Μαρία Ηλιού («Σμύρνη-Η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης 1900-1922»)

Μαρία Ηλιού («Σμύρνη-Η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης 1900-1922»)

Η Μαρία Ηλιού, σκηνοθέτις του ντοκιμαντέρ «Σμύρνη-Η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης 1900-1922» περιγράφει στην Γκέλυ Μαδεμλή και το περιοδικό CITY, τους συλλογισμούς πίσω από μια έρευνα που έφερε στο φως μοναδικό οπτικό υλικό από έναν κόσμο όχι και τόσο μακρινό -αν και για πάντα χαμένο-, μέρος του οποίου εκτίθεται και στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης

Έχετε προσωπική σύνδεση με τη Σμύρνη, καθώς από εκεί καταγόταν ο πατέρας σας, και αργότερα ο πατριός σας. Ποια ήταν η πρώτη αφήγηση, μέσα από την οποία γνωρίσατε την πόλη;
Η πρώτη αφήγηση ήταν η αφήγηση της φωτιάς και της θάλασσας, που από τις φλόγες και το αίμα των ανθρώπων φαινόταν κόκκινη. Αυτός ήταν μάλιστα ένας από τους παιδικούς μου εφιάλτες. Όταν ήμουν σε μικρή ηλικία, ξυπνούσα από αυτή τη φοβερή αγωνία πως η θάλασσα μπροστά στο σπίτι μας είχε γίνει κόκκινη και είχε γεμίσει πτώματα. Η δεύτερη αφήγηση, σχεδόν παράλληλη με την προηγούμενη, ήταν όχι το σκοτεινό κομμάτι της Σμύρνης, αλλά το φωτεινό κομμάτι της. Άκουγα αφηγήσεις για τις καλές στιγμές, για τη χαρά της ζωής -τη χαρά του ωραίου τραγουδιού, του ωραίου φαγητού, της θάλασσας, των εκδρομών, των πικ νικ, των ιστιοπλοϊκών… Για μια κουλτούρα που ήταν ανοιχτή σε διαφορετικούς πολιτισμούς, σε διαφορετικές θρησκείες, που σέβεται και χαίρεται τη διαφορετικότητα του άλλου. Αυτό δεν ήταν μόνο μια διήγηση, ήταν κι ο τρόπος που ζούσαμε τέτοιος, αλλά ήταν σαφές πως ήταν κάτι που είχαν φέρει οι δικοί μου από εκεί. Από τη μία το σκοτεινό στοιχείο του θανάτου, του φόβου, του τρόμου, της καταστροφής, το άλλο το κομμάτι του σεβασμού της ζωής, του κοσμοπολιτισμού.
 
Μοιάζετε να περιγράφετε έτσι τα δύο μέρη στα οποία αναπτύσσεται η ταινία.
Ίσως να αφορά και τα δύο μέρη της ζωής γενικότερα.

Πότε πρωτοσκεφτήκατε να γυρίσετε αυτή την ταινία, πότε προέκυψε η ανάγκη;
 Για πολλά χρόνια η μητέρα μου μού έλεγε: «Μα δεν νομίζεις παιδί μου ότι πρέπει να κάνεις μια ταινία για τη Σμύρνη;» Είναι πολύ προσωπικό, απαντούσα, δεν μπορώ, δεν μπορώ. Έχω παρατηρήσει, σε όλες τις μαρτυρίες, πως οι άνθρωποι της πρώτης γενιάς δεν μιλάνε ποτέ, ίσως μόνο μιλάνε όταν τους παρακινήσεις πολύ. Τη δεύτερη γενιά, πάλι την απασχολεί πολύ, αλλά δεν ξέρει πώς να το αντιμετωπίσει. Ίσως έπρεπε να έρθει το πλήρωμα του χρόνου, να περάσω από διαφορετικές ηλικίες… Πριν από μια δεκαετία γύριζα ένα ντοκιμαντέρ για τους Έλληνες μετανάστες στην Αμερική και υπολόγιζα να ξεκινήσω την ταινία φιξιόν με θέμα την καταστροφή της Σμύρνης μόλις θα το τελείωνα –είχα ήδη το σενάριο της ταινίας στα χέρια μου. Έπεσε στην πορεία όμως κι άλλο υλικό, σκεφτόμουν λοιπόν πως θα ήταν πιο δίκαιο να γίνει ντοκιμαντέρ –μια ταινία δηλαδή από αυτές που εμείς λέμε ντοκιμαντέρ και που ο κόσμος που αποκαλεί απλώς «ταινίες», επειδή έχουν μουσική επειδή έχουν ήχους, επειδή έχουν μια έντονη αφηγηματικότητα, είναι συγκινησιακά φορτισμένες, γιατί υπάρχει ένα τόξο αφήγησης από την αρχή ως το τέλος…

Γιατί χρησιμοποιείτε τον όρο «δίκαιο»;
Γιατί ένιωθα πως υπήρχε ένα κενό, πως θα έπρεπε κάποιος να αφηγηθεί την ιστορία όπως συνέβη, όσο πιο συστηματικά μπορούσε. Όταν βρίσκεις αυτές τις χαμένες εικόνες που ήταν κλεισμένες τόσα χρόνια σε ντουλάπια, είναι σαν να ζητάνε το δικαίωμα να ζήσουν, να επιστρέψουν στο κοινό, είναι φωτογραφίες που δείχνουν την καθημερινή ζωή, που είναι άδικο να είναι κρυμμένες, οπότε μετά ήρθε η επιθυμία, αλλά ήταν απλώς μια επιθυμία… Ήταν η περίοδος που τελειώναμε το «Ταξίδι: Το ελληνικό όνειρο στην Αμερική», είχαμε ρίξει πάρα πολλή δουλειά για 2-3 χρόνια όλοι. Ήταν το πρώτο καλοκαίρι που θα μπορούσα να κάνω διακοπές. Προτού έρθω στην Ελλάδα, όσο ακόμα ήμουν στη Νέα Υόρκη και είχα και χρόνο να κάνω μια βόλτα και στα βιβλιοπωλεία, έπεσα πάνω σε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Paradise Lost», του Τζάιλς Μίλτον, που είναι και ο βασικός αφηγητής στην ταινία. Πήρα το βιβλίο να το διαβάσω στη θάλασσα, το άνοιξα νομίζω ένα πρωινό γύρω στις δέκα και για την επόμενη μέρα δεν έκανα τίποτε άλλο, και δεν έκανα ούτε την επόμενη ούτε τη μεθεπόμενη μέρα… Είναι πολύ καλογραμμένο βιβλίο, διαφοροποιείται μάλιστα από τα δύο βασικά βιβλία που κυκλοφορούν για την καταστροφή, αυτά του Τζορτζ Χόρτον και της Μάρτζορι Χάουζπιαν Ντόπκιν, γιατί συμπεριλαμβάνει την αφήγηση των Λεβαντίνων, που ξεκινά από τα καλά χρόνια και φτάνει στην καταστροφή, και όσο νά ‘ναι είναι θεωρείται πιο σημαντική λόγω της «αντικειμενικότητάς» της: γιατί άλλο είναι να είσαι Έλληνας ή Αρμένιος και να λες οι Τούρκοι τη βάλαν τη φωτιά, κι άλλο να είσαι Λεβαντίνος, Άγγλος ή Αμερικανός, και να λες, μα εγώ είδα τον στρατό να βάζει τη φωτιά. Επίσης, επιτέλους είχαμε περιγραφή για το πώς ήταν η καθημερινή ζωή.

Πώς κινηθήκατε στο εξής;
Μόλις τελείωσα την ανάγνωση, επέστρεψα στη Νέα Υόρκη για να ψάξω τον Τζάιλς, που συμπτωματικά βρισκόταν τότε σε περιοδεία στην Αμερική για να παρουσιάσει το βιβλίο του. Τον συνάντησα στη Βοστώνη, ξεκίνησε μια συνομιλία όπου τον ρώτησα αν θα ήθελε να είναι ο βασικός ομιλητής, κι είπε ναι. Με τον ιστορικό Αλέξανδρο Κιτροέφ, με τον οποίο είχαμε μια πολύ καλή συνεργασία στο «Ταξίδι…», είδαμε ότι υπήρχαν κοινές εκλεκτικές συγγένειες, είχαμε ίσως διαμορφωθεί με ανάλογους τρόπους, είχαμε ανάλογες εμπειρίες, μοιάζαμε σαν άνθρωποι, κι οι δυο Έλληνες της Διασποράς, εκείνος από μια οικογένεια Αιγυπτιωτών, εγώ από μια οικογένεια Σμυρναίων… όπως και να ’χει η συνεργασία ήταν πολύ καλή. Ήμουν και τυχερή ,γιατί τότε ο Αλέξανδρος είχε αρχίσει κι εκείνος να ασχολείται με θέματα της Μικράς Ασίας και της ανταλλαγής πληθυσμών, οπότε κάποια στιγμή κοιταχτήκαμε στα μάτια και είπαμε, «Τι καλά! πάλι μπορούμε να διασταυρωθούμε». Στην πορεία συναντήσαμε τον Άγγελο Δεληβοριά, στον οποίο δείξαμε κάτι τρέιλερ από τη δουλειά που ετοιμάζαμε. Ο Άγγελος μάς είπε «παιδιά, εγώ βλέπω δύο ταινίες εδώ, μια ταινία για τη Σμύρνη και μία για το Διωγμό». Για να συνοψίσω δηλαδή την πορεία της ταινίας, στην αρχή ήταν ένα παιδικό πείσμα, μετά κάτι στην άκρη του μυαλού, μετά μια τυχαία ανακάλυψη φωτογραφιών, μετά το βιβλίο του Τζάιλς, ε, και μετά άρχισε η συνεργασία με τον Αλέξανδρο και πήρε μορφή η προπαραγωγή.

Πώς πλοηγείται κανείς σε ένα τόσο μεγάλο υλικό; Από πού ξεκινήσατε;
Πρέπει κανείς να είναι πολύ πεισματάρης και να θέλει πολύ να δει αυτές τις εικόνες. Αυτές οι αφηγήσεις της παιδικής ηλικίας ήταν τελικά πολύ σημαντικές, γιατί από μικρό παιδί με θυμάμαι να κλείνω τα μάτια και να προσπαθώ να φανταστώ πώς ήταν η ζωή στο κέντρο, πώς ήταν ο κόσμος, τι μουσικές ακουγόντουσαν, τι ρούχα φορούσαν, τι καπέλα, άλλα ήταν μπομπέ, άλλα ήταν φέσια… Φανταζόμουν τα κορίτσια να φοράνε το σταυρό, τα πουκάμισα των μουσουλμάνων… Αυτή η επιθυμία λειτούργησε στο χρόνο. Στην αρχή δεν βρίσκαμε τίποτα. Είχα απελπιστεί, έλεγα στον εαυτό μου, Μαρία πάρτο απόφαση, οι εικόνες κάηκαν στη φωτιά. Είναι λογικό. Και μετά έλεγα: όχι δεν είναι λογικό, οι Σμυρνιοί ήταν κοσμοπολίτες, ταξίδευαν πολύ, και πολλές φωτογραφίες τους θα τις είχαν πάει ως δώρο δεξιά κι αριστερά, σε διάφορα σημεία της γης! Άρα, κάπου θα πρέπει να υπήρχαν εικόνες. Και στο Κονγκρέσο και σε άλλα αρχεία,, σκέφτηκα μήπως ήταν αρχειοθετημένα σε άλλα λήμματα. Σκέφτηκα, Μήπως δεν έπρεπε να κοιτά κανείς κάτω από το λήμμα Σμύρνη; Μήπως να ακονίσει τη φαντασία του και να ψάξει κάτω από άλλες λέξεις ταξινόμησης;

Όπως;
Όπως… Κάτω από το «Οθωμανική Αυτοκρατορία», «λεβαντίνοι», «Εβραίοι Σεφαρδίτες», «Εμπόριο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία». Και μάλιστα σκεφτήκαμε μήπως είχαν υλικό που δεν είχε ποτέ κατηγοριοποιηθεί. Ένα αρχείο που συντηρεί τόσες εικόνες και έχει προσλάβει υπαλλήλους στην υπηρεσία του, θα ξεκινούσε αναγκαστικά από τα πράγματα που είναι σημαντικά γι’ αυτούς, ένα αρχείο που βρίσκεται στην Αμερική θα ξεκινήσει από την Αμερικανική Ιστορία. Επειδή το ίδιο θα συνέβαινε και με άλλους σημαντικούς οργανισμούς, ξεκινήσαμε να γράφουμε μια σειρά αιτήσεων για να μας επιτραπεί να ανοίξουμε αυτά τα κουτιά, σε συνεργασία με ένα δικό τους άνθρωπο. Η πρώτη άδεια ήρθε μετά από έξι μήνες από το Κονγκρέσο: αυτό έγινε γιατί η προηγούμενη ταινία είχε πάρει ένα μεγάλο βραβείο από το American Film Institute που την είχε επιλέξει ανάμεσα στις 20 καλύτερες ευρωπαϊκές ταινίες κι επειδή είχε υλικό από το Κονγκρέσο, κι είχαν έρθει και την είχαν δεν σε επίσημη προβολή, υπήρχε μια σχέση εμπιστοσύνης. Δούλεψα με μια καταπληκτική ερευνήτρια, ονόματι Άρντεν Φραντς, κι εκείνη οθωμανικής καταγωγής. Εκείνη ήξερε από πού είχαν έρθει οι εικόνες, αλλά δεν είχε εικόνες από τη Σμύρνη, ενώ εγώ, που είχα κάποιες εικόνες, μπορούσα να καταλάβω και μετά να το διασταυρώσουμε. Ήταν πολύ συγκινητικό γιατί ήταν μικρές – μικρές εικονίτσες κατεστραμμένες, χάλια, που σιγά σιγά ανέβαιναν στην επιφάνεια και ήταν σαν μικρές ψηφίδες και ξεπρόβαλε σαν ψηφιδωτό όλη η εικόνα.

Οι εικόνες από την ίδια την καταστροφή πώς καταγράφτηκαν;
Ξέρουμε ότι υπήρχαν διάφοροι οπερατέρ στην περιοχή εκείνες τις ώρες. Ξέρουμε για ένα φιλμάκι που βρήκαμε προσφάτως από έναν Αρμένιο, ξέρουμε και το όνομά του, ήταν ο Νταβίντιαν που είχε μια μηχανή, μας έφερε το υλικό ο εγγονός του ο Ρόμπερτ. Ξέρουμε επίσης πως υπήρχαν και Γάλλοι οπερατέρ, της Pathé, κι είναι αυτές οι εικόνες βλέπαμε μέχρι τώρα. Ξέρουμε και για έναν Αμερικανό, που για να τον εντοπίσουμε πρέπει να ξεκινήσουμε από την Αυστραλία. Για μένα, όμως, είναι πιο σημαντικές οι εικόνες από την καλή εποχή. Είχαμε διαβάσει πώς ήταν η καθημερινή ζωή από το «Στου Χατζηφράγκου» του Κοσμά Πολίτη, είχαμε ακούσει πράγματα από τις μαρτυρίες, αλλά δεν είχαμε δει τίποτα. Κι αυτό το στοιχείο είναι πολύ σημαντικό σήμερα, σε αυτούς τους καιρούς, γιατί όπως συμβαίνει πάντα στις περιόδους κρίσης, οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να ξανα-δούν όχι μόνο την προσωπική τους ιστορία, αλλά και τη συλλογική, με μια νέα ματιά.

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε