Οι γερμανικές διακοπές μου είναι η λαχταριστή ενιαύσια δροσερή ανάπαυλα στό θερμό ελληνικό καλοκαίρι – πού, χωρίς ένα διάλειμμα βροχής, υγρασίας καί κάτι σάν 19 βαθμούς Κελσίου έστω γιά ένα δεκαήμερο, δέν θά μπορούσα νά τό αντέξω. Πρόκειται γιά αυτοματισμό δεκαετιών, μέ τήν ευκαιρία μάλιστα τού οποίου συναντιόμαστε σέ κάποιο σημείο τής χώρας κάμποσοι φίλοι τής Κεντρικής Ευρώπης καί τού Νότου.
Έτσι λοιπόν καί φέτος, μεσούντος τού Αυγούστου, εν πλήρει εξαρτήσει, τέσσερα άτομα προσγειωθήκαμε στό εξαιρετικά οικείο μας αεροδρόμιο τού Μονάχου, πρώτο σταθμό μιάς διαδρομής πρός τά βουνά στά Αυστριακά σύνορα, επίσης παλαιόθεν γνώριμη.
Τό νά είσαι όμως έλληνας, καί νά κάνης διακοπές στήν Γερμανία ή τήν Αυστρία αυτές τίς μέρες, είναι περισσότερο μαζοχιστικό απ’ ό,τι φανταζόμουν ότι θά ήταν.
– Α γιά, ντί σάισγκρίχεν, άκουσα φευγαλέα κάποια φωνή στήν αναμονή τών αποσκευών (ο προσδιορισμός θά μπορούσε γιά λόγους ευπρεπείας νά αποδοθή σάν «εσχατοέλληνες»).
Ά, τί λάιτμοτίβ, ωραία, αρχίσαμε κι όλας, σκέφθηκα. Έ, φυσικό είναι, βρισκόμαστε σέ περίοδο επιφυλάξεων πρός αλλήλους. Ε, δέ βαριέσαι, πήραμε τίς αποσκευές μας, καί κατευθυνθήκαμε πρός τήν ενοικίαση αυτοκινήτων. Στό γκισέ, μία κυρία Βέσνα Κάτι-σέ-σκι, εμφανώς ήγουν (ως εκ τού ονόματος) εκ τής δημοκρατίας τής Μακεδονίας τών Σκορπίων (τό τονίζω, διότι, βλέποντας τήν πιστωτική μου κάρτα μέ τό ελληνικό μου όνομα, μού έρριξε μιά χαιρέκακη ματιά πού θύμισε επικίνδυνα τήν Γκλέν Γκλόουζ ως Κρουέλλα ντέ Βίλ).
– Υποθέτω ότι η κάρτα σας ισχύει, είπε σέ βαρειά γερμανικά η επίγονος τής Ολυμπιάδος.
– καί εγώ τό υποθέτω, τής απάντησα ευθαρσώς καί ασκαρδαμυκτί.
– ξέρετε νά οδηγείτε ; συνέχισε, περιεργαζόμενη τό δίπλωμά μου.
– όχι, αλλά θά μάθω οδηγώντας (τής απάντησα εγώ). «Διαβάτη, δρόμος δέν υπάρχει. Ο δρόμος ανοίγει περπατώντας» τής αποκρίθηκα, αλλά τό κουλτουριάρικο χιούμορ μου δέν φάνηκε νά τήν συγκινή ποσώς.
Τέλος πάντων, τό περάσαμε κι αυτό, αποκτήσαμε τέσσερις τροχούς, ικανούς νά μάς μεταφέρουν μέχρι μιά μπυραρία νά τσιμπήσουμε κάτι. Στήν πρώτη πού συναντήσαμε, οι τρισχαριτωμένες σερβιτόρες ήσαν ντυμένες μέ τήν κλασική Βαυαρική στολή, πού τόνιζε κάπως τά τυπικά χαρακτηριστικά τής περιοχής τους (πού συχνά, νά πώ τήν αλήθεια, μογγολοφέρνουν, αφού ο Ταμερλάνος πέρασε κι από δώ, αλλά, είπαμε, δέν συζητάμε τέτοια πράγματα). Η υπεύθυνος ενθουσιάσθηκε όταν άκουσε ότι είμαστε έλληνες – κι έστειλε αμέσως τόν ιδιοκτήτη στό τραπέζι, γιά ένα φέης κοντρόλ.
– καί πώς μιλάτε γερμανικά ; τά μάθατε προφανώς εδώ, έ ;
– άν εννοείτε μήπως είμαι γκάσταρμπάϊτερ, θά σάς λυπήσω. Τά έμαθα εντελώς τελείως στήν Ελλάδα.
– Προβλήματα έχει ο κόσμος παντού, σχολίασε ο οικοδεσπότης μας, καί, στή δική μας ερώτηση άν, ανεξαρτήτως τού κόσμου καί τών προβλημάτων του, τό μαγαζί τυγχάνει νά έχη κάτι γιά φαγητό, έσπευσε νά μάς φέρη τό μενού.
– θά πληρώσετε μετρητά, ή μέ κάρτα ; ρώτησε μέ ευγένεια ο κάπελας.
– τί προτιμάτε ;
– εξαρτάται, θά πληρώσετε σέ ευρώ ;
– είναι μιά πιθανότης, αλλά μάς βρίσκονται καί κρουσάδος μπραζιλέιρος από τό 1989, άν ενδιαφέρεσθε. Ό,τι σάς εξυπηρετεί, τέλος πάντων.
Συνετά ο άνθρωπος προτίμησε τά ευρώ, κι εμείς εξακολουθήσαμε τή διαδρομή μας γιά τά βουνά καί τούς οικοδεσπότες μας στήν όμορφη πανσιόν στό τελευταίο χωριό πρίν τήν Αυστρία.
Καί καλά, ο Βόλφγκανγκ καί η Μπριγκίτε είναι μιά χαρά παιδιά, μιλάμε συχνά στό τηλέφωνο ή στό σκάυπ, ξέρουν τά προβλήματα τής Ελλάδος, ενημερώνονται καί κάπως ώστε νά μήν παραμένουν εντελώς Βλάχοι στή βουκολική αυτή γωνιά τής γής. Έλα όμως πού πέσαμε πάνω στό θείο Άρμιν, δόξα τού Γερμανικού στρατού καί καμάρι τού χωριού του, έναν μίνι-Μπίσμαρκ στά ενενήντα του !
– Αχά ! Έλληνες ! Μιά ζωή τό άρμες Ντώυτσλαντ σάς πληρώνει !
– θείε, πρός τό παρόν οι συγκεκριμμένοι έλληνες πληρώνουν εμάς τούς γερμανούς, προσπάθησε νά τόν κατευνάση η Μπριγκίτε – αλλά ματαίως.
– Ναί, αλλά μέ δικά μας λεφτά, ΜΕ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΛΕΦΤΑ, φερστέεστ ντού? Επέμενε ο θείος πού επιμένει νά ζή (η ορθογραφία τών δύο τελευταίων συλλαβών, στή διακριτική σας ευχέρεια), εν ώ η Μπριγκίτε καί ο Βόλφι προσπαθούσαν μέ νοήματα καί κλεισίματα ματιού νά μού δώσουν νά καταλάβω ότι ο θείος Άρμιν τά είχε λίγο φλού τά μυαλά του.
– γιατί είσθε εδώ, γιατί κάνετε διακοπές ; επέμεινε.
– μάς απέλυσε η φάμπρικα κι ήρθαμε νά ξαλεγράρουμε, πήγα νά τού απαντήσω, αλλά κρατήθηκα, καί τού εξήγησα ότι συνήθως τόν Αύγουστο πηγαίνει κανείς ΚΑΙ διακοπές.
Μέ τά πολλά, ο θείος επείσθη νά μάς ανεχθή τέλος πάντων, όσο κι άν μουρμούριζε μέσα από ό,τι διέθετε σέ φυσικά δόντια βλέποντάς μας τά πρωϊνά πού καθόταν στήν είσοδο τής πανσιόν πρίν εμείς ξεκινήσουμε τίς εκδρομές μας.
Η αδιαμφισβήτητη πάντως ελληνικότης μας, ξεσήκωνε όλο καί πιό έντονα πάθη : «Εσύ έλλινα, εγκό βούλγκαρο», μού είπε μέ τή χαρακτηριστική ευγλωττία τού «μί τάρζαν, γιού τζέιν» ένας χοντρός μανάβης, κουνώντας μέ κατανόηση τό κεφάλι του, καί προσθέτοντας ένα «Μπαλκάν». Ανωτέροι κατωτέροι, γίναμε ένα εδώ μέσα .
Στό Κούφστάιν, τήν παρ εξελάνς πρωτεύουσα τής βαυαρικής βλαχιάς (πού σήμερα διακοσμεί ατυχώς τήν Αυστρία), ένας κακοήθης ιθαγενής είχε τήν φαεινή ιδέα νά ζητήση εκ τών προτέρων πιστωτική κάρτα, πρίν μάς σερβίρη ένα άθλιο γεύμα πού είχε περισσέψει από πάρτυ ασυντονίστων μικροκυμάτων, φέρνοντάς μας σχεδόν στόν πειρασμό νά τού εξηγήσουμε τή μεταφορική έννοια τής ελληνικής «Κουφ-άλας». Κάποιος εξ ίσου καχύποπτος, θεώρησε ότι τά ελληνικά πού δέν ήξερε ίσως συγγενεύουν μέ τά ιταλικά πού ψέλλιζε στούς πιθανώς κλεφταράδες ιταλούς πελάτες του : «κόντι κιάρι, αμίτσι κάρι» επιχειρηματολόγησε – «τό μυαλό σου πιτσικάρει», ανταπαντήσαμε, καί τήν κατάπιαμε κι αυτή τήν πίκρα.
Πόσες όμως πίκρες νά καταπιής ! Πλάκα – ξεπλάκα, μάς πήρανε χαμπάρι, καί ο λύκος τών δρυμών έχει ξυπνήσει μέσα τους. Τού χρόνου, σκεπτόμουνα Βάδη – Βυττεμβέργη. Θά τό επιχειρήσω, κι ελπίζω ειλικρινά νά καταλήξω εκεί, κι όχι σέ καμμιά κατασκήνωση !
Leo
(leonline11@gmail.com)
Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε
Ακολουθείστε το Cityportal.gr στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι όλα τα τελευταία νέα
Cityportal.gr Live ενημέρωση: O κορωνοϊός λεπτό προς λεπτό στην Ελλάδα και παγκοσμίως