Εκατό χρόνια Μοναξιά: Ο κόσμος ως κάτοπτρο λήθης και αντικατοπτρισμός νοσταλγίας

Το Μακόντο και η Γενεαλογία των Μπουενδία

Κοιτάζοντας το παρελθόν μιας μεγάλης οικογένειας, ενός χωριού και μιας ολόκληρης χώρας-Ηπείρου. Σκαλίζοντας στο φως της νοσταλγίας τα χνάρια της μνήμης, της Ιστορίας, της μοναξιάς, της λήθης. Συνδέοντας τα νήματα των διαδρομών της πολιτικής και του πάθους των αισθημάτων. Διαβάζοντας τις αταβιστικές ακαταδεξίες και τα πείσματα στον κλοιό της αδράνειας, της αμεριμνησίας, της αμνησίας. Αποκρυπτογραφώντας τα όρια του πεπρωμένου θαύματος, της αρχής και του τέλους του κόσμου στον αέναο κύκλο του χρόνου. Διερευνώντας τα σύνορα της πραγματικής ζωής και της λογοτεχνικής επινόησης στην τέχνη της γραφής του μυθιστορήματος.

Όλα εγγράφονται στον κύκλο του χρόνου που έγινε παρελθόν και παρόν μιας διευρυμένης στιγμής και μέλλεται να υπάρξει στον αιώνα τον άπαντα, αντικατοπτρισμός και ιριδισμός πάθους και λήθης.

Όλα καταγράφονται στον ρυθμό της ακμής και της πτώσης γενεών, αρχηγών, οικογενειών, συζύγων και παλλακίδων, νόμιμων και νόθων τέκνων, περιπλανώμενων ανθρώπων, μελών ενός ετερόκλητου κοινωνικού συνόλου, φασματικές σκιές ενός ανώνυμου πλήθους ζωντανών και νεκρών.

Όλα περιγράφονται στις πραγματικές και φανταστικές τους διαστάσεις. Όνειρα, φόβοι, προσδοκίες, πείσματα, ματαιώσεις, τρέλες, εμμονές, παραδοχές, ψευδαισθήσεις, απόπειρες, βεβαιότητες, παρατολμίες, οραματισμοί, προκαταλήψεις, διακρίσεις, κατακλυσμοί και καταιγίδες, ευτυχία και δυστυχία, αγώνας και εγκατάλειψη, ζωή και θάνατος.

Ο κυκλικός αιώνιος χρόνος καταπίνει τα πάντα σε μυθολογικούς-προπατορικούς κατακλυσμούς που καταποντίζουν γενεές και επιγόνους, αποδέκτες μιας αρχαίας κληρονομιάς. Όλα έγιναν και μέλλεται να επαναληφθούν στον αιώνα τον άπαντα. Όλα συμβαίνουν σε ένα διαρκές παρόν που καίει και αχνίζει αισθήματα και πάθη, στην εκατόχρονη μοναξιά των αιώνων.

Το βιβλίο είναι ένα αφηγηματικό έπος γραμμένο με την εμπειρία ή την υποψία των γηρατειών, την παρατήρηση της φθοράς, την αίσθηση της μοναχικότητας και την σιωπή της απομόνωσης του ατόμου μέσα σε έναν πολύβουο κόσμο που αλλάζει ταχύτατα, παρασύροντας στο πέρασμά του τα ράκη και τα κουρέλια του παρελθόντος. Έναν κόσμο που υπήρξε και ήταν ζωντανός στην φαντασία των ανθρώπων, ζωηρός, ανυπότακτος και πεισματικά ιδιόμορφος, στον καθρέφτη του ματαιόδοξου αντικατοπτρισμού και της βεβαιωμένης συντέλειας των πάντων.

Ο συγγραφέας διαπλέκει αριστοτεχνικά το παρελθόν με το παρόν, επιλέγοντας ονόματα της δικής του γενεαλογίας και του τόπου του, για να ορίσει την ονοματοθεσία των ηρώων και των περιοχών, των αντικειμένων, των καταστάσεων και των ιστορικών γεγονότων που περιγράφει.

Στην αφήγηση ενσωματώνονται και πραγματικά πρόσωπα, φίλοι του συγγραφέα, λογοτέχνες-ποιητές-καλλιτέχνες, μέλη της οικογένειάς του, αλλά και ο ίδιος, ως μέλος της ομάδας των φίλων δημοσιογράφων-συγγραφέων, δίνοντας στο μυθιστόρημα απίθανες και απρόσμενες διαστάσεις.

Τα πρόσωπα αυτά, υπαρκτά και με διάφορες ιδιότητες, μπλέκονται στην υφή του μυθιστορήματος, συναντώνται με τους λογοτεχνικούς ήρωες, συνομιλώντας μαζί τους σε μια ενδιαφέρουσα σύζευξη της πραγματικότητας και της τέχνης της λογοτεχνίας, ο Αουρελιάνο μαθαίνει τα νέα του Γκαμπριέλ μέσω της κόρης του φαρμακοποιού, της Μερσέδες, σελ.475 ή ο Γκαμπριέλ, δέχεται την βοήθεια του λογοτεχνικού ήρωα Αουρελιάνο, προκειμένου να πάρει μέρος σε λογοτεχνικό διαγωνισμό με έπαθλο ένα ταξίδι στην πόλη του φωτός, σελ.471.

Οι λογοτεχνικοί ήρωες είναι τόσο υπαρκτοί που βλέπουν τα πραγματικά πρόσωπα, όπως ο Αουρελιάνο Μπαμπιλόνια φαντάζεται τον Γκαμπριέλ να γράφει όλη νύχτα τα μυθιστορήματά του σε μια σοφίτα του Παρισιού, ξεγελώντας την πείνα του, σε ένα δωμάτιο όπου πεθαίνει κάποιος ήρωας ενός μυθιστορήματος άλλου συγγραφέα, συνδέοντας μυστικά το γαϊτάνι της λογοτεχνίας και τις συνομιλίες- επιρροές βιβλίων και συγγραφέων.σελ.475. Διακριτά είναι κάποια θέματα της ύλης επόμενων βιβλίων ή αναφορές προγενέστερων θεμάτων που απασχόλησαν τον συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

Σχολιάζεται μία πραγματικότητα ενός κόσμου νωθρού αλλά και ζωηρού που παθιάζεται με την γοητεία των ξένων και τις ψεύτικες λάμψεις των μπιχλιμπιδιών, που παρακολουθεί τις εξελίξεις με καθυστέρηση, πολεμάει για ιδέες ξεπερασμένες ή από κούραση και συνήθεια, αλλά ταυτόχρονα αγωνίζεται υπερασπιστικά για ελευθερία, για καλύτερες συνθήκες και δυσπιστεί στις αποφάσεις και διαταγές της κεντρικής εξουσίας, κοροϊδεύοντας και ασκώντας κριτική σε διάφορα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα.

Ο κοινωνικός χώρος περιλαμβάνει ένα μωσαϊκό φυλών και τάξεων, ομάδες ιθαγενών, ντόπιων και ξένων, επαρχιωτών, χωρικών και πρωτευουσιάνων και ένα ευρύ φάσμα επαγγελματιών, τύπους αξιωματούχων και ηγετών της κεντρικής διοίκησης και της τοπικής εξουσίας.

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το σχήμα των αντικατοπτρισμών και των ειδώλων, της μεταμόρφωσης και της αλληγορίας, των δεισιδαιμονιών, ιδωμένων στον ρεαλισμό των συνθηκών της καθημερινότητας της ζωής των κατοίκων ενός χωριού που το ονόμασε Μακόντο και ενός σπιτιού, αυτό του οίκου των Μπουενδία, ιδωμένου στην χρονική συγκυρία επτά γενεών. Χρησιμοποιεί την βιβλική εικόνα του κατακλυσμού και της παρακμής, των γλωσσικών κωδίκων και των εργαλείων και κλειδιών της φαντασίας στην αποκρυπτογράφηση των περγαμηνών του περιπλανώμενου Μελκίαδες, αρχηγού της φυλής των τσιγγάνων και φίλου του πατριάρχη της οικογένειας, του Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία.

Οι ιδιοτροπίες της φυλής των Μπουενδία η πεισματική και εμμονική προσήλωση σε νέες ιδέες ή σε οπισθοδρομικές καταστάσεις, η άρνηση των καλών τρόπων και η αδηφάγα δύναμη των ζωτικών ενστίκτων, η αμφισβήτηση της εξουσίας, οι συναισθηματισμοί, οι υπερβολές, συμπυκνώνονται σε χαρακτηριστικές επαναλαμβανόμενες συνήθειες των μελών της οικογένειας, όπως η ενασχόληση με την αργυροχοΐα, στα χρόνια της απομόνωσης, για τον συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία, που κατασκευάζει τα 25 χρυσά ψαράκια και τα καταστρέφει αρχίζοντας πάλι από την αρχή, η ακατάβλητη προσπάθεια της Ούρσουλα και το εμπορικό της δαιμόνιο να στήσει μια επιχείρηση με καραμελωμένα ζωάκια, οι τρελές παρορμήσεις του Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, η ακαταδεξία της Αμαράντα και οι αρνήσεις στις προτάσεις των εραστών που την πολιορκούν, η εκτυφλωτική ομορφιά και η αθωότητα της ωραίας Ρεμέδιος, η άκαμπτη ηθική κι ο καθωσπρεπισμός της Φερνάντα, οι προσπάθειες των διδύμων, Χοσέ Αρκάδιο β και Αουρελιάνο β, να αλλάζουν συμπεριφορές, προσωπεία και ταυτότητες, ο Αουρελιάνο και η Αμαράντα Ούρσουλα, στον παράφορο έρωτά τους στα χρόνια της παρακμής, με στοιχεία από όλους τους χαρακτήρες της γενιάς τους.

Αλλά και τα άλλα πρόσωπα φέρουν τα σημάδια της μοίρας τους, καθρεφτισμένα στις χαρακτηρολογικές εικόνες τους, όπως η Πιλάρ Τερνέρα, η Πέτρα Κότες στην αχαλίνωτη κλίση και ικανότητα στον έρωτα, η υπομονετική Σάντα Σοφία, η σοφία του Καταλάνου βιβλιοπώλη, οι χοροί και τα μαθήματα μουσικής του Πιέτρο Κρέσπι, οι Αμερικανοί της εταιρίας της μπανάνας, οι ιερείς, οι δάσκαλοι, οι δικηγόροι, το πλήθος των εργατών που γίνονται στόχος της καταστολής και πυροβολούνται εν ψυχρώ στην διαμαρτυρία μιας διαδήλωσης κατά της εταιρίας, κατοχυρωμένη ψηφίδα Ιστορικής μνήμης στην μαρτυρία ενός παιδιού που παρακολουθεί τα γεγονότα στους ώμους του Χοσέ Αρκάδιο β.

Μέσα στην αδρεναλίνη της της πολιτικής αναταραχής, η Ιστορία ξαναγράφεται ακυρώνοντας την ενέργεια οραμάτων και αγνών προθέσεων, των ουτοπιών των πολιτικών αγώνων, οδηγώντας σε ένα συνονθύλευμα απάτης, νοθείας, ακύρωσης, διαγραφής γεγονότων.


Στο μυθιστόρημα εκφράζεται με έναν γήινο τρόπο το έκδηλο σαρκαστικό χιούμορ για την εξουσία και των καθωσπρεπισμό των καλών τρόπων.


Υπάρχουν αναφορές σε σωματικές λειτουργίες και η πρόταξη της αδιαφορίας για τους ηθικούς κανόνες. Ζωώδη ένστικτα, αχαλίνωτα πάθη, αιμομικτικές τάσεις, συμμετοχή στα κοινά και απομόνωση, γλέντια και σπατάλη αγαθών και αισθημάτων, αποτελούν μια βάση καταγραφής της υπερβολής και των λαθών που σημάδεψαν τις συνθήκες ζωής των κατοίκων του χωριού. Όλα όσα οδήγησαν στην παρακμή και μοιραία στην πτώση και στον αφανισμό, με την συνδρομή της κεντρικής διοίκησης, των οργάνων εξουσίας και της γραφειοκρατίας, των αποικιοκρατών και των ξένων εκμεταλλευτών της εταιρίας της μπανάνας, καταγράφονται ρεαλιστικά με εικόνες που επανέρχονται σε καίριες διασυνδέσεις και επισημάνσεις.

Η πολιτική, η διαφθορά, οι πόλεμοι, τα αντίπαλα στρατόπεδα, οι συνθήκες, η βία, οι εκτελέσεις, οι εξαφανίσεις, οι φήμες, απεργίες, νοθείες, τα διατάγματα, οι επεμβάσεις της κεντρικής εξουσίας και οι εντολές, οι αντιδράσεις, συνδέονται με τα νήματα φανταστικών ιστοριών από την εποχή της αποικιοκρατίας, με το μπέρδεμα των αυτόχθονων ντόπιων, Ιθαγενών, με τις ορδές των ξένων, Ισπανών κατακτητών, Ευρωπαίων τυχοδιωκτών, με τους εκπροσώπους τις Εταιρίας της μπανάνας, τους ανέστιους και τους περιπλανώμενους.

Το φυσικό τοπίο και η ίδρυση ενός χωριού, οι απόπειρες επικοινωνίας με τον πολιτισμένο κόσμο, η εισροή ενός πλήθους τυχάρπαστων και αδίστακτων εκμεταλλευτών, η φυγή των ντόπιων σε άλλα μέρη για σπουδές ή ταξίδια, η επιστροφή και η αναπόληση του παρελθόντος, αποκτούν απτότητα χάρη στην περιγραφή των μεταβολών του τοπίου και του σπιτιού των Μπουενδία, αλλά και των ανθρώπων που διαρκώς έρχονται, φεύγουν ή επιστρέφουν, με τα παράσημα των νικημένων ή τις δάφνες της αλοζονείας των νικητών και τις διαψεύσεις που οδηγούν στην αποξένωση και στην τρέλα του αφανισμού. Το χωριό αλλάζει και οι άνθρωποι επιμένουν να θυμούνται ή ξεχνούν ή προσπαθούν να θυμηθούν τις λέξεις και τα πράγματα και δεν βρίσκουν τα λόγια.

Περιγράφεται ένας κόσμος διαισθητικός και καινούργιος -κατά το νέος κόσμος των ανακαλύψεων-, όπου πολλά πράγματα δεν έχουν όνομα και απλώς έπρεπε να τα δείξει κανείς με το δάχτυλο. Η περίοδος της αμνησίας, καταγράφεται στον συμβολισμό χρήσης του κώδικα της γραφής για να κατοχυρωθεί η διατήρηση της μνήμης των ονομάτων και των εννοιών και να διαιωνιστεί η λήθη των πραγμάτων και της πραγματικότητας.

Εφευρέσεις και ανακαλύψεις παρουσιάζονται σαν πυροτεχνήματα που προκαλούν αντιδράσεις, θαυμασμό και συγκίνηση, παρότρυνση εφαρμογής, υιοθέτησης με οποιοδήποτε τίμημα, και πειραματισμού σε επίμονες ασχολίες που οδηγούν στην απομόνωση του ατόμου λόγω πικρίας, διάψευσης και παλιών πεισμάτων που αντιστέκονται στην υποταγή και στην παράδοση.

Οράματα, προαισθήματα, υπερφυσικές δυνάμεις, χαρίσματα και ελαττώματα, συμπεριφορές και συνήθειες, γίνονται ένα πολύχρωμο κουβάρι- μίτος ενός αρχέγονου μύθου και ιστορία εγγεγραμμένη στα πολιτισμικά γονίδια ενός αρχετυπικού-πρωτόγονου κόσμου που δεν έχει εξημερωθεί ακόμη.

Ενός κόσμου αθώου που παθιάζεται με τις επιστημονικές ανακαλύψεις και εφευρέσεις των περιπλανώμενων τσιγγάνων, υποκύπτοντας στην γοητεία των γιορτών του καρναβαλιού, παίρνοντας μέρος στην στέψη των βασιλισσών της χρονιάς, μπαίνοντας στην πομπή, στην φασαρία του πολύχρωμου τσίρκου, με τα χαρτάκια της τύχης, τα μαγικά κόλπα, τις επιδείξεις των παράδοξων φαινομένων, μετέχοντας στην εμπειρία γνώσης (αγγίζοντας τον πάγο που ιριδίζει σαν διαμάντι στο φως, τοποθετημένος στο κέντρο στο άνοιγμα μιας σκηνής, κοιτάζοντας μέσα από τον φακό ενός τηλεσκόπιου τον κόσμο, πληρώνοντας τα δύο σεντάβος για την ακέφαλη γυναίκα ή παρατηρώντας τις πλάκες των μαγνητών, βλέποντας τα ιπτάμενα χαλιά, τις τεχνητές οδοντοστοιχίες, τους φακούς να καίνε χαρτιά συλλέγοντας την ηλιακή ακτινοβολία, τα όργανα της μουσικής, το κίτρινο τρένο, τον φωνόγραφο, το τηλέφωνο, τις κινηματογραφικές ταινίες, τους ηλεκτρικούς λαμπτήρες, κά), συμμετέχοντας στο ποτάμι μιας ευτυχίας απατηλής, πρόσκαιρης, αλλά ελκυστικής που τους συναρπάζει στους ανέφελους καιρούς. Έτσι οι τσιγγάνοι γίνονται το μέσον και οι διαμεσολαβητές σύνδεσης της απομονωμένης περιοχής με τον κόσμο και τα θαύματά του.

Πόλεις χώρες, χάρτες, γεωγραφίες, τοπόσημα, στυλ, ποταμοί, θάλασσες, ναυάγια, μακρινοί τόποι, (Αιγαίο πέλαγος, Άμστερνταμ, Παρίσι, Ρώμη, Βενετία, Φλωρεντία, Αλαμπάμα, Βρυξέλες κά), παρατίθενται στην γεωγραφία του τόπου και των ανθρώπων, συνδέοντας τα βήματα επικοινωνίας με τον υπόλοιπο κόσμο και πλέκοντας παράλληλα έναν ανθεκτικό ιστό αράχνης, ορίζοντας την απομάκρυνση των ντόπιων από κάθε τι καινούργιο που συντελεί στην πρόοδο και την εξέλιξη των ανθρώπων τόσο του κέντρου, όσο και της περιφέρειας.

Σχολιάζονται με θαυμασμό, δέος, ή και περιφρόνηση ιδέες, εικοτολογίες, προοιωνισμοί, ανακαλύψεις, εφευρέσεις και δοκιμάζονται τρόποι εφαρμογής κάποιων από αυτές, στην σύλληψη τρελών σχεδίων προκειμένου να ενταχθούν ως λύσεις στην καθημερινότητα της εποχής. (Ηλιακός πόλεμος, αναζήτηση της Λυδίας λίθου, δίοδος στην θάλασσα, μηχανή της μνήμης, χρήση των μαγνητών για αναζήτηση χρυσού, χαρτογράφηση περιοχών της ζούγκλας κλπ),

Οι πόνοι των γηρατειών, το χιούμορ και η ελευθερία της ωριμότητας, η αναπόληση της αμεριμνησίας της νιότης, της εποχής της ακμής, οι φόβοι της νύχτας και οι σκιές των νεκρών, τα γυάλινα μάτια των αγίων, το φως και η αιώνια αρχή των πραγμάτων, εκτίθενται στην απερισκεψία των στιγμών, στην μέθη μιας γιορτής, στην πάλη του έρωτα και του θανάτου, στην αργή και βασανιστική ωρίμανση του έρωτα και της μοναξιάς που τον ακολουθεί σαν κηλίδα λήθης και επώδυνη ανάμνηση.

Η έξαψη των αισθημάτων, οι εκλάμψεις μιας στιγμής, ο εγκλεισμός και η είσοδος-έξοδος σε έναν άγνωστο κόσμο, η αναζήτηση της ρίζας και της καταγωγής, η σημασία των ονομάτων που σταθερά επαναλαμβάνονται, η ονοματοθεσία των δρόμων και οι επεξηγήσεις, οι δικαιολογίες, όλα γυρίζουν σε μια χοάνη και βράζουν σε ένα καζάνι εκρηκτικών υλών όπου κυριαρχεί η μοναξιά και ο φόβος, οι πολλαπλές εκδοχές της νοσταλγίας και ο έρωτας, ο θάνατος και η ερήμωση. Η αφήγηση διακόπτεται σε σημαντικές στιγμές, αλλάζοντας την ροή των γεγονότων και τους χρόνους της επιτέλεσής τους σε απρόβλεπτους συνδυασμούς, προοικονομίας, προαναγγελιών, αναμνήσεων, σχηματοποιώντας την πύκνωση, σαν να συμβαίνουν ταυτοχρόνως παρόντα, παρελθόντα και μελλούμενα συμβάντα.

Περιγράφονται ρούχα, φαγητά, θέματα της επικαιρότητας, ιατρικές μέθοδοι και θεραπείες, οι κηδείες και οι πομπές, τα πένθιμα στεφάνια, οι παλιοί δρόμοι με τις σκονισμένες αμυγδαλιές, το νεκροταφείο κι ο χώρος των εκτελέσεων, οι συνοικίες των Αράβων εμπόρων, τα σπίτια του πληρωμένου έρωτα, το σπίτι των Μπουενδία, οι αίθουσες χορού, το μπαρ του Καταρίνο, τα στοιχήματα, οι κοκορομαχίες, οι διαγωνισμοί φαγητού, οι λαχνοί της λοταρίας, οι επιδημίες, η καραντίνα, η έλξη των προφητειών και της αλχημείας, οι λειτουργίες, τα κηρύγματα, τα θαύματα, η έκπληξη του τηλεφώνου και η απογοήτευση του γραμμοφώνου, διάφορα είδη μουσικής- μουσικών οργάνων, ασχολίες όπως το κέντημα και το ράψιμο, παιχνίδια όπως το σκάκι, η κινέζικη ντάμα, τύποι χρημάτων, επιστημονικοί κλάδοι, επαγγέλματα, κατακτήσεις κλπ.

Επαναλήψεις και μοτίβα. Οι γενιές πατούν στα ίδια χνάρια και επαναλαμβάνουν λάθη, ιδωμένα σε διαφορετικά πρίσματα και φίλτρα αλήθειας. Ακουμπούν πάνω στις ίδιες διαπιστώσεις σχετικά με τον χρόνο και την φθορά, τις θεωρίες, τους χαρακτηρισμούς για την κρίση της εποχής. Επιδίδονται στις ίδιες ενασχολήσεις, κάποιες ιδωμένες λοξά, στην ματαιότητά τους, όπως η ανάγνωση των περγαμηνών και η επανάληψη της δημιουργίας και καταστροφής των χρυσών ψαριών στο εργαστήριο της αργυροχοΐας, το κάψιμο των ποιημάτων και η φύλαξη του θησαυρού της Ούρσουλα, βορά στα χέρια τρίτων, η εκτέλεση του Αρκάδιο, η θέαση του πάγου για τον Αουρελιάνο Μπουενδία, ή η εμπειρία μιας εκτέλεσης που ζητάει να του επιτρέψουν να δει ο Χοσέ Αρκάδιο ο δεύτερος, επιμένοντας σθεναρά στην αταβιστική διαιώνιση των αισθηματολογιών και των παθών που διασταυρώνονται στο πέρασμα του χρόνου στα ίδια χνάρια.

Εκατό Χρόνια Μοναξιά
Μυθιστόρημα
Μετάφραση: Μαρία Παλαιολόγου
Εκδόσεις Ψυχογιός

Διακρίνονται επιρροές από κλασικά έργα της λογοτεχνίας σε μοτίβα μεταμορφώσεων (Κάφκα) ή απηχήσεις από τις αρχαίες τραγωδίες (λόγια της Κλυταιμνήστρας προς τον Αγαμέμνονα, Ιφιγένεια εν Αυλίδι), «Μην μπαίνετε, συνταγματάρχα», του είπε. «Εσείς κάνετε κουμάντο στον πόλεμο, αλλά εγώ κάνω κουμάντο στο σπίτι μου». Σελ. 200

Τα μοτίβα που χρησιμοποιούνται για να περιγραφεί το στίγμα του χρόνου, αόριστα και απροσδιόριστα, περνούν στους διαλόγους των προσώπων σε κρίσιμες στιγμές, «Περνάει ο καιρός» σελ.152, διάλογος Ούρσουλας στην συνάντηση με τον γιο της, συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία στην φυλακή πριν την εκτέλεση, (Ο Αουρελιάνο Μπουενδία και η Ρεμέδιος Μοσκότε παντρεύτηκαν μια μαρτιάτικη Κυριακή…) σελ. 101, (Στον δρόμο για το νεκροταφείο, κάτω από το επίμονο ψιλόβροχο, ο Αρκάδιο παρατήρησε πως στον ορίζοντα ανέτελλε μια λαμπερή Τετάρτη) σελ. 147, (Ο πόλεμος τελείωσε τον Μάιο) σελ. 149, (Την Τρίτη, στις πέντε το πρωί,…)σελ.157, Η Τρίτη της ανακωχής ξημέρωσε δροσερή και βροχερή… «Μια μέρα σαν ετούτη ήρθες στον κόσμο», του είπε η Ούρσουλα. «Όλοι σάστισαν με τα ανοιχτά σου μάτια».σελ.211.

Επαναλαμβάνονται επίμονες εικόνες-χρώματα, λουλούδια, πεταλούδες, το κίτρινο τρένο, αναβιώνοντας αισθήματα(και ξανάζησε το θαυμαστό απόγευμα με τους τσιγγάνους που ο πατέρας του τον πήγε να δει τον πάγο)σελ. 316. Υπογραμμίζονται στα σημεία που ακουμπούν οι νοσταλγίες, οι βεβαιότητες, οι αμφιβολίες και η στάχτη των αισθημάτων.

Γίνονται προφορική-μυθιστορηματική ύλη, όταν κάποια Πατρίτσια Μπράουν θα διηγείται ίσως τις περασμένες ιστορίες στα εγγόνια της, ανακαλώντας την εικόνα του χωριού Μακόντο όπως ήταν τότε, αδυνατώντας να μιλήσει για την επερχόμενη φθορά και το συντελεσμένο γεγονός της καταστροφής των γενεών που βίωσαν την εκατόχρονη μοναξιά και έζησαν στον κύκλο της σκιάς της.(…αποκλεισμένοι εξαιτίας της μοναξιάς και του έρωτα και εξαιτίας της μοναξιάς του έρωτα…).σελ.472

Εκατό χρόνια Μοναξιά: αποσπάσματα

«Σκοτισμένος από δυο νοσταλγίες που έμοιαζαν αντικριστοί καθρέφτες, έχασε τη θαυμαστή αίσθηση του εξωπραγματικού και κατέληξε να συστήνει στους πάντες να φύγουν από το Μακόντο, να ξεχάσουν όσα τους είχε διδάξει για τον κόσμο και την ανθρώπινη καρδιά, να χέσουν τον Οράτιο και, όπου κι αν ήταν, να θυμούνται πάντα πως το παρελθόν δεν ήταν παρά ψέμα, πως η μνήμη δεν έβρισκε τον δρόμο της επιστροφής, πως κάθε περασμένη άνοιξη ήταν χαμένη για πάντα και πως κι ο πιο παράφορος και επίμονος έρωτας ήταν έτσι κι αλλιώς μια εφήμερη πραγματικότητα». Σελ. 470

«Ο Αουρελιάνο και ο Γκαμπριέλ λοιπόν συνδέονταν μ’ ένα είδος συνενοχής που είχε τη βάση της σε πραγματικά γεγονότα στα οποία δεν πίστευε κανείς και που είχαν επηρεάσει τις ζωές τους έως του σημείου να νιώθουν κι οι δυο ακυβέρνητα πλοία στα μεθεόρτια της μέθης ενός τελειωμένου κόσμου, από τον οποίο δεν απέμενε παρά η νοσταλγία». Σελ.456

«Ονειρεύτηκε πως έμπαινε σ’ ένα άδειο σπίτι με λευκούς τοίχους και πως τον κρατούσε ανήσυχο το βάρος της επίγνωσης πως ήταν το πρώτο ανθρώπινο ον που έμπαινε εκεί μέσα. Στο όνειρό του, θυμήθηκε πως είχε ονειρευτεί το ίδιο την προηγούμενη νύχτα και πολλές άλλες νύχτες τα τελευταία χρόνια, και κατάλαβε πως η εικόνα θα έσβηνε από τη μνήμη του όταν ξυπνούσε, γιατί εκείνο το επαναλαμβανόμενο όνειρο είχε την αρετή να μην μπορείς να το θυμηθείς παρά μέσα στο ίδιο τ’ όνειρο». Σελ. 314

«Η βεβαιότητά του πως η μέρα εκείνη ήτανε γραμμένη τον περιέβαλλε με μια μυστηριώδη ανοσία, μια προθεσμιακή αθανασία, που τον κατέστησε απρόσβλητο στους κινδύνους του πολέμου και του επέτρεψε τελικά να κατακτήσει μια ήττα πολύ πιο δύσκολη, πολύ πιο αιματηρή και πολυέξοδη από τη νίκη». Σελ. 206

«…γιατί το Μακόντο ήταν ένα χωριό άγνωστο στους νεκρούς, ώσπου έφτασε ο Μελκίαδες και το σημείωσε με μια μικρή κουκκιδίτσα στο πολύχρωμο μωσαϊκό των χαρτών του θανάτου». Σελ. 98

«Παλιοκερατάδες!» φώναξε. «Ζήτω το φιλελεύθερο κόμμα!». Σελ. 148

«Μια νύχτα νόμισε πως βρήκε μια προφητεία για το μέλλον του Μακόντο. Θα γινόταν μια κατάφωτη πόλη, με μεγάλα γυάλινα σπίτια, όπου δεν θα απέμενε ίχνος κανένα από την γενιά των Μπουενδία». Σελ. 70

«…κι άρχισε να αποκρυπτογραφεί τη στιγμή που βίωνε, να την αποκρυπτογραφεί ενώ τη βίωνε, προφήτης του βίου του καθώς αποκρυπτογραφούσε την τελευταία σελίδα των περγαμηνών, σαν να έβλεπε τον εαυτό του σ’ ένα λεκτικό κάτοπτρο. Τότε ξαναπήγε παρακάτω για να προλάβει τις προβλέψεις και να διαπιστώσει την ημερομηνία και τις συνθήκες του θανάτου του. Ωστόσο, πριν φτάσει στον τελευταίο στίχο, είχε ήδη καταλάβει πως δεν θα έβγαινε ποτέ από κείνο το δωμάτιο, αφού ο χρησμός έλεγε πως η πόλη των κατόπτρων –ή των αντικατοπτρισμών- θα σαρωνόταν από τον άνεμο και θα ξεριζωνόταν από τη μνήμη των ανθρώπων τη στιγμή που ο Αουρελιάνο Μπαμπιλόνια θα τελείωνε την αποκρυπτογράφηση των περγαμηνών και πως όλα όσα ήταν γραμμένα εκεί μέσα ήταν ανεπανάληπτα, από πάντα και για πάντα, γιατί οι γενιές που ήταν καταδικασμένες σε εκατό χρόνια μοναξιά δεν είχαν δεύτερη ευκαιρία πάνω στη γη». Σελ. 487


Εκατό χρόνια Μοναξιά: Ο κόσμος ως κάτοπτρο λήθης και αντικατοπτρισμός νοσταλγίας | Άγγελα Μάντζιου

Το σκάνδαλο του αιώνα | Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκες

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε