Κατακλυσμός (γράφει ο Σωτήρης Ζήκος)

Κατακλυσμός (γράφει ο Σωτήρης Ζήκος)

Στην πόλη μας κτίζουν συνεχώς νέα κτίρια, γκρεμίζοντας τα παλιά ή επεκτείνοντας τα όρια της, διαπλατύνουν τους δρόμους για να χωρούν τα αυτοκίνητα, φυτεύουν δέντρα και λουλούδια στα πάρκα, ιονίζουν την ατμόσφαιρα για να αλλάξουν το κλίμα, μοιράζουν ακόμα και τρόφιμα στους φτωχούς, οργανώνουν υπαίθριες γιορτές για όσους δεν ταξιδεύουν, με ξένους περιπλανώμενους καλλιτέχνες.
Αλλά τα καινούργια κτίρια σε λίγα χρόνια ρημάζουν, τα λουλούδια μαραίνονται πρόωρα και τα δέντρα ξεραίνονται, σαπίζουν οι ρίζες τους, οι δρόμοι γεμίζουν κάθε νύχτα με λόφους σκουπίδια, οι φτωχοί γίνονται όλο και πιο άξεστοι, αδιάφοροι ή επιθετικοί, κανείς δεν ανέχεται εύκολα τον άλλον, οι πολλοί από την πλήξη γίνονται μανιακοί, το κλίμα χειροτερεύει, οι γεννήσεις παιδιών έχουν περιοριστεί στα ελάχιστα και κανείς δεν αναρωτιέται γιατί, ούτε γιατί έχουν χαθεί εκείνοι οι παλιοί ονειροπόλοι, που ζούσαν, σαν να ήταν μόνιμα ερωτευμένοι, στην πόλη…
Κι αυτοί είναι κακοί οιωνοί.

Περάσαμε έναν δύσκολο μήνα, σχεδόν εφιαλτικό, με πολύ άσχημο καιρό, διαλύθηκαν όλα, πιστέψαμε ότι είχε έρθει το τέλος. Τις πρώτες μέρες χάθηκε ο ήλιος, έκλεισε από παντού με μαύρα σύννεφα ο ουρανός, έγινε ο αέρας αποπνικτικός απ? την υγρασία και για μεγάλα διαστήματα έπεφτε ένα καταραμένο ψιλόβροχο που έκανε το νευροφυτικό μου σμπαράλια. Μετά άρχισαν οι μεγάλες βροχές, καταρρακτώδεις βροχές που κράτησαν για μερόνυχτα, συνεχώς, έγινε κατακλυσμός, βούλιαξε ολόκληρη η πόλη, πλημμύρισαν οι δρόμοι, παρασέρνονταν αυτοκίνητα, ξεριζώνονταν δέντρα, άνθρωποι πνίγηκαν σαν ποντίκια στα υπόγεια.
Όσοι κατάφεραν να σωθούν ανέβηκαν στα ανώγεια των πολυκατοικιών και εγκαταστάθηκαν στα κλιμακοστάσια και τους διαδρόμους. Τους ακούγαμε κλειδαμπαρωμένοι στα διαμερίσματα μας, δεν βγήκαμε έξω από αυτά ούτε μια φορά, ποτέ δεν ανοίξαμε σε κανέναν όσες φορές κι αν μας χτύπησαν την πόρτα, παρακλητικά ή απειλητικά.

