Παραδοσιακό ελληνικό εκκλησάκι

Καλοκαιρινά Ελληνικά τοπία ορεινών όγκων

Μες στην ακοίμητη θλίψη του καλοκαιριού
Σου φύλαξα μια μέλισσα
Ένα νησί

Κόκκινο το φεγγάρι της πανσελήνου που ανέτειλε στην θάλασσα πάνω από το νησί. Ένας ο κάτοικος της Κερασιάς. Κρύος ο αέρας μέσα από τις οξιές και δροσερός ο ύπνος στην σκιά των πεύκων και στον παφλασμό των κυμάτων.

Μέλισσες χορεύουν στο φως και σφήκες χρυσίζουν στο νερό της βρύσης. Γαλάζιες λιβελούλες ακινητούν στα λουλούδια στις κατεβασιές των νερών. Πέφτουν φτεράκια και φύλλα από τα πανύψηλα δέντρα στα μαλλιά, στα νερά.

Στην άχνα του μεσημεριού τζιτζίκια και χρυσόμυγες χαράζουν τον αέρα με μια λεπτή κλωστή κεντημένη σε ιστό αράχνης. Ακούγονται χάλκινα κουδούνια. Κοπάδια περνούν, σκυλιά γαυγίζουν. Σηκώνεται σκόνη. Στο χωμάτινο μονοπάτι, στέκεται ένα ζαρκάδι στην στροφή κοιτάζοντας με έκπληκτο μάτι πριν τρέξει να κρυφτεί στις φτέρες.

Πέφτει το φως. Κλείνουν τα μάνταλα σε αόρατες ξύλινες πόρτες. Λύκοι παραμονεύουν. Τσακάλια αλυχτούν. Παραδίνεσαι στα όνειρα τραβώντας λαχνούς στις διαδρομές του έναστρου στερεώματος με το χυμένο γάλα της Αλκμήνης. Στους γαλαξίες των άστρων προσηλώνεσαι. Και ησυχάζεις μέχρι να ακουστεί ο πετεινός των ωρών της μέρας που κάνει το άλμα στο σκοτάδι γυρίζοντας την κλεψύδρα. Να πάρεις άλλο μονοπάτι. Να βγεις σε άλλον χάρτη, σε άλλη επικράτεια.

Μυρίζει θυμίαμα στα ασβεστωμένα ‘ξωκκλήσια και μια ηλιαχτίδα μπαίνει από το μικρό παράθυρο. Τρεμάμενο φως ιριδίζει πάνω από αιωρούμενες ψαλμωδίες που ακούς για λίγο με τα μάτια κλειστά σαν ξένος στο τρικυμισμένο σκοτάδι κεριών που φέγγουν σε αρχαίο θέατρο. Σκύβεις κλείνοντας την πόρτα που τρίζει. Ένα ρίγος σε διαπερνά. Τα ρούχα σου, ανεμίζουν σαν κάποιος να σε τραβάει από αυτά γελώντας για να κοιτάξεις πίσω σου να δεις το θαύμα. Σιωπή και ριπές. Αέρηδες φέρνουν σαν βότσαλα τις λέξεις, τα γέλια, τις μουσικές. Ονόματα επαναλαμβάνει μια ηχώ πάνω από κούνιες και φαράγγια που αντιλαλούν πετάγματα και κρωξίματα, τιτιβίσματα, γδούπους και ιαχές, κραυγές και επιφωνήματα από συμπλέγματα φωνηέντων στο δάκρυ της μαστίχας και στην μυλόπετρα της άγριας μέντας.


-Έιιι, άααα, όιιι, ούουου, ίιιι, έεεε..


-Κερασιά, Δριστέλα, Μαργαρίτι, Θάλασσα, Μελισσόπετρα, Μόλιστα, Αστυπάλαια, Κέρος, Σμυρτιά, Φράστα, Δούναβος, Σολάδες, Μύρα, Δομένικον, Ζάρκος, Δρακότρυπα, Λαφίνα, Υπέρεια, Κήρινθος, Αστρίτσα, Σαρακίνικο, Μηλίτσα, Νούλες, Δράγανον, Άρκτος, Σαρδίνια, Θήβα, Δρέπανον, Ηώς, Υδροχόος, Πόρπη, Κένταυρος, Ζέλενα.


-Γιάννος, Αυγουστής, Δήμος, Μαρία, Λεμονής, Βασιλική, Φωτεινή, Χρήστος, Αναστασία, Άννα, Δάφνη, Αγήνωρ, Μυρσίνη, Αριάδνη, Πηνελόπη, Αγαμέμνων, Στρατής, Αυγερινός, Ανδρομάχη, Στέλλα, Μαρίνα, Αργυρή, Ασημίνα, Νικόλαος, Ευρυδίκη, Μάρκος, Μυρτώ, Λεμονιά, Αλέξανδρος, Γιακουμής, Μελπομένη, Ζέφυρος, Άδωνις.


Τραγούδια ακούς με το «Ε εχ μωρέ’» και το «Άιντε μωρέ’», να ξεδιπλώνουν χορούς σε αλώνια πέτρινα σαν υφάδι πυκνό ιδιασμένο σε αργαλειό παλιό με σκαλισμένη σαΐτα από κυπαρισσόξυλο.

Κάτω από τον όγκο των βουνών βλέπεις τις πόλεις. Υψικάμινοι ανεβάζουν μαύρο καπνό θολώνοντας τα άσπρα σύννεφα και το σκηνικό αλλάζει. Αστραπές και μπουμπουνητά οσμίζονται την καταιγίδα και πέφτει μια βροχή πυκνή και κρύα νοτίζοντας τον αέρα, θολώνοντας το δάσος σε εικόνες θραυσμάτων από παλιό καθρέφτη.

Τρέχεις να μην βραχείς και φτάνεις μούσκεμα στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό που έχει χρόνια να ακούσει σφύριγμα τρένου να φτάνει σε προορισμούς αφίξεων και αναχωρήσεων. Σπασμένα τζάμια, εκδοτήρια, αίθουσες αναμονής, σκουριασμένες ράγες, πίνακες, κλειδιά, σήματα, εγκαταλειμμένα κτίρια, όλα σιωπηλά, καθρεφτισμένα σε κίτρινο φως κάτω από δέντρα που άκουγαν φωνές και τώρα στάζουν σταγόνες βροχής σαν δάκρυα αποχαιρετισμών, κλάματα και όρκους εφηβικών ερώτων, πολυσέλιδα γράμματα σε διαδρομές αλληλογραφίας ταχυδρομικών σάκων και σφραγισμένων δελτίων.

Τοπία ακίνητα με ονόματα σταθμών σαν παλιές καρτποστάλ ευχών, σταλμένες από λιμάνια εξωτικά μιας άλλης γεωγραφίας τοπίο ενός παγκόσμιου χάρτη βραχονησίδων. Κι εκεί που κόβει για λίγο η βροχή, στο σκοτεινό φως βλέπεις ένα κινηματογραφικό συνεργείο κι ο σκηνοθέτης με την κάμερα δείχνει μακριά σ’ έναν ορίζοντα αόρατο που έχει σύνορο ποτάμια και κάτι καμπαναριά με το ασημένιο οκτάεδρο στην σκεπή. Σκούρα ρούχα ανεμίζουν και φαίνονται οι ηθοποιοί και οι κομπάρσοι μέγα πλήθος να κρατούν βαλίτσες και μαύρες ομπρέλες.

-Από πού έρχεστε, ακούγεται μια φωνή
-Ποιοι είστε;
-Πού πάτε;


Ύστερα ξυπνάς από το όνειρο και ακούγεται καθαρά ο χρησμός.
-Ελλάδα μια χώρα
Υπήρξε κάποτε ή δεν υπήρξε;


Ποιος νοιάζεται
Αλλού μας πάνε τώρα..


Φωτογραφία Depositphotos
Αυγούστου ‘23 | Αγγέλα Μάντζιου 

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε