Στις 14 Μαρτίου 1957 ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης απαγχονίζεται στην Κύπρο σε ηλικία μόλις 18 ετών. Ήταν ο τελευταίος αλλά και ο νεότερος σε ηλικία από τους ήρωες Κύπριους αγωνιστές που δολοφονήθηκε από τους Άγγλους αποικιοκράτες εξαιτίας της αντίστασής του ενάντια στον αγγλικό ζυγό αλλά και της θέσης του υπέρ της Ένωσης της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα.
Ποιητής, ηρωική φύση και σπουδαίος Έλληνας, ο Βαγορής όπως τον φώναζαν οι φίλοι του, είχε μπει από τα δεκαπέντε χρόνια του στην μύτη των Άγγλων. Τον κρέμασαν παρά την παγκόσμια θύελλα που είχε προηγηθεί.
Γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1938 στο χωριό Τσάδα, της επαρχίας Πάφου. Μπήκε νωρίς στον αγώνα, από τα μαθητικά του χρόνια κιόλας.
Την 1η Απριλίου 1953, ο Ευαγόρας πρωταγωνιστεί σε διάφορες διαδηλώσεις κατά των Άγγλων. Συγκεκριμένα, στις 2 Ιουνίου θα γινόταν η στέψη της βασίλισσας Ελισάβετ. Στην Αγγλία και σε όλες τις αποικίες γίνονταν προετοιμασίες για το μεγάλο γεγονός. Στην Πάφο στο «Ιακώβιο Γυμναστήριο» αναρτάται η αγγλική σημαία, γεγονός που εξοργίζει τους μαθητές.
Παραμονή της στέψης, οι μαθητές της Πάφου και οι φοιτητές του Λιασιδίου Κολεγίου οργάνωσαν διαδήλωση με αίτημα να υποσταλεί η αγγλική σημαία και να εκκενωθεί το γήπεδό τους από στρατιώτες και αστυνομικούς. Ο 15χρονος τότε Ευαγόρας αναρριχάται στον ιστό, κατεβάζει και σκίζει την αγγλική σημαία. Το γεγονός αυτό έδωσε το έναυσμα για επέκταση των διαδηλώσεων.
Οι μαθητές και το πλήθος συγκρούονται με την αστυνομία, η οποία ενισχύεται από Τούρκους. Ο διοικητής στέλνει διαταγή να αποσυρθούν οι αστυνομικοί, γιατί δεν έπρεπε η στέψη της βασίλισσας να αμαυρωθεί με αίμα. Έτσι οι μαθητές εμπόδισαν ό,τι είχε σχέση με τους εορτασμούς για την στέψη. Η Πάφος έγινε το μόνο μέρος όπου δεν γιορτάστηκε η στέψη. Ο Ευαγόρας συνελήφθη, αλλά αφέθηκε ελεύθερος λόγω της μικρής του ηλικίας.
Σε ηλικία 17 χρόνων, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης εγκατέλειψε το σχολείο και εντάχθηκε στις αντάρτικες ομάδες της ΕΟΚΑ
Ευαγόρας Παλληκαρίδης – Η αρχή του τέλους
Στις 17 Νοεμβρίου 1955 οι μαθητές του Γυμνασίου συγκεντρώθηκαν και προετοίμαζαν διαδήλωση που οργάνωνε η ΑΝΕ (Άλκιμος Νεολαία ΕΟΚΑ). Οι στρατιώτες είχαν διαταγή να πυροβολήσουν αδιάκριτα τους διαδηλωτές.
Ο Ευαγόρας συλλαμβάνεται και οδηγείται στο δικαστήριο με την κατηγορία ότι συμμετείχε παράνομα σε οχλαγωγίες. Ο Ευαγόρας δεν παραδέχτηκε την κατηγορία και η δίκη αναβλήθηκε για τις 6 Δεκεμβρίου. Ήταν η αρχή του τέλους. Μια μέρα πριν τη δίκη, μπαίνει κρυφά στο σχολείο και αφήνει στην έδρα ένα σημείωμα:
Παλιοί συμμαθηταί…
Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Θ΄ αφήσω αδέλφια συγγενείς, τη μάνα, τον πατέρα
μεσ΄ τα λαγκάδια πέρα και στις βουνοπλαγιές.
Ψάχνοντας για τη Λευτεριά θα ΄χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές.
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα ΄ρθει το καλοκαίρι
Τη Λευτεριά να φέρει σε πόλεις και χωριά.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Τα σκαλοπάτια θ΄ ανεβώ, θα μπω σ΄ ενα παλάτι,
το ξέρω θαν απάτη, δεν θαν αληθινό.
Μεσ΄ το παλάτι θα γυρνώ ώσπου να βρω τον θρόνο,
βασίλισσα μια μόνο να κάθεται σ΄ αυτό.
Κόρη πανώρια θα της πω, άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου, μονάχα αυτό ζητώ.
Γειά σας παλιοί συμμαθηταί. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας. Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο αδελφό, ένα παλιό του φίλο, ας πάρει μιαν ανηφοριά ας πάρει μονοπάτια να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά. Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα. Αν ζω, θα μ΄ βρει εκεί.
Ευαγόρας Παλληκαρίδης
Πριν ολοκληρωθεί η δίκη της 6ης Δεκεμβρίου, συνελήφθη ξανά για μεταφορά όπλων. Αυτή τη φορά ήταν δεδομένη η τύχη του, οι Άγγλοι ήθελαν να απαλλαγούν απ’ αυτόν.
Η μαρτυρία της αδελφής του Ευαγόρα Παλληκαρίδη, Μαρούλας Βρυωνίδου
Η αγχόνη και το «τελευταίο γράμμα»
Στις 18 Δεκεμβρίου 1956 συλλαμβάνεται εκ νέου και κατηγορείται για κατοχή και διακίνηση παράνομου οπλισμού. Η δίκη του ορίζεται για τον Μάρτιο του 1957. Στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας δεν αφήνει περιθώρια στους δικηγόρους του για να τον υπερασπιστούν. Παραδέχεται την ενοχή του, με αξιοθαύμαστο τρόπο: «Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο».
Την επομένη της καταδίκης του Παλληκαρίδη σε θάνατο, ο κόσμος ξεσηκώνεται για να σώσει τον νεαρό μαθητή. Οι εκκλήσεις για την απονομή χάριτος από την Ελλάδα, την Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες απορρίπτονται από τον άγγλο κυβερνήτη Τζον Χάρντινγκ και την αγγλική διπλωματία.
Ο Βαγορής δεν πτοείται. Στο τελευταίο γράμμα του δηλώνει: «Θ’ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ‘ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το καθετί. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα, τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.»
Τα μεσάνυχτα της 13ης Μαρτίου 1957 οδηγείται στην αγχόνη. Τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο. Δύο λεπτά αργότερα (14 Μαρτίου) η καταπακτή ανοίγει και ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης περνά στην αιωνιότητα.
Η μαρτυρία του ιερέα των φυλακών
Όσα διαδραματίστηκαν εκείνο το βράδυ, τα περιγράφει ο Παπαντώνης Ερωτοκρίτου, ιερέας των φυλακών μέσα στο βιβλίο του, «Πώς έζησα το δράμα των Απαγχονισθέντων»:
Τό απόγευμα τής 13ης Μαρτίου ό διοργανωτής των εκτελέσεων κ. Λκκερ μέ ενημέρωσε περί τής εκτελέσεως τού Παλληκαρίδη και ότι έπρεπε ώς συνήθως νά παραμείνω στάς Φύλακας.
Έζήτησα νά μείνω στο σπίτι μου και νά μεταφερθώ εις τάς Φύλακας ολίγον προ τής εκτελέσεως και έδέχθησαν μέ τήν ύπόσχεσιν δτι πράγματι θά εύρισκόμην στο σπίτι, γιατί όπως αντελήφθην ένόμιζαν πώς θά τούς γελούσα. Έκανονίσαμεν ή ώρα 10 μ.μ. νά ρθούν νά μέ πάρουν, όπως και έγινε. Μόλις έφθασα στάς Φύλακας, ώδηγήθην πλησίον τού Παλληκαρίδη διά νά τού μεταδώσω τήν Θείαν Κοινωνίαν. Τον βρήκα απολύτως ήρεμον χωρίς την παραμικράν έκδήλωσιν ταραχής ή λιποψυχίας.
Τά λόγια του εις τήν συνομιλίαν μας ήσαν κοφτά και μετρημένα…
Έκάθητο εις τό κρεββάτι του, πού έψαυε σχεδόν τό δάπεδον τοϋ κελλιού, και έγώ λίγον υψηλότερα σ’ ένα σκαμνί. Τον είχαν στο κελλί τοϋ Ανδρέα Δημητρίου, και στο άλλο τοϋ Καραολή είχαν τον Μαϊμάρη, πού τον κατεδίκασαν γιά φόνο. Δύο είναι τά κελλιά τών μελλοθανάτων πλησίον τής άγχύνης, και γι’ αυτό τούς δύο πρώτους τούς είχαν σ’ αυτά τά κελλιά. πού είναι πολύ πληκτικά, όπως και τώρα τούς δύο αυτούς, μέ τήν διαφοράν ότι τώρα μύνον ό ένας μέ ενδιέφερε εθνικά….
Όταν συνελήφθη μέσα στο δάσος μέ ένα όπλο, πού δέν μπορούσε νά χρησιμοποιηθή, ήτο νύχτα, και οί σύντροφοι του έτρεξαν και έφυγαν, και δέν συνελήφθησαν. Αυτός όμως δέν έτρεξε να φύγη, και περίεργος γι’ αυτό τοϋ υποβάλλω τήν έρώτησιν.
– Γιατί δέν έτρεξες νά φύγης και σύ όπως έκαμαν οί άλλοι; Έσήκωσε τό πρόσωπον του και μέ είδε στά μάτια, γιατί ήτο σκυφτός, και μέ έλαφρόν μειδίαμα μού λέγει.
-Τούς επήρα γιά δειλούς, όταν τους είδα νά τρέχουν. Επικρατεί σιωπή. και πάλιν ερωτώ.
-Έχεις τίποτε νά μού πής, παιδί μου;
– Μετανοιώνω γιά κείνο πού έκαμα και άν ζούσα δέν θά το ξανάκαμνα.
Δέν εννοούσε τό ότι έλαβε μέρος στον αγώνα άλλά άλλο πράγμα, τής ψυχής. Τού υπέδειξα, άν ήθελε νά αφήσει τον σταυρόν του νά τον έχωμεν ώς ένθύμιον, άλλά μοϋ λέγει:
Όχι. πάτερ, θέλω νά τον πάρω μαζί μου. Λυπήθηκα, πού δέν σκέφθηκα νά πάρω άλλον μαζί μου και να τον κρατούσα ώς ιερόν κειμήλιον. όπως έκαμα στους τρεις προηγουμένους. Μετά τήν εκτέλεση τον έφερε στο λαιμό του.
Τού συνέστησα νά έχη θάρρος μέχρι τέλους και νά μήν άφήση τήν εντύπωση στους Άγγλους δημίους ότι έδειλίασε.
– Έχω θάρρος, μού λέγει, και δέν θά δειλιάσω, εύχομαι δέ να είμαι ό τελευταίος.
Τα τελευταία του λόγια
Τούς χαιρετισμούς μου εις όλους, και εύχομαι σύντομα τήν έλευθερίαν τής Κύπρου. Τού μετέδωσα τέλος τήν Θείαν Κοινωνίαν. και άφού τον έφίλησα τον άπεχαιρέτισα μέ τάς λέξεις, θάρρος, και νά μήν χάνης τάς ελπίδας σου. Κάποια έλπίς διασώσεως του υπήρχε μέχρι τής τελευταίας στιγμής, ήτοι τής ενδέκατης και μισής, πού έξετελέσθη. Ό Μαϊμάρης δταν μέ ειδε νά φεύγω άπό τό διπλανό κελλί, έφώναζε και έκλαιε και έτάρασσε τήν γαλήνη και τήν σιγήν τής νύχτας γύρω άπό τήν άγχόνην…
Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης στο πάνθεον των ηρώων
Τον απαγχόνισαν, δημιουργώντας έναν ακόμα ήρωα του Κυπριακού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Το όνομα του λάμπει ανάμεσα στα ονόματα των Κυπρίων που έδωσαν την ζωή τους στην αντιαποικιακό αγώνα κατά των Βρετανών. Του Καραολή, του Δημητρίου, του Αυξεντίου, του Χαραλάμπους και τόσων άλλων.
Ο τάφος του είναι στα φυλακισμένα μνήματα στη Λευκωσία.
Είκοσι μόλις μήνες μετά τον θάνατο του, η Κύπρος έπαψε να είναι έδαφος της Βρετανικής Επικράτειας. Τον Φεβρουάριο του 1959, με τις συμφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου, δημιουργήθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία.
Διαβάστε για πρόσωπα & ιστορίες που έχουν κάτι να μας πουν
Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε
Ακολουθείστε το Cityportal.gr στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι όλα τα τελευταία νέα
Cityportal.gr Live ενημέρωση: O κορωνοϊός λεπτό προς λεπτό στην Ελλάδα και παγκοσμίως