Όσο η τηλεόραση λειτουργούσε, είχαμε κάποια επαφή με τον έξω κόσμο, μαθαίναμε τις πρώτες μέρες για την έκταση των ζημιών, τους πνιγμένους, τις μάταιες προσπάθειες των σωστικών συνεργείων, τις προβλέψεις των ειδικών για την διάρκεια της κακοκαιρίας. Βλέπαμε συνεχώς τις ίδιες και τις ίδιες θαμπές κουνημένες εικόνες από τις πλημμύρες στους δρόμους, ανάκατα καινούριες – παλιές, χάσαμε και την αίσθηση του χρόνου. Ώσπου καταστράφηκαν οι αναμεταδότες πομποί και χάσαμε κάθε επαφή. Μετά κόπηκε και το ρεύμα και βυθιστήκαμε στα σκοτάδια. Είχαμε μόνο κάποιες αναλαμπές όταν φαίνονταν οι αστραπές, ξοδέψαμε κι όσα κεριά και μπαταρίες μας βρίσκονταν για φωτιστικά, άρχισαν να σαπίζουν τα τρόφιμα στους καταψύκτες και τα ψυγεία, έπρεπε να κάνουμε οικονομία, τρώγαμε ελάχιστα και τις περισσότερες ώρες κοιμόμασταν, πέφταμε σ? έναν ύπνο βαθύ χωρίς όνειρα και ξυπνούσαμε πιο εξαντλημένοι από πριν, με κρίσεις άπνοιας. Νιώθαμε μια ανυπόφορη δυσφορία, τις αρθρώσεις μας να σκουριάζουν, υποφέραμε από πονοκεφάλους, ζαλάδες, ναυτία, απ? την πολύ υγρασία.
Κι εκεί που είχαμε πάψει πια να ελπίζουμε, σαν να έγινε κάποιο θαύμα, είδαμε ξαφνικά ένα φως, ένα σπασμένο φως, να μπαίνει στο διαμέρισμα μας από τα παράθυρα, σαν να ξημέρωσε ξαφνικά μετά από μια ατέλειωτη νύχτα… Ακόμα και το συνεχές τροχαλητό της καταρροής είχε κοπάσει.

Όταν ανοίξαμε τα παράθυρα, διαπιστώσαμε ότι δεν έβρεχε πια και τα σύννεφα αραίωσαν, είχε αλλάξει ο αέρας και μπορούσαμε να αναπνέουμε όπως παλιά, στον ουρανό πετούσαν κάποια πουλιά. Μέσα σε λίγες μέρες η γη ρούφηξε τα νερά και ένας ήλιος, όχι ιδιαίτερα λαμπερός αλλά σταθερός, που ερχόταν κι έφευγε στην ώρα του, τα στέγνωσε όλα.

Η τηλεόραση άρχισε πάλι να μεταδίδει εικόνες από τις λειτουργίες της πόλης, που πολύ γρήγορα αποκαταστάθηκαν, παρ? όλο που οι ζημιές ήταν ανυπολόγιστες.
Και μόνο τότε τολμήσαμε να ξεμυτίσουμε από το διαμέρισμά μας. Κοντέψαμε βέβαια να λιποθυμήσουμε από την δυσωδία των κοινόχρηστων χώρων, καθώς οι επιβιώσαντες είχαν όλοι εξαφανιστεί αφήνοντας το έργο της απολύμανσης σ? εμάς, τους ενοίκους.
Αργήσαμε πολύ να συνέλθουμε.
Ακόμα και τώρα, αν τύχει και συννεφιάσει, αρχίσει να βρέχει ή απλώς πέσει η νύχτα βαριά, σφίγγει την καρδιά μας ο φόβος και μια αγωνία μήπως δεν ξαναδούμε πάλι τον ήλιο να λάμπει όπως πριν και το επόμενο πρωί. Δεν ήταν λίγο αυτό που συνέβη, νιώσαμε να ξαναγινόμαστε υδρόβιοι οργανισμοί, ίσως και να είχαμε αρχίσει να γινόμαστε, γι? αυτό και αναπνέουμε ακόμα με κάποια δυσκολία τον στεγνό αέρα.
Ίσως όμως και να μας λείπει εκείνη η μονότονη μουσική της καταρροής που τόσο γλυκά μας νανούριζε, ίσως, δεν ξέρω!
Καμιά φορά αναρωτιέμαι, αν όλα αυτά συνέβησαν πραγματικά ή αν ήταν ένας μακρύς εφιάλτης, ένας κατακλυσμός που ονειρεύτηκα…
Ή μπορεί, ακόμα χειρότερα, να μην τελείωσε ακόμα η περίοδος των μεγάλων βροχών, αυτός ο κατακλυσμός… και να ονειρεύομαι ακόμα.

* Απόσπασμα από το διήγημα «Όνειρος» που περιέχεται στη συλλογή «Αγρύπνια» του Σωτήρη Ζήκου, εκδόσεις Παρατηρητής
sz@citymedia.gr

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε