Κρίτων Σαλπιγκτής (συγγραφέας της νουβέλας «Τελευταίο δρομολόγιο»)

Κρίτων Σαλπιγκτής (συγγραφέας της νουβέλας «Τελευταίο δρομολόγιο»)

Συγγραφέας της νουβέλας με τίτλο «Τελευταίο δρομολόγιο» η οποία αφηγείται μια ιστορία του αστυνόμου Μπέκα που διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη το 1954, αφιερωμένη στη μνήμη του Γιάννη Μαρή, σε εικονογράφηση του Γιώργου Ακοκαλίδη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αιγαίον. O Κρίτων Σαλπιγκτής έδωσε συνέντευξη στον Σωτήρη Ζήκο, αρχισυντάκτη του περιοδικού CITY.

Μπορείς να μας θυμίσεις τι έχεις γράψει και τι έχεις εκδώσει πριν από αυτήν τη νουβέλα;

Αφού εξασκήθηκα από το 1978 σε περιοδικά και εφημερίδες κυρίως της πόλης μας με επιφυλλίδες, εμφανίστηκα στα γράμματα το 1989 με μια πολιτική παρωδία του «Μικρού ΗΡΩΑ», εικονογραφημένη από τον Γιώργο Ακοκαλίδη. Ακολούθησε ένας δεύτερος τόμος της σειράς ο «Πουρός ΗΡΩΣ» το 1994 και μετά, αν εξαιρέσεις ένα παλαιότερο κείμενό μου, που ανθολογήθηκε το 1999 στο βιβλίο «Στα Γήπεδα η Πόλη Αναστενάζει» ή την επτάμηνη συνεργασία μου με την επανέκδοση της εφημερίδας «Θεσσαλονίκη» το 1998, εκδοτικά τα επόμενα χρόνια βάρεσα, όχι αδικαιολόγητα, πολλές απουσίες. Επανήλθα εμμέσως το 2004, ως στενός σύμβουλος του Τάσου Κοντέλη στην συγγραφή του αστυνομικού «Σφαίρες Σωκράτη, όχι Κώνειο», ως τακτικός της εφημερίδας «Μακεδονία» το 2006-2007 και συνέχισα εκδοτικά το 2011 με το «ΚΑΡΑΟΛΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ – Η Εκτέλεση που Συγκλόνισε την Ελλάδα». Παρεμπιπτόντως κατά την Άνοιξη της Ραδιοφωνίας στην πόλη μας υπήρξα το 1988 δημιουργός της εκπομπής «Ο Πατέρας και το Τέρας της Μητέρας» από την συχνότητα του FM 102, η οποία υπήρξε τότε η δημοφιλέστερη χιουμοριστική εκπομπή στην Βόρειο Ελλάδα.

Πώς προέκυψε λοιπόν η συγγραφή αυτής της ιστορίας;
Από μια ιδέα που έπεσε στην Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας να τιμηθεί από τους Έλληνες συγγραφείς ο Γιάννης Μαρής, με την συγγραφή ιστοριών με ήρωα το δημιούργημά του, τον Αστυνόμο Μπέκα. Απλώς η δική μου ιστορία με τον Μπέκα, δεν χώρεσε στις κάπως στενές, ας τις πω, προδιαγραφές της Λέσχης.

Τι κοινό έχει αυτό το συγγραφικό εγχείρημα και τι όχι με την «επαναφορά» του Μικρού Ήρωα πριν από κάποια χρόνια σε δύο τόμους;
Ο «Πουρός ΗΡΩΣ» τιμούσε τον «Μικρό ΗΡΩΑ» και τον δημιουργό του με τα όπλα της πολιτικής παρωδίας. Με γερασμένους όμως και εκ βάθρων ξαναπλασμένους τους χαρακτήρες του Στέλιου Ανεμοδουρά, οι οποίοι παρ’ ότι κατά το ηρωικό παρελθόν τους αποτελούσαν τον φόβο και τον τρόμο του Χίτλερ και του Μουσολίνι, με τους Έλληνες πολιτικούς της σύγχρονης εποχής τα βρήκαν μπαστούνια. Στο βιβλίο μου «Τελευταίο Δρομολόγιο» αντιθέτως περιγράφω τον Αστυνόμο Μπέκα όπως ακριβώς τον δημιούργησε ο Γιάννης Μαρής. Τον φέρνω όμως «πρώτη φορά» στην Θεσσαλονίκη – επί Μαρή δεν είχε πατήσει το πόδι του στην πόλη μας. Κοινό στοιχείο και στις δύο περιπτώσεις αποτελεί η προσφιλής συνήθειά μου, καθώς εκτυλίσσεται η υπόθεση, είναι να έρχονται σε επαφή οι μυθιστορηματικοί ήρωές μου με γνωστά πολιτικά πρόσωπα, την ώρα που ένα πραγματικό γεγονός εκτυλίσσεται δίπλα τους.

Μπορείς να μας πεις λίγα λόγια για το στόρι χωρίς να αποκαλύψεις το «αστυνομικό μυστήριο» όπως λέγαμε παλιά;
Θα σου κάνω το χατίρι, επειδή ζήτησες να το κάνω με λίγα λόγια. Στην Θεσσαλονίκη του 1954 φτάνει ένας Υπουργός, ανερχόμενος αστέρας της πολιτικής τότε, αλλά απειλείται με φόνο. Την ώρα που η Χωροφυλακή κινητοποιείται για ν’ αποτρέψει το κακό, ένας απεσταλμένος από την εφημερίδα του Αθηναίος δημοσιογράφος περιπλανιέται στους δρόμους της πόλης μας και συναντά τους ανθρώπους της, με την ανησυχία ότι οι πολιτικοί φόνοι εδώ, εκτός από παρελθόν, θα έχουν και μέλλον. Μόνη ελπίδα του ν’ αποτραπεί το κακό ο Αστυνόμος Μπέκας.

Εγώ, που το έχω διαβάσει, έχω την εντύπωση, καθώς το βιβλίο κυκλοφορεί σε πρώτη έκδοση το έτος 2012, ότι είναι μάλλον φόρος τιμής στην ιστορία της Θεσσαλονίκης…
Αν εννοείς τα 100 χρόνια της απελευθέρωσης, θα πω απερίφραστα ναι. Είναι ένας φόρος τιμής που ασυζητητί τον χρωστούσα στην πόλη μου, καθώς η δράση στα προηγούμενα βιβλία μου έτυχε, από τις ανάγκες της μυθιστορίας, να έχει φόντο την Αθήνα. Στο βιβλίο η ιστορία εκτυλίσσεται σε χρόνια που έζησα. Όχι όμως με τρόπο μελιστάλαχτο και νοσταλγικό, δεν υπήρξε αυτός ο τρόπος μου. Η αγάπη για την γενέθλια πόλη μου με οδήγησε να το κάνω με αφήγηση ρεαλιστική. Ναι, μνημονεύω τους ανθρώπους της και τα πιο λαμπρά στέκια της που χάθηκαν στο παρελθόν, ναι, τιμώ τους άξιους που δεν λογάριασαν την ζωή τους για να την υπερασπίσουν, αλλά δεν εξωραΐζω ούτε την έλλειψη διορατικότητας, ούτε τα συμφέροντα και την δύναμη, ούτε όσους ευαγγελίστηκαν κάτι διαφορετικό, για να ταξιδέψουν τελικά στην πρώτη θέση. Το αντίθετο: τους κακίζω.

Χρειάστηκε να κάνεις αρκετό καιρό έρευνα για να στοιχειοθετήσεις πρόσωπα και πράγματα εκείνης της εποχής;
Στα θέματα της τεκμηρίωσης αξιοποίησα μια σειρά από λεπτομέρειες που από παλαιότερα είχα συγκεντρώσει μαζί με νέες που μάζεψα το τελευταίο έτος, όταν και χάρη στη βοήθεια που απλόχερα δέχθηκα από όλους εκείνους που ευχαριστώ στο βιβλίο πέτυχα να ξετρυπώσω ένα σωρό άλλα. Μένω με την εντύπωση ότι ξεθάβω και μια χαμένη στον χρόνο ιστορία: εκείνην που εξηγεί πώς έγινε και παρέδωσε το 1926 την κυριαρχία της η μπύρα Όλυμπος-Νάουσσα στην μπύρα Φιξ, όταν εν μέσω πλήρους ακμής μόλις έναν χρόνο νωρίτερα είχε ανεγείρει στην παραλιακή Λεωφόρο το πολυτελέστατο κτήριο Όλυμπος-Νάουσσα, όπου και εγκαταστάθηκε για ένα μόλις χρόνο. Όταν με τον θάνατό της δημιουργήθηκε το πασίγνωστο εστιατόριο.

Σίγουρα ο τίτλος δεν θα μπορούσε να είναι «Το τραμ το τελευταίο»;
Ο τίτλος που προτείνεις είναι πολυχρησιμοποιημένος. Επί πλέον, λίγο νωρίτερα, εσύ ο ίδιος πρότεινες να μην αποκαλύψουμε το «αστυνομικό μυστήριο» του βιβλίου μου. Το ξέχασες; Εκτός εάν είσαι πληρωμένος από όσους θάβω με το βιβλίο μου και πας να μου κόψεις πωλήσεις. Για να τελειώνουμε λοιπόν: ο τίτλος «Τελευταίο Δρομολόγιο» είναι ο πλέον ενδεδειγμένος. Όπως και ότι αυτό το σημερινό πάρε-δώσε μεταξύ μας, ας πούμε από τώρα «Τελευταία Συνέντευξη», διότι άλλη δεν πρόκειται να σου δώσω.

Για να εκφέρω και μια κρίση: αν μου είχες δώσει νωρίτερα να διαβάσω όλα τα μέρη που απαρτίζουν το βιβλίο, θα σου πρότεινα να κόψεις τις τελευταίες σελίδες από το επίμετρο… Καταλαβαίνεις γιατί;
Είναι ένα λεπτής τάξεως ζήτημα αυτό, στου οποίου όμως τον πυρήνα αποφεύγεις να αναφερθείς, αφού υπαινικτικά το αγγίζεις. Οπότε μου στερείς κι’ εμένα την ευκαιρία να αναμετρηθώ ευθέως με μια πιο συγκεκριμένη ερώτηση. Μην ανησυχείς. Θα σου δώσω την ευκαιρία να την αξιοποιήσεις με την επόμενη.

Ο Τάσος Κοντέλης, που γράφει το εισαγωγικό σημείωμα στο βιβλίο σου, είναι ένας παλιός φίλος μου, που αποκαλούσαμε κάποτε ο ένας τον άλλον «Μικρούλη». Είναι ακόμα Μικρούλης;

Ναι, κατά βάσιν παραμένει «Μικρούλης», παρ’ ότι πλέον ωριμότερος απ’ ό,τι τον περιγράφεις. Εμένα πάντως αυτός ο «Μικρούλης» με στήριξε αθόρυβα πριν από δέκα χρόνια, σε πολύ δύσκολες στιγμές που πέρασα. Από το 2001 πορευόμαστε σχεδόν σαν σιαμαίοι. Τέτοιους τύπους, άμα δεν θέλεις να προκόψεις, είτε τους παντρεύεσαι είτε τους σκοτώνεις. Κι επειδή δεν είναι στα γούστα μου, όπως ξέρεις, ένας τέτοιος γάμος, εάν μου προτείνεις να σκοτώσω τον «Μικρούλη», πες το καθαρότερα, για να σκεφτώ πώς θα το χειριστώ στο επόμενο μυθιστόρημα. Εις βάρος κάθε προκοπής εννοείται.

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε