«Η δολοφονία του Μαρά» από το ΚΘΒΕ | κριτική

Peter Weiss: «Η δολοφονία του Μαρά»  Ένα πολιτικό έργο στη σκηνή της Ε.Μ.Σ. από το ΚΘΒΕ

«Η δολοφονία του Μαρά» – κριτική

Πρόλογος

Το πολυσυζητημένο έργο το περιμέναμε πέρυσι. Η πανδημία και οι συνέπειές της εμπόδισαν την ολοκλήρωση της προετοιμασίας, η οποία διήρκησε σειρά μηνών. Πολυπρόσωπη παράσταση, απαιτητική στις πολλές παραμέτρους της, εξαντλητικές πρόβες εν μέσω απαγορεύσεων, πολλή δουλειά από όλους τους συντελεστές, όμως ο έμπειρος και ικανότατος ηνίοχος Κοραής Δαμάτης φέρνει, τελικά, ένα εντυπωσιακό «Άρμα Θέσπιδος», ένα άρτιο «παραστατικό» αποτέλεσμα στο εμβληματικό θέατρο της Ε.Μ.Σ και το Κ.Θ.Β.Ε. κάνει την πρεμιέρα του με περηφάνια που τη δικαιούται.

Δραματουργία

Το έργο πραγματεύεται τη φανταστική σύγκρουση μεταξύ του ακραίου ατομικισμού και της σκέψης μιας πολιτικής και κοινωνικής ανατροπής.

«Η δολοφονία του Μαρά» του PeterWeiss υλοποιεί σε μεγάλο βαθμό την αντίληψη του ΜπέρτολτΜπρεχτ (1898-1956) για το επικό θέατρο. Το επικό θέατρο ήταν η εναλλακτική του Μπρεχτ στο θέατρο της ψευδαίσθησης και της ενσυναίσθησης. Κατά τη διάρκεια τωνδεκαετιών του 1920, 1930, ο Μπρεχτ ανέπτυξε μια θεατρική θεωρία, βασισμένη στον μαρξισμό, που στρεφόταν κατά του αριστοτελικού αλλά και του αστικού δράματος της πρώιμης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

Χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο «επικό θέατρο» το 1926. Έψαξε εντατικά για μια μορφή θεάτρου που ήταν κατάλληλη για την εποχή του και προσαρμοσμένη στη σύγχρονη, καπιταλιστική και «μορφωμένη» κοινωνία. Το κοινό, κατ’ αυτήν, πρέπει να αναλύει τα γεγονότα στη σκηνή, να βγάζει συμπεράσματα και να βρίσκειτις δικές του κινητήριες δυνάμεις.Το θέατρο, σύμφωνα με την μπρεχτική θεωρία, πρέπει να βλέπει κριτικά το εκμεταλλευτικό σύστημα της αστικής κοινωνίας και να συμμετέχει στην επαναστατική του αλλαγή. Επομένως, το κοινό δεν πρέπει να είναι παθητικόαλλά να ενεργοποιείτη σκέψη που οδηγεί στη δράση.

ΑνάγνωσηΗ δολοφονία του Μαρά

«Η δολοφονία του Μαρά» είναι μια παράσταση «θεάτρου μέσα στο θέατρο» ή πιο κυριολεκτικά, «θεάτρου μέσα στο ψυχιατρείο».

Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά τη Γαλλική επανάσταση ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, έγκλειστος στο άσυλο του Σαραντόν, εφαρμόζει τη μέθοδο της δραματοθεραπείας σκηνοθετώντας την ιστορία της δολοφονίας του πρωταγωνιστή της επανάστασης Ζαν Πωλ Μαρά, με «ηθοποιούς» τους ίδιους τους τρόφιμους του ασύλου. Βήμα-βήμα, καθώς εξελίσσονται στη «σκηνή» τα γεγονότα που οδήγησαν στη δολοφονία του Μαρά, τα όρια ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και στην πραγματικότητα γίνονται δυσδιάκριτα και το έργο μετατρέπεται σε ένα αιχμηρό και επίκαιρο σχόλιο για την επανάσταση και τη σύγκρουση της ατομικής ελευθερίας με το ιστορικό και κοινωνικό καθήκον.

Η καταδίωξη και η δολοφονία του Ζαν-Πωλ Μαρά γράφτηκε από τον Γερμανό δραματουργό Πέτερ Βάις το 1963. Ένα σημαντικό πολιτικό έργο στα ίχνη του Μπρεχτ που, με αφορμή μία από τις πιο καθοριστικές περιόδους της παγκόσμιας Ιστορίας, θίγει διαχρονικά το ζήτημα της επανάστασης και των συνεπειών της.

Ιστορικό

Ανέβηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας το 1965 από τον Κάρολο Κουν σε αψεγάδιαστη μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη. Μερικά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1989, o Κοραής Δαμάτης το σκηνοθέτησε για το Εθνικό Θέατροπάνω στην ίδια μετάφραση.

Έπειτα από 32 χρόνια ο ίδιος σκηνοθέτης επιχειρεί μια νέα προσέγγιση. Μια παράσταση για το Κ.Θ.Β.Ε. εμπλουτισμένη με τη γνώση και την εμπειρία των χρόνων αυτών, αλλά και μια ανάγνωση υπό το πρίσμα των σημερινών πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών.

Αν και το έργο γράφτηκε το 1963 παραμένει σύγχρονο, ακριβώς γιατί ο Πέτερ Βάις είχε εξαιρετική αντίληψη για τους ανθρώπους και τα γεγονότα της εποχής του. Βέβαια, δεν είναι το έργο επίκαιρο, όπως σημειώνει ο σκηνοθέτης, αλλά δεν έχει αλλάξει τίποτα επί της ουσίας στις πράξεις και στην πολυπλοκότητα του σοφού εξολοθρευτή homosapiens.

Η υπόθεση

Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ βρίσκεται κλεισμένος σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα. Σκηνοθετεί τους άλλους τρόφιμους σ’ ένα θεατρικό έργο που αφορά τις τελευταίες μέρες και τη δολοφονία του Μαρά. Στην ανάπτυξή του όμως, οι τρόφιμοι αρχίζουν σταδιακά να επηρεάζονται από τις καταστάσεις και βουλιάζουν όλο και περισσότερο στη βία, με αποτέλεσμα η παράσταση να ξεφύγει από τα λογικά όρια και να ακολουθήσει μια τελείως χαοτική εξέλιξη.

Ο γεννημένος το 1743 στην Ελβετία Ζαν Πολ Μαρά ήταν μια πολύ σημαντική μορφή για την προπαγάνδα υπέρ της Γαλλικής Επανάστασης. Εκδότης της εφημερίδας «Φίλος του λαού», είχε καταφέρει με τα πύρινα άρθρα του να βρεθεί στην κορυφή της εξουσίας, ενώ συνέβαλε με αυτά στην καταδίκη του Λουδοβίκου του 16ου. Ήταν μέλος της Λέσχης των Κορδελιέρων και ηγετική μορφή στην Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας, που είχε δημιουργηθεί λίγους μήνες νωρίτερα, μέσα στην οποία πάρθηκαν αποφάσεις για μαζικές εκτελέσεις ανθρώπων που θεωρούνταν ύποπτοι συνωμοσίας κατά της Επανάστασης (σφαγές Σεπτεμβρίου).

Ανάμεσα στις αποφάσεις του ήταν και η πρόταση για την διάλυση των δεξιών Γιρονδίνων. Όταν ο Μαρά διέταξε τη σύλληψη 22 εξ’ αυτών, μια νεαρή οπαδός τους, η Σαρλόττα Κορνταί, αποφάσισε να τον δολοφονήσει. Ο Μαρά κρυβόταν από τους αντιπάλους του στους υπονόμους της πόλης. Έπασχε από κάποια δερματική ασθένεια και για τον λόγο αυτό πολύ συχνά χρησιμοποιούσε τα κρύα λουτρά για να ανακουφιστεί. Με την πρόφαση πως είχε να του αποκαλύψει συνωμότες, η Κορνταί τόλμησε να τον επισκεφτεί στο λουτρό. Εκεί βύθισε στο στήθος του ένα μαχαίρι προκαλώντας τον θάνατο του. Συνελήφθη και, μετά από δίκη, εκτελέστηκε στη λαιμητόμο.

«Σαν τον Χριστό, ο Μαρά αγαπούσε παράφορα τον λαό. Σαν τον Χριστό, ο Μαρά μισούσε τους βασιλιάδες, τους ευγενείς, τους ιερείς, τους αγύρτες και, σαν τον Χριστό, ποτέ δεν έπαψε να πολεμά αυτές τις μάστιγες του λαού» είχε γράψει ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ για ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα της Γαλλικής Επανάστασης. Και έτσι ήταν.

Η δολοφονία του ενέπνευσε πολλούς συγγραφείς και καλλιτέχνες, ενώ παράλληλα αναπαραστάθηκε στον διάσημο πίνακα του Ζακ-ΛουιΝταβίντ «Ο θάνατος του Μαρά», ένα από τα γνωστότερα έργα της Γαλλικής Επανάστασης.

Ο συγγραφέας

Ο Πέτερ Βάις γεννήθηκε στη Γερμανία το 1916. Από το 1939 έζησε στη Στοκχόλμη όπου και πήρε τη σουηδική υπηκοότητα. Στρατευμένος συγγραφέας, μαρξιστής και εκφραστής του «Θεάτρου της σκληρότητας», εμπλεκόταν ενεργά στην πολιτική ζωή, καθώς έπαιρνε καθαρές θέσεις στις δημόσιες τοποθετήσεις του. Η «Δολοφονία το Μαρά» είναι το έργο που τον έκανε γνωστό, κυρίως μέσω της εξαιρετικής σκηνοθεσίας του Πήτερ Μπρουκ στο θέατρο, που στη συνέχεια μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο σημειώνοντας τεράστια επιτυχία. Με έντονες επιρροές, κυρίως από το θέατρο του Μπρεχτ αλλά και του Αρτώ, δημιούργησε το προσωπικό του στυλ γραφής, με το οποίο καταφέρνει μέχρι και σήμερα να μας κάνει να επαναπροσδιορίσουμε τις βεβαιότητές μας.

Η παράσταση
 
Συλλογική και ατομική ευθύνη

Σύμφωνα με τη σκηνοθετική προσέγγιση το έργο αναπτύσσεται από ηθοποιούς και τραγουδιστές, σε δύο παράλληλα επίπεδα. Επομένως, δεν υπάρχει γραμμική δράση.
Το πρώτο είναι εκείνο του δράματος. Εδώ τα γεγονότα ακολουθούν δύο τροχιές, εκείνη των ιστορικών συμβάντων που οδήγησαν στη δολοφονία του Μαρά και εκείνη ενός διαλόγου Μαρά – Σαντ που, πιθανότατα, δεν έγινε ποτέ αλλά στο έργο έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Τον διάλογο αυτόν πυροδοτεί η αναζήτηση της απόλυτης αλήθειας μέσα από την αντιπαράθεση του εγώ (Σαντ) και του εμείς (Μαρά).

Η Γαλλική επανάσταση είναι η αφορμή να αναδυθούν καινούργιες ιδέες, αλλά και νέα ερωτήματα για τα ατομικά και τα συλλογικά συμφέροντα και ελευθερίες, για τη δράση και την παθητικότητα, για τη ζωή και τον θάνατο. Στην καρδιά της συζήτησης βρίσκεται ο άνθρωπος αλλά και η φύση που, παρά την ιστορική τους εξέλιξη, μοιάζουν ακίνητοι σε σύγκριση με την ηλικία της γης, ωστόσο, ανώριμοι για την ενηλικίωσή τους.

Το δεύτερο επίπεδο αφορά στην πραγματικότητα που βιώνουν οι ίδιοι οι ηθοποιοί – έγκλειστοι του ψυχιατρείου, που υποδύονται τους ρόλους του έργου. Πρόκειται για μια μίξη ψυχοπαθών, περιθωριακών, αλλά και πολιτικών κρατουμένων με κοινό στόχο την απελευθέρωσή τους.

Το Κ.Θ.Β.Ε. και με την ευκαιρία της επετείου των 200 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, ευτυχώς, επέλεξε αυτό το έργο. Η επετειακή συγκυρία, η αξεπέραστη οδηγητική ιδεολογικά και αισθητικά , η μετάφραση του σπουδαίου Μάριου Πλωρίτη και η ενδιαφέρουσα σκηνοθεσία του Κοραή Δαμάτη συντελούν, ώστε να επιδείξει ο μεγάλος πολιτιστικός αυτός φορέας, μια ευδόκιμη – θεατρικά – παράσταση.

Ο Βάις με τον ουμανισμό που τον διακρίνει και μέσα από το πρίσμα των σύγχρονων προοδευτικών ιδεών, πρόβαλε στο κείμενό του τα ανεκπλήρωτα αιτήματα της προδομένης Γαλλικής Επανάστασης.

Ωστόσο, η σύλληψη είναι ολότελα ιδιότυπη. Ο βασικός «μύθος» στρέφεται, φυσικά, γύρω από τη δολοφονία του «αρχιεπαναστάτη» Μαρά απ’ τη Σαρλότ Κορνταί στις 13 Ιουλίου 1793. Ο Βάις, όμως, δεν «αναπαρασταίνει» τα γεγονότα. Τα παρουσιάζει «σαν παράσταση έργου με αυτό το θέμα, που είχε γραφτεί (τάχα) απ’ τον Μαρκήσιο ντε Σάντ και που παίχτηκε (τάχα) το 1808 στο Άσυλο Φρενοβλαβών του Σαραντόν», γράφει ο Μάριος Πλωρίτης, που μετέφρασε το έργο όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ελλάδα από τον Κουν.

Παρόμοια σχόλια έχει κάνει και ο Πήτερ Μπρουκ, ο οποίος σκηνοθέτησε το έργο για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Είπε ότι : «Το έργο είναι μια μοντέρνα μίξη όλων των καλύτερων θεατρικών συστατικών της εποχής: Μπρεχτ— διδακτικό— παράλογο— Θέατρο της Σκληρότητας. Είναι δυνατό, η κεντρική του σύλληψη ξεχωριστή, η φόρμα του κοφτή και αλάνθαστη. Από πρακτική εμπειρία μπορώ να πω πως η δύναμη της παράστασης έχει άμεση σχέση με την πλούσια φαντασία του υλικού».

Ο Κοραής Δαμάτης έχει ήδη κατακτήσει ένα μικρό μερίδιο από το έργο, αλλά διαθέτει και μια σπάνια ικανότητα να καθοδηγεί ομάδες, να συνθέτει κινησιολογικές αντιστίξεις , να συγκροτεί με ανθρώπινα μέλη μουσικές φαντασίες και εκφραστικά σύνολα. Οργάνωσε με γνώση, μέτρο, καλαισθησία , μια εμπνευσμένη παράσταση. Έστησε σε ενιαίο σύνολο ανθρώπους με ιδιαιτερότητες και απεικόνισε έναν ολόκληρο κόσμο.

Σύμφωνα με το «επικό θέατρο» που ενστερνίζεται ο σκηνοθέτης, το κοινό πρέπει να αποστασιοποιηθεί από το έργο. Η πολύπλοκη δομή και το δίδυμο Μαρά- Ντε Σαντ συμβάλλουν σε αυτό, επειδή το κοινό μπορεί να δει τα δραματικά γεγονότα από πέντε οπτικές γωνίες. Είναι οι προοπτικές του διευθυντή του ιδρύματος Κουλμιέ, του ριζοσπαστικού επαναστατικού αγκιτάτορα Μαρά, της δολοφόνου Κορνταί , του συγγραφέα και «ηθοποιού» ντε Σαντ και των ασθενών – χαρακτήρες που συμμετέχουν.

Οι ασθενείς δεν παίζουν μόνο τους ρόλους τους, αλλά και τον εαυτό τους. Κυριεύουν κυριολεκτικά τη σκηνή απ’ άκρη σ’ άκρη, μένουν στο σανίδι σε όλη τη διάρκεια της παράστασης και χαρίζουν γενναιόδωρα μοναδικά εικαστικά κάδρα. Η ασάφεια στη δομή του δικού τους παιχνιδιού, υπό την καθοδήγηση του Σαντ, αποτελεί προϋπόθεση για τη συνεχή παρέμβαση του Κουλμιέ. Γι ‘αυτό γίνεται ο ίδιος συμπαίκτης. Οι άνθρωποι που έχουν τη λειτουργία της χορωδίας ( έξοχα τα χορωδιακά μέρη) είναι κομμάτι της υπόθεσης και, ταυτόχρονα, έχουν καθήκοντα σχολιαστών, όπως στο διδακτικό θέατρο.

Το σκηνικό (Ανδρέα Βαρώτσου) έχει επίσης δυαδική υπόσταση. Το μπάνιο στο άσυλο ψυχασθενών υποδηλώνει την ιδέα της υγιεινής καθαριότητας, αλλά ταυτόχρονα έρχεται σε αντίθεση με την «ακαθαρσία» των κοινωνικών συνθηκών.

Τα κοστούμια της ΄Άννας Μαχαιριανάκη ξεπερνούνε την αληθοφάνεια μιας συνθήκης, εν προκειμένω του τέλους του 18ου αιώνα, και παίρνουν μια θέση πολύ πιο φιλόδοξη. Πολλαπλασιάζουν τις λειτουργίες τους και ενσωματώνονται στη δουλειά του συνόλου πάνω στα σκηνικά σημαίνοντα. Εδώ τα κοστούμια χρησιμοποιούνται ως αξία ταύτισης με το δραματικό πρόσωπο, επιτρέποντας στον θεατή να επισημαίνει το οτιδήποτε από τη δράση, τον χαρακτήρα, την κατάσταση, την ατμόσφαιρα και να μην εξαντλείται στην ολιγόλεπτη αρχική του παρατήρηση.

Η μουσική της Δήμητρας Γαλάνη, μια έκπληξη. Οι μουσικές γέφυρες, έντεχνα αριστουργήματα και με υπέροχο «άρωμα» Χατζιδάκι, προσφέρουν στον θεατή επί πλέον απόλαυση. Εξαιρετικός επιχρωματισμός και δημιουργία αισθήσεων που αντιστοιχεί στη δραματική κατάσταση. Η ατμόσφαιρα αντικατοπτρίζεται στη μουσική αλλά και ενισχύεται από αυτή. Είναι, θα λέγαμε, η δομή που δίνει ρυθμό σε ολόκληρη την παράσταση.

Ο πληθωρικός Κώστας Σαντάς ενσαρκώνει με απίστευτη ένταση και μέγιστη υποκριτική δεινότητα τον εκκεντρικό Ντε Σαντ, τον βασικό χαρακτήρα του έργου. Δίνει αστείρευτη ενέργεια στη σκηνή και τροφοδοτεί τεχνηέντως τους θεατές με αφορμές για φιλοσοφικούς διαλόγους , χρησιμοποιώντας σαρδόνιο χιούμορ και τη γνωστή μηδενιστική, ατομιστική προβληματική τού ήρωα που υποδύεται.

Ο Δημήτρης Σιακάρας, ένας Μαρά επαναστάτης με αιτία, ένας μπερδεμένος χαρακτήρας, δωρίζει στο κοινό και στην παράσταση μια πολυδιάστατη ερμηνεία. Βασανίζεται από τις μνήμες, κατατρύχεται από την απογοήτευση για την αποτυχία της επανάστασης κι ας επαίρεται φωνάζοντας «εγώ είμαι η επανάσταση» και υποφέρει από την παράξενη ασθένεια της δερματοπάθειας που τον έχει εγκλωβίσει σε μια μπανιέρα γεμάτη νερό. Συγκινεί το κοινό.

Η Μαριάννα Πουρέγκα είναι η Σαρλόττα Κορνταί που, ως άλλη «Ελευθερία που οδηγεί τον λαό» του Ντελακρουά, θεωρεί τη δολοφονία του Μαρά μια πράξη που θα απελευθερώσει την ανθρωπότητα. Η ερμηνεία της θυμίζει ευριπίδεια Ηλέκτρα κάποιες στιγμές κι άλλες σοφόκλεια Αντιγόνη. Κάποτε έβρισκε τις ιδέες του Μαρά ελκυστικές, αλλά κατέληξε απογοητευμένη από το αποτέλεσμα της επανάστασης. Βλέπει τον θάνατό του ως το πρώτο βήμα σε μια νέα επανάσταση. Κοντά στο τέλος, οραματίζεται τον δικό της θάνατο στη λαιμητόμο.

Ο Δημήτρης Τσιλινίκος είναι ο Κουλμιέ, ο διευθυντής του ψυχιατρείου, συνοδευόμενος από την απαστράπτουσα διευθύντρια και σύζυγο του Γιολάντα Μπαλαούρα, ο οποίος με άφθονο νεύρο κινείται επιδέξια στη σκηνή και διακόπτει τη δουλειά του Ντε Σαντ για να επιβληθεί στο πείραμα της δραματοθεραπείας, ενώ παροτρύνει σαδιστικά τους επιστάτες να τιμωρήσουν με βία τους «επαναστάτες» ασθενείς στο φινάλε.

Ο Ορέστης Παλιαδέλης ερμηνεύει τον Ντυπερρέ, έτσι όπως ακριβώς πρέπει. Χειριστικός με τις γυναίκες, λάγνα σκέψη μονίμως, όμως δείχνει μια ικμάδα μετάνοιας, λίγο πριν τον φόνο του Μαρά, παρότι ήταν υπέρμαχος της ιδέας.

Η εξαιρετική Αννη Τσολακίδου έχει τον πρέποντα κρυφό ερωτισμό ως Σιμόνη Εβράρ, μετρέσα του Μαρά, όμως του προσφέρει και αγάπη και φροντίδα, όπως η τροφός αρχαίου ελληνικού δράματος.

Ο Ζακ- Ρου του Δημήτρη Μορφακίδη υποστηρίζεται από τον έμπειρο ηθοποιό με πάθος και πολεμά εξίσου θερμά τη μισαλλοδοξία της εκκλησίας, την οποία υπηρετούσε στο παρελθόν. Καθηλωτική η ερμηνεία του.

Οι τέσσερις τραγουδιστές: Αριστοτέλης Ζαχαράκης, Σοφία Καλεμκερίδου, Νίκος Καπέλιος, Νίκος Κουσούλης, είναι ο Χορός, είναι τα μουσικά ιντερμέδια, είναι οι μελωδικοί αφηγητές, είναι το λυσάρι για τους θεατές. Εξαιρετικοί όλοι τους.

Ο Θάνος Φερετζέλης, ως Τελάλης, πρωτοστατεί στη σκηνή, κινεί τα νήματα όλων που “κρέμονται” απο το στόμα του, εξηγεί και διακωμωδεί. Πλούσια κωμική φλέβα, αίλουρος στην κίνηση και με ιδιαίτερα βαθύ, καθαρό μέταλλο φωνής, ένας εξαιρετικός comedicrelief .

Άξιοι επαίνου όλοι οι ηθοποιοί του Κ.Θ.Β.Ε. που ενώνουν τις φωνές τους, το ταλέντο τους κι ερμηνεύουν τους «τρελούς» ασθενείς του ιδρύματος και τις νοσοκόμες – επιστάτες , σαν ένα καλοκουρδισμένο και εκπαιδευμένο σύνολο που απλώνει γενναιόδωρα στη σκηνή το σκηνοθετικό όραμα.

 

Σ’ αυτή την αναπαράσταση των συνεπειών της Γαλλικής Επανάστασης η σκηνοθεσία ακολουθεί τον συγγραφέα, ο οποίος επικεντρώνεται στο δίπολο φτωχός- πλούσιος και στα συνακόλουθα μέσα σε μια μικροδομή ενός φρενοκομείου κι εγείρει ερωτήματα σχετικά με την ταξική σύγκρουση και τη δύναμη της εκκλησίας στη Γαλλία του 18ου αιώνα. Όμως, τοποθετείται και στην τρέχουσα επικαιρότητα, επειδή η ανισότητα στην ανθρωπότητα πρυτανεύει μόνιμα. Ο διαχωρισμός «λαός και Κολονάκι» είναι διαχρονικός και υφίσταται σήμερα μεταλλαγμένος σε προνομιούχους ακολούθους δογμάτων και σε κοινωνικά απόκληρους ή ιδεολογικά απείθαρχους στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων.

Υπάρχουν σκηνές αναρχικού χιούμορ, ενοχλητικής βίας, υστερικών διαλόγων και παραληρηματικών μονολόγων που ασκούν κριτική τόσο στην προγενέστερη, όσο και στη μεταγενέστερη της Γαλλικής Επανάστασης πολιτική κατάσταση.
Πέρα από την πολιτική, η φύση της θρησκείας, το αμφιλεγόμενο της ανθρώπινης ύπαρξης, οι σεξουαλικές προτιμήσεις, ο ρόλος της βίας στην ιστορική εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, η μορφή της κοινωνίας και της εξουσίας, το δυαδικό σύστημα του καλού και του κακού, η έννοια της ελεύθερης βούλησης ακόμα και η λογοκρισία και η προπαγάνδα αποδομούνται και κριτικάρονται στη δράση.

Ωστόσο, όταν πέφτει η αυλαία μένουμε με την εντύπωση ότι η σύγκριση Ντε Σαντ- Μαρά βρίσκεται στις αντικρουόμενες ιδέες τους. Ο πρώτος, ως συγγραφέας του έργου μέσα στο έργο, έρχεται αντιμέτωπος με τον δεύτερο και την ιδεολογία του. Η διαφορά τους είναι η πάλη μεταξύ του φυσικού κόσμου και του νου , δηλαδή του εσωτερικού κόσμου.

Στο ΚΘΒΕ ανεβαίνει πρώτη φορά φέτος, ενώ αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως, κανένα άλλο έργο του συγγραφέα δεν παρουσιάστηκε νωρίτερα στις σκηνές του.

Σύμφωνα με τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του ΚΘΒΕ Νίκο Κολοβό: «Ήταν ευδόκιμος ο χρόνος του ανεβάσματος μιας τόσο μεγάλης παραγωγής θα αναρωτηθεί κανείς; H Επανάσταση στην οποία πολύμηνα όλοι κληθήκαμε να προβούμε εν μέσω πανδημίας για το κατάκτημα της ελευθερίας έκφρασης που μετουσιώνεται σε θεατρική πράξη, με σημαία την ατομική και κατ’ επέκταση τη συλλογική ευθύνη, συμπλέει τόσο με το διαχρονικό ζήτημα που θίγει ο Βάις στη «Δολοφονία του Μαρά». Ένα επίκαιρο σχόλιο αιχμής για τις συγκρούσεις που ανακύπτουν μεταξύ των ορίων της ατομικής μας ελευθερίας έναντι του κοινωνικού καθήκοντος σε στιγμές βαρύνουσες ιστορικά».

Δείτε την παράσταση. Ξεχωριστή εμπειρία!

«Η Δολοφονία του Μαρά» ΚΘΒΕ

«Η δολοφονία του Μαρά» απο το ΚΘΒΕ | κριτική: Παύλος Λεμοντζής | cityportal.gr

 

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε