Κοσμάς Ζαφειρίου: η κινηματογραφική ιστορία ενός από τους πάλαι ποτέ μεγαλύτερους ιδιοκτήτες δεκάδων χειμερινών και θερινών κινηματογράφων της Θεσσαλονίκης

Κοσμάς Ζαφειρίου: η κινηματογραφική ιστορία ενός από τους πάλαι ποτέ μεγαλύτερους ιδιοκτήτες δεκάδων χειμερινών και θερινών κινηματογράφων της Θεσσαλονίκης

Έσβησε την λάμπα του σήμερα ο Κοσμάς Ζαφειρίου, ο “ΣΙΝΕΜΑ Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ”, εύχομαι εκεί που θα πας να μην σου λείψει ο κινηματογραφος και το θέατρο που τόσο αγάπησες.
Καλό ταξίδι.
Γιάννης Ζαφειρίου

Αναδημοσιεύουμε τη τελευταία συνέντευξη που έδωσε ο Κοσμάς Ζαφειρίου πριν λίγους μόλις μήνες.
…………………………………………………………………………………………………………

 

Ρομαντική και κινηματογραφική είναι αδιαμφισβήτητα η ιστορία του κύριου Κοσμά Ζαφερίου, ενός από τους πάλαι ποτέ μεγαλύτερους ιδιοκτήτες δεκάδων χειμερινών και θερινών κινηματογράφων της Θεσσαλονίκης και διανομείς κινηματογραφικών ταινιών της Βορείου Ελλάδος – σε συνεργασία πάντα με τον κουνιάδο του, Γαβριήλ Ράππο του Σινέ Ναταλί. 


Σήμερα, ο κύριος Κοσμάς και η οικογένεια του βρίσκονται πίσω από το ταμείο του χειμερινού “Κολοσσαίον” και του θερινού “Σινέ Ελληνίς”, ο οποίος προσφέρει και την εντυπωσιακότερη θέα απ’ όλους, με τον φωτισμένο Πύργο του ΟΤΕ να ορθώνεται σαν ειδικό εφέ πίσω ακριβώς από την οθόνη. Εκεί τον συναντήσαμε, μην έχοντας αρχικά ιδέα ότι ο κύριος Κοσμάς ζει και δουλεύει μέσα στους κινηματογράφους εδώ και περισσότερα από 60 χρόνια.

Όλα ξεκίνησαν με πρωταγωνιστή τον 9χρονο κύριο Κοσμά, μία αυτοσχέδια (από τα χεράκια του) κινηματογραφική μηχανή φτιαγμένη από ένα τσίγκινο κουτί χαλβά, καμιά εικοσαριά πιτσιρίκια στριμωγμένα στο παιδικό του δωμάτιο, κι έναν έξαλλο πατέρα. Βρισκόμαστε στην Θεσσαλονίκη των αρχών της δεκαετίας του ’50, και το σκηνικό δεν θα μπορούσε να μοιάζει περισσότερο με ταινία του Wes Anderson.  

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.  
Ο Κοσμάς Ζαφειρίου γεννιέται το 1942 στα Σίμαντρα της Χαλκιδικής, και από μικρό παιδί καλλιεργεί μία πρωτοφανή λατρεία για τον κινηματογράφο. Λίγα χρόνια αργότερα η οικογένεια του μετακομίζει στην Θεσσαλονίκη, και ο μικρός Κοσμάς έχει πλέον την ευκαιρία να ξημεροβραδιάζεται στους κινηματογράφους της πόλης, μαθαίνοντας από εννιά χρονών την δουλειά του μηχανικού προβολής.  
 

“Μόνος μου ξεκίνησα να το κάνω αυτό, να πηγαίνω δηλαδή στους κινηματογράφους για να μάθω την δουλειά. Η οικογένεια μου δεν είχε καμία σχέση με τον χώρο. Είχα μεγάλη, γνήσια, αγάπη για το σινεμά, κι ακόμα μεγαλύτερο μεράκι. Εκεί λοιπόν, όταν δεν με κοιτούσαν οι μηχανικοί, έκοβα ένα μέτρο ταινία από ένα φιλμ, ένα μέτρο από ένα άλλο, τα ένωνα και έφτιαχνα μια πομπίνα, ένα κολάζ ας πούμε ταινιών.”  

“Παρατηρούσα πώς δουλεύει η μηχανή, και με ένα κουτί από χαλβά και μία λάμπα κατόρθωσα και έφτιαξα μία αυτοσχέδια μηχανή προβολής. Εκεί έπαιζα τις πομπίνες αυτές. Μαζεύονταν τα παιδιά από την γειτονιά και γινότανε χαμός. Έπεφτε μετά και το απαραίτητο ξύλο από τον πατέρα μου, αλλά εγώ εκεί. Δεν μπορούσα να σταματήσω. Μια ζωή όπως το έργο ‘Σινεμά ο Παράδεισος’, θα το ξέρεις φαντάζομαι. Ακόμα και τώρα, όποτε την βλέπω αυτή την ταινία κλαίω”  
Οι πρώτοι κινηματογράφοι, και τα χρόνια των μεγάλων επιτυχιών
Τα χρόνια περνάνε και μέχρι το 1962, οπότε και πήγε φαντάρος, ο κύριος Κοσμάς δουλεύει σταθερά ως μηχανικός προβολής στα ξακουστά “Διονύσια”, και στον κινηματογράφο “Εγνατία”. Στον στρατό αναλαμβάνει τον ρόλο του εκπαιδευτή κινηματογραφικών μηχανών στην Γεωγραφική Στρατιωτική Υπηρεσία, και τελειώνοντας αποκτά και το δίπλωμα μηχανικού κινηματογράφου.  

Ως μηχανικός δουλεύει μέχρι και το 1966. Στο μεταξύ έχει παντρευτεί την κυρία Θωμαή, και με τα λεφτά της πρώτης υποτροφίας του φοιτητή τότε αδερφού της -και μετέπειτα συνεργάτη του για δεκαετίες- Γαβριήλ Ράππου, ανοίγουν την πρώτη δική τους επιχείρηση.  
Το θερινό σινεμά “Ποσειδών”, για να ακολουθήσει λίγο αργότερα το “Αύρα” στην Χαριλάου και σταδιακά η εκμετάλλευση δεκάδων άλλων αιθουσών τους οποίους επιμένει να μου κατονομάσει “για την ιστορία” ‘όπως λέει.  

Έχουμε και λέμε, λοιπόν.
Πρώτο ήταν ο ‘Ποσειδών’, έπειτα η ‘Άυρα’, ακολουθούν τα’ Όσκαρ’ στην Παπαναστασίου, ‘Αρτζεντίνα’, ‘Ναταλί’, ‘Αμυράλ’, ‘Σινέ Κλειώ’, το ‘Εγνατία’ – πίσω από την Αγία Σοφία, που λειτουργεί σήμερα σαν θέατρο, το ‘Ράδιο Σίτι’, ο ‘Έσπερος’, το ‘Μακεδονικόν’, το ‘Σινέ Άντα’ στους Αμπελοκήπους, τα ‘Μαξίμ’ (Κρήτης και Παπακυριαζή), το ‘Rex’ στην Μπότσαρη, ‘Ριβολί’, ‘Αθήναιον’, ‘Αλκυονίς’ στην Καλλιδοπούλου, ‘Ζέφυρος’ στην ΧΑΝΘ, ‘Ιντεάλ’ στην Αγίου Δημητρίου, ‘Αχίλλειον’, την παλιά ‘Αλέκα’ επί της Λαγκαδά, που από σινεμά ταινιών πορνό μετατράπηκε από τους Ράππο – Ζαφειρίου στα πολυτελέστατα ‘Τιτάνια’, και πολλά πολλά άλλα…

Οι δύο συνεργάτες ανοίγουν Γραφείο Διανομής Κινηματογραφικών Ταινιών, καταφέρνοντας να εξασφαλίσουν την αποκλειστική διανομή των περισσότερων ελληνικών ταινιών στη Βόρεια Ελλάδα. Στην εταιρεία τους υπάγονταν και τα κινηματογραφικά δικαιώματα των… “5Β” (Βουγιουκλάκη, Βουτσάς, Βασιλειάδου, Βέγγος, Βλαχοπούλου) που απέφεραν μεγάλα κέρδη

Οι δύο συνεργάτες, καταφέρνοντας να εξασφαλίσουν μεγάλες επιτυχίες για ολόκληρη την Βόρειο Ελλάδα, συνεργαζόμενοι κυρίως με την Σπέντζος Φιλμς.   “Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω, αλλά νομίζω ότι είχα πάντα ένα προαίσθημα για τις ταινίες που θα έκαναν επιτυχία. Παραδείγματα πολλά. Ας πούμε το “Μπορώ και χωρίς τα γυαλιά μου” με τον Ρόμπιν Γουίλιαμς, μια κωμωδία βασισμένη σε σόκιν ανέκδοτα του περιοδικού Playboy, που δεν είχε πάει και πολύ καλά στην Αθήνα. Την αγοράζουμε, φτιάχνω εγώ ένα δικό μου τρέιλερ όπου μαζεύω όλα τα σόκιν μαζί, και ξεκινάμε να την προβάλλουμε σε τέσσερις κινηματογράφους, με αποτέλεσμα να κόβουμε 1000 εισιτήρια ημερησίως.”

“Το ίδιο είχε γίνει και με την “Ιστορία της Ο”. Με το που την βλέπω στην Αθήνα πηγαίνω κατευθείαν και την αγοράζω από τους Καραγιάννη-Καρατζόπουλο. Την βάζουμε στο Ράδιο Σίτι, και σε τρεις μέρες κόβουμε 15.000 εισιτήρια, με τον κόσμο να κάνει ουρές.”   Ένα τελευταίο που θυμάμαι ήταν το “Yuppi Du” με τον Αντριάνο Τσελεντάνο, που είχε κι αυτό πατώσει στην Αθήνα. Το παίρνουμε, αλλάζω τον τίτλο σε “Μπατίρης Εραστής”, και η ταινία απογειώνεται. Μια πρόσφατη σχετικά μεγάλη επιτυχία ήταν και η θεατρική μουσική παράσταση “Σαν Ηφαίστειο που ξυπνά” με την Άλκηστις Πρωτοψάλτη, στο Ράδιο Σίτι”  

Η έλευση των multiplex αλλάζει δραματικά τον κινηματογραφικό χάρτη της Θεσσαλονίκης Φτάνουμε, αισίως, στην εποχή των μεγάλων αναβαθμίσεων στις αίθουσες της πόλης, λίγο πριν την αρχή της νέας χιλιετίας. “Είχαν βγει κάποια χρήματα μέχρι τότε, τα οποία αποφασίσαμε να επενδύσουμε σε ανακαινίσεις. Το “Τιτάνια” επί της Λαγκαδά γίνεται ένας υπερπολυτελής κινηματογράφος, ο Έσπερος το ίδιο. Φέρνουμε καθίσματα deluxe, εισάγουμε πρώτοι τις δύο αίθουσες, βάζουμε ενδοδαπέδια θέρμανση, καλλιτεχνικά γύψινα στις οροφές… Και τότε ακριβώς ανοίγουν τα πρώτα πολυσινεμά και μας κόβουνε τα πόδια. Δεν προλάβαμε καν να κάνουμε απόσβεση”, μου εξηγεί.  

Δεν ήταν ότι δεν ξέραμε ότι πρόκειται να ανοίξουν μεγάλοι κινηματογράφοι, αλλά τότε θυμάμαι έλεγα “Τι ζημιά να μας κάνει εμάς ένα κινηματογράφος στη μέση του πουθενά, πέρα μακριά στον Φοίνικα”. Δεν πήγαινε το μυαλό μας σ’ αυτό που επακολούθησε”

“Στην αρχή οι πολυκινηματογράφοι έκαναν τον κόσμο να γυρίσει στο σινεμά. Ο κινηματογράφος έγινε ξανά μόδα, και για λίγο επωφεληθήκαμε κι εμείς. Την πρώτη χρονιά ανεβήκαμε σε εισιτήρια, αλλά αμέσως μετά άρχισε η κατηφόρα με τα εισιτήρια να πέφτουν κάτω από το μισό του συνηθισμένου. Έπειτα άνοιξαν και τα Odeon και το κέντρο “ρήμαξε”. Αργά η γρήγορα έκλεισαν όλες οι μικρές αίθουσες και βγήκαμε από το παιχνίδι.”

“Τελοσπάντων, δεν έχω παράπονο. Ζήσαμε χρόνια μεγάλης δόξας, αλλά και τώρα είναι καλά. Εδώ και οκτώ χρόνια δουλεύουμε το χειμώνα το Κολοσσαίον, στην Όλγας, και από το 1994 τα καλοκαίρια περνάνε στο Ελληνίς.”   H παλιά μηχανή προβολής, αντίκα πλέον, που βρίσκεται στο Ελληνίς. Από φέτος όλοι οι κινηματογράφοι υποχρεούνται να παίζουν τα καινούρια μηχανήματα ψηφιακής προβολής

20 χρόνια Σινέ Ελληνίς
“Το θερινό σινεμά δίνει άλλη αίσθηση. Είσαι κάτω από τα αστέρια, ελεύθερος, και ο κόσμος το βλέπει περισσότερο σαν διασκέδαση. Αρκεί να είναι καλός ο καιρός”, μου λέει δείχνοντας μου τις καρέκλες που στεγνώνουν από την τελευταία πρόσφατη καταιγίδα. Σύμφωνα με τον κύριο Ζαφειρίου, το καλοκαίρι ο κόσμος προτιμάει ταινίες περισσότερο κοινωνικές, και όχι τόσο δράσης και περιπέτειες, (“αυτά είναι για τα άλλα, τα Village κι αυτά”), ενώ οι μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες που είχε το Ελληνίς τα τελευταία χρόνια ήταν το “Γάμος αλά Ελληνικά” (2002) και το “Mamma Mia!”(2008) που έσπασαν ταμεία, αλλά και το “Άδωξοι Μπάσταρδη” (2009), του Κουέντιν Ταραντίνο.  

Φεύγοντας, τον ρωτώ τι του άφησε η εμπειρία τόσων δεκαετιών μέσα στους κινηματογράφους. “Ποια εμπειρία; Εμένα ο κινηματογράφος είναι η ζωή μου ολόκληρη. Η ζωή μου. Είναι αρρώστια. Ακόμα και μέσα από το νοσοκομείο, εγχειρισμένος, είμαι στο τηλέφωνα, στην αγωνία για την καινούρια ταινία. Σπίτι δεν μπορώ να κάτσω με τίποτα. Αρρωσταίνω. Μου είπαν οι γιατροί τις προάλλες, “θα κάτσεις μέσα τρεις εβδομάδες”. Ε, πάνω από μία εβδομάδα δεν άντεξα, ήρθα πάλι!”, μου εξηγεί. “Πάντως να ξέρεις, είναι γλυκιά αυτή η δουλειά”, μου λέει φεύγοντας.”Η χαρά σου είναι να βλέπεις τον κόσμο να χαίρεται και να ενθουσιάζεται με μία ταινία που διάλεξες. Περάσαμε πολύ ωραία χρόνια. Χαρούμενα χρόνια.”  
Πηγή: www.lifo.gr – Αλκηστη Γεωργίου

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε