Δαμιανός Κωνσταντινίδης (σκηνοθέτης παράστασης «ΜουγκαΦΟΝ-ΟΙ»)

Δαμιανός Κωνσταντινίδης (σκηνοθέτης παράστασης «ΜουγκαΦΟΝ-ΟΙ»)

Σκηνοθέτης, ηθοποιός και καθηγητής θεατρολογίας, σκηνοθεσίας και υποκριτικής σε διάφορες Δραματικές Σχολές αλλά και στο ΑΠΘ, έχει δημοσιεύσει άρθρα και μεταφράσεις σε διάφορα περιοδικά, ενώ σκηνοθετεί για δεύτερη φορά φέτος για την ομάδα «Θέατρο Έξω από τα Τείχη», μια βουβή παράσταση με τον ευφυή τίτλο «ΜΟΥΓΚΑΦΟΝ-ΟΙ». Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης έδωσε συνέντευξη στην Νατάσα Χολιβάτου και το περιοδικό CITY.


Έχετε σκηνοθετήσει παραστάσεις σε Ελλάδα και Γαλλία όπου και κάνατε τη διδακτορική σας διατριβή, είστε ηθοποιός, διδάσκετε σκηνοθεσία και υποκριτική στο Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ, και τώρα ανεβάζετε ένα έργο το σενάριο του οποίου είναι δικό σας. Ποιος είναι τελικά ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης για όσους δεν τον γνωρίζουν;
Κάποιος που όσο περνούν τα χρόνια, και ασχολούμενος με διαφορετικές πτυχές ενός επαγγέλματος που χαρακτηρίζεται, ως ένα πολύ μεγάλο βαθμό, από τη μεταμόρφωση και την αλλαγή, διαπιστώνει, με μια ελαφριά ειρωνεία, πως όχι μόνον το «εγώ» δεν είναι ενδεχομένως ένας «άλλος», όπως έλεγε ο Ρεμπώ, ή πολλοί «άλλοι», όπως πρέσβευε ο Βαλερύ, αλλά πως είναι σχεδόν αδύνατο να γίνει κάτι άλλο από αυτό που ήδη είναι, ενώ πολύ θα το ήθελε. Πέρα από αυτό το ανικανοποίητο, ή ως απόρροιά του, υπάρχει ένας άνθρωπος με τις πληγές του, με τις αδυναμίες του, τις καλοσύνες και τις κακίες του, με τα λάθη και τα πάθη του, με τη μοναξιά του, με τις συναναστροφές και τους έρωτές του, με το χαζολόγημά του ή το ευφυολόγημά του, με τις επιτυχίες και τις αποτυχίες του, άλλοτε ιδιαίτερα αυστηρός, άλλοτε ανεπίτρεπτα χαλαρός, αρκετά ιδιόρρυθμος αλλά και φρικτά κοινότοπος… Κάποιος που έχει φύγει και κάποιος που έχει γυρίσει… Κάποιος ο οποίος πού και πού ακόμη ονειρεύεται…


Τι ακριβώς να περιμένουμε να δούμε στην παράσταση «ΜΟΥΓΚΑΦΟΝ-ΟΙ»;
Ποια είναι με λίγα λόγια η ιστορία; Πώς να κλείσω μέσα σε λίγα λόγια όλη αυτή την τρέλα που είναι οι «Μουγκαφόν-οι»; Ας πω ότι ξεκινάει στην Αφρική και στην Αφρική καταλήγει, ή μάλλον καταλήγει κάπου στο διάστημα μέσω Αφρικής. Στο ενδιάμεσο, υπάρχουν σκηνές που διαδραματίζονται στο Παρίσι, σ’ ένα μπορντέλο, κατόπιν κάπου αλλού, σε μια άλλη πόλη, στην Ευρώπη ή στην Αμερική, αδιευκρίνιστο, σε μία βίλα, σε μια τράπεζα, σ’ ένα τραίνο, σε μία λίμνη, σ’ ένα δάσος. Γίνονται φόνοι, υπάρχουν πτώματα που δεν ξέρουν πού να κρυφτούν, υπάρχουν φαντάσματα που ζητούν εκδίκηση, υπάρχουν ιδιοκτήτες που ζητούν επιμόνως τα καθυστερημένα νοίκια και νοικάρηδες που δεν έχουν να τα πληρώσουν, θείες που ψάχνουν τους ανηψιούς τους για να τους αφήσουν την υπόπτως αποκτηθείσα περιουσία τους, ραδιούργες γυναίκες που απατούν τους άντρες τους και ετοιμάζουν επικίνδυνα κοκτέιλ, ταμίες τραπέζης που κλέβουν την τράπεζά τους και τραπεζίτες που βρίσκουν περίεργα ελλείμματα στους λογαριασμούς τους, παρθένες που θέλουν να παραμείνουν παρθένες και νταβραντισμένοι ημιάγριοι που τις κυνηγούν ανά την υφήλιο, καλά παιδιά που ερωτεύονται πόρνες χωρίς ανταπόδοση, σκηνοθέτες που ψάχνουν χρήματα για να γυρίσουν τις ταινίες τους, εγκληματίες που προσπαθούν να το σκάσουν, κλασικά δηλαδή πράγματα εντελώς και εντελώς διαχρονικά.


Πρόκειται για μια κωμωδία χωρίς λόγια που βασίζεται στις τεχνικές του βωβού κινηματογράφου. Πώς ακριβώς αποφασίσατε να ανεβάσετε ένα βουβό έργο;
Μετά τον «Χερ Κόλπερτ» που σκηνοθέτησα πέρυσι για την ομάδα «Έξω από τα Τείχη», θέλαμε να συνεχιστεί η συνεργασία μας και αναζητούσαμε μια κωμωδία ανάλογης ποιότητας. Βρήκαμε κάποια κείμενα που κίνησαν το ενδιαφέρον μας και που σίγουρα θα μας απασχολήσουν στο μέλλον, αλλά θα πρέπει πρώτα να μεταφραστούν κι αυτό απαιτεί κάποιο χρόνο. Χρειαζόμασταν κάτι άμεσα, για το καλοκαίρι, κάτι που να μπορεί να ανέβει σε ανοιχτούς χώρους και στο οποίο να πάρουν μέρος όλοι οι ηθοποιοί της ομάδας. Αρχίσαμε λοιπόν να το κουβεντιάζουμε μεταξύ μας, και κάποια στιγμή έπεσε αυτή η ιδέα στο τραπέζι, (γιατί σε τραπέζι ήμασταν), την βρήκαμε ελκυστική, πάνω απ’ όλα γιατί μας επέτρεπε να εξερευνήσουμε τεχνικές που δεν κατείχαμε, κι είπαμε να το ρισκάρουμε. Για μένα κυρίως το στοίχημα είναι μεγάλο, μια που έχω τη φήμη ενός σκηνοθέτη που ασχολείται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα με ένα θέατρο λόγου.


Πώς ακριβώς εμπνευστήκατε το σενάριο της παράστασης; Από ποια ή ποιες αφορμές προέκυψε η συγγραφή του; Γράψατε κανονικά θεατρικές σκηνές ή απλώς σκηνικές οδηγίες που να καθοδηγούν τη δράση;
Είχα έναν πυρήνα ιστορίας, μια σκηνή για την ακρίβεια, που είχα σκαρφιστεί πριν χρόνια και που την έδινα σαν άσκηση στους μαθητές μου στην υποκριτική, όπου υπήρχαν ήδη όλα τα βασικά πρόσωπα και οι μεταξύ τους σχέσεις.  Γύρω από αυτή την πρώτη σκηνή, έφτιαξα και κάποιες άλλες, αλλά οι περισσότερες προέκυψαν κατά τη διάρκεια των προβών, δουλεύοντας με τους ηθοποιούς, δοκιμάζοντας τις ιδέες κατ’ ευθείαν στην πράξη, κρατώντας όσες απ’ αυτές λειτουργούσαν κι απορρίπτοντας τις άλλες. Έτσι σιγά-σιγά μέσα από την πρόβα φτιάχτηκε το έργο.


Πρόκειται για μια παράσταση που βασίζεται στην τεχνική του μπουρλέσκ και στο σωματικό θέατρο. Μιλήστε μας λίγο γι’ αυτό και για το πώς εξελίσσεται η δράση επί σκηνής αφού δεν θα υπάρχει λόγος στην παράσταση.
Λόγος υπάρχει αλλά δεν ακούγεται. Όπως δεν ακουγόταν και στις ταινίες του βωβού. Και όπως κι εκεί, υπάρχουν κι εδώ οι λεγόμενες ταμπέλες που παρεμβαίνουν στη δράση είτε για να δώσουν στους θεατές πληροφορίες για τα πρόσωπα και την κατάσταση, είτε για να παραθέσουν κάποιους διαλόγους, και που μ’ αυτό τον τρόπο διευκολύνουν την παρακολούθηση του θεάματος. Οι ηθοποιοί παίζουν σαν να μπορούσαμε να τους ακούσουμε, δηλαδή συνομιλούν, έστω στοιχειωδώς, όπως συνομιλούσαν και στον βωβό. Και κινούνται και εκφράζονται κατά τρόπο ανάλογο. Με ανάλογες ταχύτητες (που ήταν στην πραγματικότητα αποτέλεσμα των τεχνικών δυνατοτήτων της εποχής), αλλά και με την διόγκωση, την καθαρότητα και την ακρίβεια της έκφρασης, της κίνησης, του συναισθήματος, που χαρακτήριζαν εκείνες τις ταινίες.


Θεματικά η παράσταση θίγει ζητήματα που αφορούν σε πρόσωπα και καταστάσεις της επικαιρότητας ή παραπέμπει σε παλιότερες εποχές;
Λόγω της τεχνικής του παιξίματος, της μουσικής και της αισθητικής που έχουμε επιλέξει, η παράστασή μας παραπέμπει εμφανώς στην εποχή που ανθούσε ο βωβός κινηματογράφος. Το περιεχόμενο, παρόλο που κυκλοφορούν στο έργο μας διάφοροι απατεώνες, τυχοδιώκτες, καταχραστές κλπ, δεν νομίζω να έχει σχέση με την επικαιρότητα, ούτε την αναπαριστά ούτε την σατιρίζει. Ελπίζω όμως η παράστασή μας να λειτουργήσει ως ένα -έστω μικρό- αντίδοτο στη μεγάλη κρίση που διανύουμε και να προκαλέσει άφθονο γέλιο στους θεατές.


Όσον αφορά τη μουσική της παράστασης… Ποιος είναι ο ρόλος της δεδομένου ότι πρόκειται για ένα βουβό έργο;
Πολύ σημαντικός. Χωρίς αυτήν δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Είναι ο ρυθμιστικός παράγοντας, είναι αυτό που ακούμε, είναι κατά κάποιο τρόπο ο λόγος στη θέση του λόγου που λείπει. Η μουσική δίνει τον ρυθμό πάνω στον οποίο πατούν οι ηθοποιοί για να κινηθούν και να εκφραστούν, και βέβαια υποδεικνύει τη διάθεση της σκηνής ή δημιουργεί την ατμόσφαιρά της.


Το είδος αυτό του θεατρικού δρωμένου που θα παρουσιάσετε επί σκηνής, αποτελεί μια γενικότερη τάση του σύγχρονου θεάτρου; Mιλήστε μας λίγο γι’ αυτό το είδος θεάτρου και για το τι ακριβώς περιλαμβάνει.
Το σύγχρονο θέατρο περιλαμβάνει πολλές και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους τάσεις και μια από αυτές είναι το αποκαλούμενο σωματικό θέατρο, όπου ο λόγος, αν δεν εκλείπει, περνά σε δεύτερη μοίρα, ενώ πριμοδοτείται εμφανώς η κίνηση ή, αν προτιμάτε, η εκφραστικότητα και η ενέργεια του σώματος. Στην  περίπτωσή μας, το είπα και πιο πάνω, η κίνηση θυμίζει εκείνη στις ταινίες του βωβού, δηλαδή πρόκειται για επιτάχυνση ή επιβράδυνση μιας σχετικά κανονικής κίνησης και οι ηθοποιοί οφείλουν

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε