

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε