«LOVE- LOVE – LOVE» του Mike Bartlett στο «Αντιγόνη Βαλάκου»

«LOVE- LOVE – LOVE» του Mike Bartlett στο «Αντιγόνη Βαλάκου» από το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας | Κριτική της παράστασης Παύλος Λεμοντζής


Πρόλογος

O Βρετανός συγγραφέας Μάϊκ Μπάρτλετ (γνωστός και στην Ελλάδα από το ανέβασμα του έργου του “COCK” ), καταπιάνεται στο “LOVE, LOVE, LOVE” με ένα ακόμη πιο καυτό θέμα: Τη γενιά του ’68 και τα παιδιά της.

Το έργο βραβεύτηκε ως «καλύτερο νέο έργο της χρονιάς του 2011» στα THEATRE AWARDS UK.

Μέσα από την πολύχρονη εκρηκτική σχέση ενός ζευγαριού, ο Μπάρτλετ μιλάει για ολόκληρη τη γενιά του ’68 (τη δική μας “γενιά του Πολυτεχνείου”), τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε στη διαμόρφωση της σύγχρονης κοινωνίας και τη σχέση της με τα παιδιά της, καταλήγοντας ουσιαστικά στο ερώτημα: «Είναι η γενιά του ‘68 υπεύθυνη για τα παιδιά της;»
Ο Μάικ Μπάρτλετ, πάντως, έγραψε το Love, Love, Love πριν από δώδεκα χρόνια. Η συνάφεια των άκρως αιχμηρών παρατηρήσεών του σχετικά με τους «Βaby boomers» (άτομα που έχουν γεννηθεί ανάμεσα στο 1946 και το 1964) και τα δυσαρεστημένα τους παιδιά που ανήκουν στην «Generation X», δεν έχει αλλάξει στα χρόνια που μεσολάβησαν.

Υπόθεση

Η εξαιρετική δουλειά της διασκευής του αγγλικού έργου, φέρνει την ιστορία στον τόπο μας με τόσο καίριο τρόπο, ώστε πολύ γρήγορα πιστεύεις ότι είναι ελληνικό έργο , καθαρόαιμα ελληνικό.

Ο Κωστής και η ‘Έλσα γνωρίζονται στα δεκαεννιά τους, κατά τη διάρκεια του περίφημου «καλοκαιριού της αγάπης» , ενώ οι Μπητλς τραγουδούν σε πρώτη παγκόσμια ζωντανή τηλεοπτική αναμετάδοση, το τραγούδι τους “All you need is love”. Με σημαία τους το στίχο “love, love, love”, (εξ΄ου και ο τίτλος του έργου) οι δυο τους , γεμάτοι όνειρα, ορμή και επιθυμία ν’ αλλάξουν τον κόσμο, θα ενώσουν τις ζωές τους.

Το έργο μέσα από τις τρεις πράξεις του, τοποθετημένες το 1970 περίπου, γύρω στο 1990 και στο 2019 περίπου, παρακολουθεί την εξέλιξή τους και τη σχέση τους με τα παιδιά τους. Ταυτόχρονα όμως, παρακολουθούμε και τη διαμόρφωση ενός νέου είδους χάσματος ανάμεσα στις δύο γενιές. Ενός είδους που έχει τη ρίζα του στην οικονομική κρίση και στο πλαίσιο του οποίου οι γονείς είναι οι «έχοντες» και τα παιδιά οι «μη έχοντες».

Με χιούμορ αλλά και πολιτική διάθεση, ο συγγραφέας θέτει μια σειρά από καίρια ερωτήματα: Τι απέγινε ο ιδεαλισμός της γενιάς του ‘68; Γιατί τα παιδιά αυτής της γενιάς δεν έχουν τις ευκαιρίες που είχαν οι γονείς τους; Είναι άραγε λάθος των γονιών τους, φταίει ο τρόπος που τους μεγάλωσαν, η κοινωνία που τους παρέδωσαν ή κάθε γενιά πρέπει να αναλαμβάνει έτσι κι αλλιώς την ευθύνη για την κατάσταση της; Η παλιότερη γενιά «οφείλει» τελικά να βοηθάει τη νεότερη; Και μέχρι πότε;

Ανάγνωση


Ένα έργο που επαναλαμβάνει σκόπιμα την ίδια λέξη τρεις φορές στον τίτλο του (πιθανώς μία φορά για κάθε μια από τις πράξεις του) πρέπει να υποδηλώνει ότι η αγάπη είναι, σε κάποιο βαθμό, αυτό που στοχεύει ο συγγραφέας. Και καθώς η πρώτη πράξη εξελίσσεται, διαδραματίζεται στη δεκαετία του ’60, είναι ευδιάκριτη η τάση για τη σεξουαλική απελευθέρωση, την ειρήνη και την αγάπη. Αρχικά, η γενιά των «baby boomers» δείχνει αποφασισμένη να κρατήσει την αγάπη σταθερή στη ζωή τους. Καθώς σε κάθε πράξη η αγάπη παρακάμπτεται ανελέητα, μια νέα γενιά στηλιτεύει άγρια το αποτέλεσμα των πράξεων των γονιών τους, φανερώνοντας με ακρίβεια το πόσο έξω έχει πέσει η αγάπη από στη λίστα των προτεραιοτήτων τους.

Στην ακραία άποψη του Bartlett για το αρχετυπικό ρομάντζο του «baby boomer», η λέξη «αγάπη» θα μπορούσε να αντικατασταθεί με τη λέξη «εγώ».

Το δράμα «Love, Love, Love» του Mike Bartlett του 2010- 11, ξεκινά στην εποχή του φεμινισμού, της ελεύθερης σχέσης, του δεύτερου κύματος του ιδεαλισμού, για να εξετάσει τις διασταυρώσεις του προσωπικού και του πολιτικού, μέσα από τις ζωές ενός ζευγαριού που ενηλικιώνεται.

Μια πονηρή αναφορά στον Joe Orton – στην πρώτη πράξη – προσφέρει έναν υπαινιγμό στη δραματική γενεαλογία του. Όπως ο Orton, ο Bartlett αποκαλύπτει ασεβώς την ανθρώπινη φύση μέσα από τη συμπεριφορά των χαμερπών χαρακτήρων που ξεφεύγουν από κάθε ορθολογισμό. Μερικοί θεατές μπορούν να διαμαρτυρηθούν ότι οι χαρακτήρες του έργου αγγίζουν τα όρια της καρικατούρας, αλλά είναι απόρροια της ζωντανή μάχης αυτών των έντεχνων στερεοτύπων, όπου το δράμα μιας ιδιαίτερης γενιάς γίνεται ταραχώδης κωμωδία.

Η παράσταση

Ο χαμένος ιδεαλισμός και η γονική ευθύνη είναι τα θέματα που αναδύονται εδώ, μέσα από τις κεντρικές μορφές του Κωστή και της Έλσας, στην άκρως ενδιαφέρουσα παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας.

Το ζευγάρι γνωρίζεται, παντρεύεται, κάνει παιδιά, χωρίζει και συνταξιοδοτείται κατά τη διάρκεια του έργου. Ακολουθούμε την πορεία τους σε τρεις πράξεις που διαδραματίζονται σε τρεις χρονικές περιόδους, αποτυπώνοντας η καθεμία μια συγκεκριμένη στιγμή της οικογενειακής ζωής και της ελληνικής κουλτούρας.

Η παράσταση τοποθετεί το έργο στις συνθήκες ενός πάρτι που ξεκινάει στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και τελειώνει το 2019 με 20. Ενός πάρτι με άφθονη μουσική, η οποία και σηματοδοτεί το πέρασμα των τελευταίων σαράντα πέντε ετών που άλλαξαν τον κόσμο.
Μέσα στον ενθουσιασμό της αρχής αυτού του πάρτι, γνωρίζονται και ερωτεύονται ο Κωστής και η Έλσα. Στη νεανική τρέλα αυτού του πάρτι μεθάνε, καπνίζουν, χορεύουν. Στη συνέχεια ενηλικιώνονται, κάνουν παιδιά, καριέρα, λεφτά, χτίζουν, γκρεμίζουν και ξαναχτίζουν κατά βούληση τη ζωή τους. Αλλά και τη ζωή των παιδιών τους. Νιώθουν ότι αυτό το πάρτι δε θα τελειώσει ποτέ.

Κι όμως, το πάρτι τελειώνει κάποια στιγμή. Και τα παιδιά τους ζητάνε τα «χρωστούμενα» από αυτούς που δε δέχονται να τα παραχωρήσουν. Ως γονείς, ανάλωσαν όλη τους την ενέργεια προσπαθώντας να αποκτήσουν κύρος, χρήματα, επιτυχία, δύναμη. Λαχταρούσαν όμως, πάντα την αγάπη. Τι έκαναν για να μάθουν την τέχνη ν’ αγαπάς ανιδιοτελώς;

Οι πέντε πολύ καλοί ηθοποιοί της παράστασης μιλούν για όλα εκείνα που αφορούν στη γενιά τους. Όχι, για κείνους το θέμα δεν είναι η κρίση. Είναι γιατί οι άνθρωποι -σε όποια γενιά κι αν ανήκουν- ταλανίζονται σήμερα ανάμεσα στον οπορτουνισμό και στον εγωισμό. Γιατί νιώθουν την προσφορά περιττή ή μια ουτοπία. Τι , άραγε, εξόκειλε στην πορεία; Και πού βρίσκεται θαμμένη η περιβόητη «αγάπη»;

Η σκηνοθεσία της Λητώς Τριανταφυλλίδου εστίασε- και πολύ σωστά- στο χάσμα γενεών .

«Νομίζουν ότι ξέρουν τα πάντα και είναι αρκετά σίγουροι για αυτό». Όχι, αυτά δεν είναι τα λόγια ενός απογοητευμένου μεσήλικα baby boomer που γκρινιάζει για τους μυημένους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης millennials. Είναι ένα απόσπασμα από τον αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο Αριστοτέλη που διαμαρτύρεται για τους νέους της εποχής του.

Ηλίου φαεινότερον, λοιπόν, πως ο «πόλεμος» και το χάσμα μεταξύ γενεών είναι ένα ζήτημα πάρα πολύ παλιό. Ο Μάικ Μπάρτλετ το έφερε στο προσκήνιο και το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας κάνει το κείμενο του 2011 προσιτό και ευανάγνωστο στο 2023, με το περιτύλιγμα και το περιεχόμενο απολύτως ελληνικά. Από το «Μάθημα σολφέζ» της Γιουροβίζιον στον Διονύση Σαββόπουλο κι από το «Τζουράσικ Παρκ» στην «Τούρτα της μαμάς».

Έξυπνη παράσταση με πολύ καλούς συντελεστές. Παρακολουθούμε ένα ζευγάρι στη δεκαετία του ’60, του ’90 και στις μέρες μας. Ένα συμβατικό ζευγάρι δυο εγωκεντρικών ανθρώπων, που δεν μοιάζει να τους ενδιαφέρει τίποτα άλλο πέρα απ’ τον εαυτό τους. Δυο ανερμάτιστοι άνθρωποι που ασπάζονται “ιδεολογίες” μόνο στο βαθμό που τους εξυπηρετεί, ανάγοντας σε “επαναστατισμό” την “ανήθικη” συμπεριφορά τους.

Οι «αδιάφοροι» λοιπόν της δεκαετίας του ’60, γίνονται στελέχη επιχειρήσεων στη δεκαετία του ’90, στοχεύοντας πάντα στο προσωπικό τους συμφέρον και αδιαφορώντας για τις υποχρεώσεις τους απέναντι στα παιδιά τους, για να καταλήξουν μίζεροι συνταξιούχοι στο σήμερα με μελαγχολικούς απογόνους.

Το έργο είναι μάλλον ψυχογράφημα παρά κοινωνικό, εφόσον δεν υπάρχουν αναφορές στις κοινωνικές συνθήκες που “έφτιαξαν” εγωπαθείς χαρακτήρες, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τις κατάλληλες συνθήκες για να αποκομίσουν ό,τι θεωρούσαν “ίδιον όφελος”.
Ενδιαφέρον κείμενο και ενδιαφέρουσα η προσέγγιση της Εύας Οικονόμου Βάμβακά, η οποία προσάρμοσε στη δραματουργική της επεξεργασία και μετάφραση τη δράση στα καθ’ ημάς, επειδή οι ανθρώπινες αδυναμίες δε γνωρίζουν σύνορα ούτε χρονικά όρια. Συναντώνται οπουδήποτε και οποτεδήποτε και δε θα πάψουν να υφίστανται, όσο υπάρχουν άνθρωποι. Όπου γης.

Μπροστά μας σπαράσσεται η «αγία» ελληνική οικογένεια. Παρελαύνουν όλες οι γνωστές παθογένειες που δέρνουν τα μέλη της, ο θεατής κάνει περίπατο από τον «Πατέρα» του Στρίντμπεργκ στην «Μπαλάντα της καρδιάς» του Γιάννη Οικονομίδη κι από κει στους «Στυλοβάτες της κοινωνίας» του Ίψεν, για να καταλήξει σ’ ένα τραγελαφικό κομμάτι του Γιώργου Καπουτζίδη.

Πράγματι, τα τελευταία χρόνια με την οικονομική και πολιτική κρίση, ξαναστοχαζόμαστε αναπόφευκτα διαστάσεις του εθνικού μας εαυτού και της συλλογικής μας ταυτότητας. Η οικογένεια, ως θεσμός αλλά και ως κάτι πολύ περισσότερο –σύμβολο, συμπύκνωση, μετωνυμία σχέσεων, αξιών, πρακτικών– δεν μπορεί παρά να διεκδικεί την τιμητική της. Ακόμη κι από μια στενή, παραδοσιοκρατική οπτική, εάν την θεωρήσουμε ως «κύτταρο» της κοινωνίας, τα πράγματα δείχνουν μπλοκαρισμένα: η δυνατότητά της να λειτουργεί ως εγγυήτρια δύναμη της κοινωνικής αναπαραγωγής, ως παρέχουσα δίχτυ ασφαλείας τουλάχιστον για τα πιο αδύναμα μέλη της, ως θεματοφύλακας της ιδιωτικής περιουσίας και ιδίως της οικίας, κλυδωνίζεται συθέμελα και πιθανόν ανεπανόρθωτα.
Είναι το «διά ταύτα» αυτής της δυνατής παραγωγής του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας.

Πολύ καλή δουλειά, εξαιρετικές ερμηνείες.

Ο Τάσος Δημητρόπουλος είναι ο Κωστής, που από επαναστάτης χωρίς αιτία γίνεται το σύνηθες παντρεμένο αρσενικό που ξενοκοιτάει και μετακινεί τις ενοχές του στα άλλα μέλη της οικογένειας.

Η Βένια Σταματιάδη είναι μια έξοχη Έλσα, ένα κράμα ενοχικής μητέρας, γυναίκας βυθισμένης στο τέλμα του γάμου, αλλά με λαχτάρα για περισσότερη προσωπική ζωή.
Ο Γιάννης Σοφολόγης ερμηνεύει τον Σταμάτη, αδερφό του Κωστή, αρχικά σε μια λανθάνουσα σεξουαλική προτίμηση, ώσπου συνειδητοποιεί το «κανονικό» γι’ αυτόν , το αποδέχεται και το μοιράζεται.

Η Κωνσταντίνα Βέρρου, η κόρη Λήδα και ο Θανάσης Κεφαλάς, ο γιος Άλκης, συμπληρώνουν την πεντάδα και αποδομούν με τον τρόπο τους την οικογένεια, την οποία η παράσταση, έτσι όπως χτίστηκε κι ενορχηστρώθηκε από τη Λητώ Τριανταφυλλίδου, έξυπνα, με γρήγορους ρυθμούς, με ελληνική μυρωδιά και γεύση, μετατρέπει από «οικογένεια- κορνίζα» σε «οικογένεια βραχυκύκλωμα».

Τα σκηνικά του Δημήτρη Πολυχρονιάδη προσφέρουν ταυτότητα στις τρεις διαδοχικές χρονικές περιόδους της δράσης , έχουν εικαστικό ενδιαφέρον και απλώνονται σε όλη τη σκηνή. Οι φωτισμοί της Σεμίνας Παπαλεξανδροπούλου, στο πνεύμα της συλλογικής δουλειάς και μέσα στην επιλεγείσα συνθήκη δράσης.

Πρόκειται για μια προσεγμένη στη λεπτομέρεια παράσταση που αξίζει να τη δείτε.

Συντελεστές

Μετάφραση-Δραματουργική Επεξεργασία: Εύα Οικονόμου-Βαμβακά
Σκηνοθεσία: Λητώ Τριανταφυλλίδου
Σκηνογραφία: Δημήτρης Πολυχρονιάδης
Ενδυματολογία: Ματίνα Μέγκλα
Μουσική Σύνθεση και Επιμέλεια: Αλεξάνδρα Κατερινοπούλου
Επιμέλεια κίνησης: Φωτεινή Μελετιάδου
Σχεδιασμός Φωτισμών: Σεμίνα Παπαλεξανδροπούλου
Φωτογραφίες παράστασης: Ματθίλδη Τούμπουρου

Ηθοποιοί(με σειρά εμφάνισης): Τάσος Δημητρόπουλος, Γιάννης Σοφολόγης, Βένια Σταματιάδη, Θανάσης Κεφαλάς, Κωνσταντίνα Βέρρου
Στο video της παράστασης εμφανίζεται η Χριστίνα Νεφραίμ

Διάρκεια παράστασης: 100 λεπτά
Παραγωγή: ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας

«LOVE- LOVE – LOVE» του Mike Bartlett στο «Αντιγόνη Βαλάκου» από το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας | Κριτική της παράστασης Παύλος Λεμοντζής


«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» από το ΚΘΒΕ | Κριτική (a)

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε