καταSPAστικά ...

καταSPAστικά ...

Όταν η ζωή σου είναι γκρίζα σάν τούς κροτάφους σου καί πλαδαρή σάν τούς κοιλιακούς σου, ασφαλώς καί πρέπει νά αντιδράσης, άν θές φυσικά νά είσαι άνθρωπος τής εποχής μας. Κι αφού η γκριζαδούρα περισσεύει πλέον στήν καθημερινότητά μας, και ταυτόχρονα η πλαδαρότητα δέν λέει νά μάς εγκαταλείψη, λίγη φροντίδα τού “κατοικητηρίου τής πληγωμένης μας ψυχής” δέν μπορεί παρά νά είναι ευπρόσδεκτη – ακόμη κι από μένα, έναν ένθερμο αρνητή τών κάθε είδους σωματικών περιποιήσεων (συνήθους, τουλάχιστον, τύπου). Κι έτσι, λίγο από περιέργεια, λίγο από κάποια προσδοκία μίας καινούργιας αρχής στίς σχέσεις μου μέ τό σώμα μου, δέχθηκα ευγνωμόνως τήν πρόσκληση ενός διασήμου ξενοδοχείου καί “σπά” γιά ένα διήμερο ανανεώσεως κάποιο από τά σαββατοκύριακα τού καλοκαιριού.

Ξέρω ότι πολλοί άνθρωποι λατρεύουν τά πασπατέματα, καί μπορώ νά τούς καταλάβω: υπάρχουν χίλιοι δυό λόγοι γιά νά αφεθή κανείς στά χέρια ενός μασσέρ ή φυσιοθεραπευτού, τους οποίους λόγους η τύχη μέ ευνόησε νά αγνοώ μέχρι σήμερα. Δέν έχω σπάσει τό πόδι μου, δέν ξέρω τί θά πή λουμπάγκο ή λυκόπιασμα, δέν είμαι μέν αθλητής αλλά καί δέν αμελώ ένα συχνό καί καλό περίπατο στή φύση, θεωρώ δέ τή φυσική μου κατάσταση όχι ιδιαίτερα επιλήψιμη – η απειλητική κατήφεια όμως τών ντυμένων με άσπρες μπλούζες κυριών πού μέ παρέλαβαν στήν υποδοχή τού σπά τού ξενοδοχείου, λίγο μετά τήν εγκατάστασή μου, μέ έκανε νά αρχίσω νά αμφιβάλλω. Εξετάζοντας τό πενιχρό μου σαρκίο, αντήλλασσαν κάθε τόσο ματιές πού μέ γέμιζαν ανησυχία, μέχρις ότου η αρχαιοτέρα έβγαλε τό έδικτον: «Γυμναστήριο». «Ο.Κ., καμμιά αντίρρηση», σκέφθηκα, «σίγουρα χρειάζομαι λίγη γυμναστική, λίγο τρέξιμο καί λίγη ανάβαση σέ λόφους ασφαλώς δέν φτάνει!». Καί, ναί, δέν έφτανε! Εκτός τούτων, χρειάζεται κανείς ώρες κονταροχτύπημα μέ πελώριες μηχανές μέ τροχαλίες, βάρη, σκοινιά καί παλούκια, κι επίσης διάδρομο πολύ σκληρότερο από τό πρώτο μου τέστ κοπώσεως. Τά υπέμεινα όλα στωϊκά. Κάπου από τό βάθος, στά σκοτεινά βάθη τού θαλάμου βασανιστηρίων νούμερο 45, στίς “μπάρες”, ακούγονταν κοπιώδεις καί σπαραξικάρδιες οιμωγές θυμάτων πού τούς είχαν βάλει νά σηκώνουν μαραφέτια βαρύτερα από τήν πέτρα τού Ταντάλου. Τά «ώχ» καί τά «ούφ» τους θύμιζαν τόν πόνο δυστυχισμένων πού τούς έσπασε η οθόνη τού άι φόουν, ή, στήν καλλίτερη, Τούρκου βασιβουζούκη πού έπεσε στά χέρια τού Βλάντ τού Ανασκολοπιστού διά τά περαιτέρω. «Τελικά, η κόλαση έχει καί όγδοο κύκλο», σκέφθηκα, αλλ’ η από μηχανής ποδιά μέ τράβηξε από κάποιο μηχάνημα θωρακικών, ρωτώντας με εάν χαλάρωσα, γιά νά συνεχίσουμε. Θεωρώντας ότι η κατάφαση θά ήταν η ασφαλέστερη απάντηση, οδηγήθηκα σέ άλλον θάλαμο, γιά μασάζ από τρείς ασπροντυμένες, εκ τών οποίων η μία ασχολήθηκε μέ τά πόδια μου, η άλλη μέ τά χέρια μου, καί η τρίτη μέ τούς κροτάφους μου, ψιθυρίζοντας διάφορες λέξεις απωανατολίτικης προελεύσεως – σιάτσου, ρέι κί, ζίου ζίτσου, δέν θυμάμαι ακριβώς, μέ τσιμπούσαν, μέ γαργαλούσαν, μέ ζουπάγανε, τό ένα πιό ενοχλητικό από τό άλλο γιά κάποιον πού έχει συνηθίσει νά τόν πιλατεύουν γιά λόγους αποκλειστικώς ανηθίκους.

Εν συνεχεία, μέ έστησαν ορθό, σέ ένα τοίχο, καί τοποθετήθηκαν απέναντί μου. Μία από αυτές, μέ πλησίασε, ήλπιζα γιά νά μού ζητήση τήν τελευταία επιθυμία, όμως όχι, ήθελε απλώς νά μού δώση οδηγίες (τίς εξής πολύπλοκες: «όταν σάς λέμε “γυρίστε”, θά στρέφετε τό σώμα στήν αντίθετη κατεύθυνση από αυτή πού βρίσκεσθε»). Κάτω από τό περιπαικτικό βλέμμα τών υπολοίπων δύο, μία πήρε μιά μάνικα, τήν άνοιξε στό φούλ, καί άρχισε νά εκτοξεύη νερό στό σώμα μου μέ φόρα καί ταχύτητα πού έδινε τήν εντύπωση ότι οι σταγόνες ήσαν καρφιά. «Πονάτε εκεί;» μέ ρώτησε η Χέλγκα. Στή δική μου αρνητική απάντηση μετά από μαστίγωμα μέ τό κρύο νερό κάμποσες φορές, σχολίασε όλο τάκτ «Μυστήριο! Δέν πονάτε, αλλά κανονικά θά έπρεπε να πονάη εκεί όπου υπάρχει κυτταρίτιδα. Ελάτε, πάμε αλλού», φώναξε, καί πιά ήξερα ότι πλέον μέ περίμεναν τά πραγματικά βασανιστήρια, μέχρι τελικής πτώσεως.

Δέν ήταν έτσι ακριβώς, εκτός άν η οσμή μπορεί επίσης νά βασανίση – οπότε, μάλιστα, αυτό πού μύριζα στήν μεγάλη μπανιέρα πού μέ πέταξαν εν συνεχεία, ήταν χειρότερο από τά βασανιστήρια τής Φραντζέσκας τού Ρίμινι! Πλατσούριζα μέσα σέ μία μπανιέρα μέ κλούβια αυγά – ή έτσι μού φαινόταν. Μισή ώρα μέσα στή δύσοσμη λάσπη, μέ έκανε νά νοιώσω όταν έβγαινα τήν ανάγκη νά βουτήξω σέ κάτι καθαρότερο, έστω καί στά νερά τής Αχερουσίας – αλλά κι αυτό δέν ήταν τίποτε, μπροστά στό επόμενο βασανιστήριο, τής λάσπης καί τών φυκιών. «Αισθάνεστε τή διαφορά στό δέρμα σας;» ρώτησε η μία μέγαιρα. Έ, μά πώς … τό δέρμα μου ήταν ξερό σάν πολυκαιρισμένο ελαστικό καί σέ χρώμα περίπου σαν εκείνου, πασαλειμμένο μέ εμετικές γλίτσες, κι όσο γιά τήν οσμή, άς μή τό συζητήσουμε.

«Ελάτε τώρα στό…» άκουσα νά λέη η μέγαιρα – αλλά δέν κατάλαβα πού είπε, είχα γίνει ήδη Λούης. Η σκέψη ενός ζεστού μπάνιου στό σπίτι, χωρίς φύκια, λάσπες, θαλασσόνερα, μάνικες καί λευκοντυμένες ναζί μέγαιρες, μέ έκανε νά τό βάλω στά πόδια χωρίς κάν νά ρίξω μιά τελευταία ματιά στούς διαδρόμους τού “σπά”. Εκτιμώ ότι η σχέση μου μέ μία από τίς βασικές επιταγές τού κόμ ίλ φώ λάιφ στάιλ τής εποχής μας έχει ραγή αναπόδραστα, ή κι ότι είμαι ένας αγροίκος καί μισός – όμως, κατάλαβα πιά μέ βεβαιότητα ότι τό “σπά” δέν είναι γιά μένα …

Leo
(leonline11@gmail.com)

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε