Υπάρχει σέ όλων τή ζωή μιά κρίσιμη καμπή, εκεί στήν αυγή τής μέσης ηλικίας, μετά από τήν οποία συνετόν είναι νά μήν κυνηγά κανείς χίμαιρες, γιά νά μήν αρχίσουν νά τόν κυνηγάνε αυτές. Καί, επειδή οι θεοί όταν θέλουν νά τιμωρήσουν κάποιον απλώς εκπληρώνουν τίς προσευχές του, συνετό επίσης θά ήταν από μιά ηλικία καί μετά νά προσεύχεται κανείς τά εφικτά καί τά συμβατά μέ τή χοληστερίνη του.
Ο Γιάννης δέν θέλησε νά υπακούση στόν χρυσό αυτό κανόνα τού μέτρου πού πρέπει νά διέπη τή ζωή τού μεσήλικα μέχρι τήν κατάληξή του στά δύο μέτρα καί κάτι. Κι όχι ότι τόν είχαν πάρει τά χρόνια – στά πρώτα σαράντα είναι ακόμη, καί μιά χαρά : σχετικά αθλητικός (εντάξει, κι άν δέν είναι πιά ελληνικό άγαλμα, σίγουρα πάντως είναι κάπως σάν ρωμαϊκό αντίγραφο ελληνικού αγάλματος), ακόμα φρέσκος, μέ νεανικό χαμόγελο, ζεστό βλέμμα, μορφωμένος καί επαγγελματικά, ακόμη καί στήν περίοδο τών ισχνών αγελάδων, μάλλον κατωχυρωμένος.
Υπήρξε παντρεμένος, είναι πατέρας, έχει σχέσεις μέ τήν τέως γυναίκα καί τά παιδιά του ανεπίληπτες κατά τό οικογενειακό δίκαιο, καί, εν ολίγοις, ενσαρκώνει τόν κατά τόν σύγχρονο νεοέλληνα ποιητή Α.Κ. (αρκετά γνωστό γιά νά αναφέρουμε τό όνομά του παραθέτοντας τίς πιό πιπεράτες καί εξωποιητικές κρίσεις του περί ζωής) «ιδανικό γκόμενο» – εκείνον δηλαδή πού διαθέτει χρόνο καί χρήμα : σέ αντίθεση μέ τόν Α.Κ., πού θεωρεί τόν καλό γκόμενο σπάνιο είδος (αφού όσοι έχουν χρόνο συνήθως δέν έχουν χρήμα, καί όσοι έχουν χρήμα συνήθως δέν έχουν χρόνο), ο Γιάννης έχει κι απ’ τά δύο. Όταν σέ κάποιο μήτινγκ ο Γιάννης γνώρισε τή Σταυρούλα (τό έχει κάνει «Αύρα»), τήν ημέρα ακριβώς τής γιορτής της, είδε ξαφνικά τήν ούτως ή άλλως χρυσοτυλιγμένη του καθημερινότητα νά εξαχνώνεται σέ συννεφάκια σέ όλες τίς αποχρώσεις τού ουρανίου τόξου, μέχρι πού τελικά κατέληξε στό ρόζ – κι αμέσως συνειδητοποίησε ότι ήταν ερωτευμένος.
Η Αύρα, δικηγόρος άνευ χαρτοφυλακίου (γιά κάποιους λόγους μυστηριώδεις δέν θέλησε ποτέ νά πολυδουλέψη), καθαρομελάχροινη, όμορφη γυναίκα, τύπος περίπου Φανύ Αρντάν στά νιάτα της, φαινόταν συναισθηματικό τσουνάμι, κι από τό πρώτο κι όλας βράδυ τού ξηγήθηκε : τόν ήθελε «δικό της, κατάδικό της». Πολλοί λένε ότι ο έρωτας μάς κάνει νά πετάμε. Ο Γιάννης απλώς παραπάτησε. Θέλησε νά γίνη «κατάδικός της» – καί όντως έγινε κατάδικος.
Καθόσον η Αύρα ήθελε τό Γιάννη κάθε βράδυ μετά τά μεσάνυχτα «γιά ένα βραδυνό ποτό, μιά κουβέντα στό αυτοκίνητο» – όμως, γιά τά περαιτέρω, τίποτε, ούτε κάν προκαταρκτικά. Ο Γιάννης ζούσε γιά τή στιγμή πού θά τήν έπαιρνε στήν αγκαλιά του καί θά τής σφύριζε στό αυτί «είσαι δική μου, είμαι δικός σου κττ» – εκείνη όμως, απλώς ήθελε νά τόν γνωρίση στή μαμά της.
Ο Γιάννης ήθελε νά τής μιλάη στό κινητό, εκείνη όμως διαλογιζόταν – κι όταν ξύπναγε από τό διαλογισμό, ξανάπεφτε σέ κώμα, μέχρι νά έρθη τό βράδυ, νά ξυπνήση τό βαμπίρ μέσα της, καί νά ξανασυναντηθούν. Όταν ο Γιάννης ήθελε νά τή δή, η Αύρα ήταν «ιντισπόουζντ», κι όταν πάλι εκείνος είχε δουλειά, εκείνη τού τηλεφωνούσε καί τού παραπονιόταν ότι τήν παραμελεί. Μέρα μέ τήν ημέρα, ο έρωτας έγινε εμμονή, η εμμονή εξάρτηση.
Η Αύρα έκλεινε ραντεβού, ο Γιάννης ετοιμαζόταν καί πάνω πού πλησίστιος ετοιμαζόταν γιά άπαρση, εκείνη θυμόταν ξαφνικά τό φίλο της τό Χρήστο πού χώρισε καί είχε τήν ανάγκη της. Όταν ο Γιάννης τής μιλούσε περί ανέμων καί υδάτων, εκείνη θυμόταν «τήν ουσία τής σχέσης τους», όταν εκείνος τής μιλούσε γιά τόν έρωτά του, εκείνη τόν έλεγε εγωϊστή καί αδιάφορο γιά τά δικά της αισθήματα.
Οι φίλοι τού Γιάννη άρχισαν νά παρατηρούν τίς συμπαρομαρτούσες αλλαγές : τό τσιγάρο πού ξανάρχισε, τίς σακκούλες, μόνιμες πιά στά μάτια του, τούς ρεμβασμούς του στήν οθόνη τού κινητού ή τού κομπιούτερ, τήν καπνοσκόπηση (λές καί οι καπνοί ή η στάχτη τών τσιγάρων θά τού έδιναν κάποιον οιωνό). Στή δουλειά γινόταν όλο καί πιό αδιάφορος, μέ τά παιδιά του όλο καί πιό αφηρημένος.
Σέ μιά προσπάθεια νά τήν «ξεπεράση», τό’ ριξε στά μεταμεσονύκτια μπαράκια, μέ αμφίβολες παρέες, ποτό, λίγο μπάφο, καί συζητήσεις γιά «εκείνη» – πού τόν άφηνε γιά μετρημένες επτά ημέρες στήν ησυχία του, καί, πάνω πού ένοιωθε ότι τήν ξεπερνάει, τού ξανάστελνε μήνυμα, γιά ένα ακόμη βράδυ μέ κλινικές ασκήσεις επί χάρτου. Προχθές μάλιστα, εκείνη τού ζήτησε νά διαβάση τά μηνύματα τού κινητού του – κι αυτός, θέλοντας νά τήν κάνη νά ζηλέψη (έτσι νόμιζε, ο αφελής …), τής τό έδωσε. Εκείνη διάβασε μερικά μηνυματάκια γιά επιπόλαια ραντεβού, καί τόν φιλοδώρησε μέ λίγες φτιαχτές ψευτοζηλίτσες κι ακκισμούς πού τόν έκαναν νά αισθανθή ακόμη πιό φτυσμένος.
Ο Γιάννης καταρρέει μέρα μέ τή μέρα : η δουλειά του αρχίζει νά παραπαίη, η οικογένειά του νά αποξενώνεται, οι φίλοι του νά τόν απομονώνουν, ο ίδιος νά αισθάνεται κάπως σάν τόν Σίσυφο καί τόν Τάνταλο μαζί, ή σάν ιδανικός ήρωας τού Λεοπόλδου φόν Ζάχερ – Μάζοχ – ή κι άλλα χειρότερα.
Καί η Αύρα δηλώνει ότι τόν αγαπάει. «Η αγάπη είναι τυφλή, οπότε χρειάζεται η αφή» – εκείνη όμως, δέν τόν αφήνει νά τήν ακουμπήση, κι ούτε τόν διώχνει – μά τόν κρατάει μέ χιλιάδες αόρατα νήματα καί σήματα μετέωρο στό λίμπο τής επιθυμίας.
Leo
leonline11@gmail.com
Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε
Ακολουθείστε το Cityportal.gr στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι όλα τα τελευταία νέα
Cityportal.gr Live ενημέρωση: O κορωνοϊός λεπτό προς λεπτό στην Ελλάδα και παγκοσμίως