Μετρό & IN SITU Αρχαία -Το Δίκαιο των Αρχαιοτήτων του Σταθμού Βενιζέλου- Η Αστική δομή της πρωτοβυζαντινής & μεσοβυζαντινής πόλης.

Μετρό & IN SITU Αρχαία -Το Δίκαιο των Αρχαιοτήτων του Σταθμού Βενιζέλου- Η Αστική δομή της πρωτοβυζαντινής & μεσοβυζαντινής πόλης.

Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση “ΜΕΤΡΟ & in situ ΑΡΧΑΙΑ” στο κατάμεστο Αμφιθέατρο του ΤΕΕ. 
Άκρως διαφωτιστική υπήρξε, μεταξύ όλων όσων ειπώθηκαν, η εισήγηση της αρχαιολόγου Μελίνας Παϊσίδου, η οποία τόνισε ότι η πόλη μας,  με αυτό το εξαιρετικό εύρημα έρχεται να δείξει αυτό ακριβώς που έχει χαθεί από την Κωνσταντινούπολη, δηλαδή την αστική δομή της πρωτοβυζαντινής και μεσοβυζαντινής πόλης. Ανέλυσε δε, με καθολική τεκμηρίωση, γιατί το μοναδικό εύρημα, πρέπει να παραμείνει αμετακίνητο.
 
ΕΜΕΙΣ; Θα φανούμε ανάξιοι αυτής της πολιτισμικής συνέχειας; Ιδού το ερώτημα. 
 
Ακολουθεί το κείμενο – εισήγηση της αρχαιολόγου Μελίνας Παϊσίδου
 
Βρισκόμαστε σήμερα εδώ για τα αυτονόητα, δηλαδή για την υπεράσπιση της παραμονής στη θέση του, για την ανάδειξη και την επισκεψιμότητα του μεγαλύτερου αρχαιολογικού συνόλου που βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, αυθεντικού και άθικτου από τους αιώνες, τις αλώσεις ξένων κατακτητών και τις φυσικές καταστροφές. Βρισκόμαστε εδώ για την ομαλή και απρόσκοπτη συνέχιση της μοναδικής επίσημης, θεσμοθετημένης και ψηφισμένης λύσης, δηλ. της κατά χώραν διατήρησης και ανάδειξης των αρχαιοτήτων (ΥΑ 2017). Ήμασταν παρόντες έξι χρόνια πριν και ερχόμαστε πάλι έξι χρόνια μετά να υποστηρίξουμε τα ίδια, στηριζόμενοι επάνω στις ίδιες στέρεες βάσεις που ορίζει το Ελληνικό Σύνταγμα, ο Αρχαιολογικός Νόμος και οι Διεθνείς Συμβάσεις, ενισχύοντας το δίκαιο των αρχαιοτήτων.
Ας ρίξουμε μία πολύ γρήγορη ματιά σε στοιχεία του θεσμικού πλαισίου:
«Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας» (Ελληνικό Σύνταγμα)
Η Χάρτα της Βενετίας (1964) έθεσε την ευθύνη έναντι των μελλοντικών γενεών, στις οποίες οφείλουμε να παραδώσουμε ακέραια τα μνημειακά έργα των λαών ως πανανθρώπινη πολιτιστική κληρονομιά.
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Μάλτας 1992 προβλέπει τη συμφιλίωση και συνάρθρωση των αναγκών της αρχαιολογίας και των αναπτυξιακών σχεδίων, τη συστηματική διαβούλευση αρχαιολόγων, πολεοδόμων και χωροτακτών, την τροποποίηση σχεδίων αναπτύξεως που ενδέχεται να αλλοιώσουν την αρχαιολογική κληρονομιά, τη διατήρηση κατά χώραν των στοιχείων της αρχαιολογικής κληρονομιάς, όταν ευρίσκονται επ ευκαιρία εργασιών αναπτύξεως.
Ν. 3028/2002, άρθρο 2 ορίζει ως «ακίνητα τα μνημεία που είναι συνδεδεμένα με το έδαφος και παραμένουν σε αυτό … και δεν είναι δυνατόν να μετακινηθούν χωρίς βλάβη της αξίας τους ως μαρτυριών».
Ν. 3028/2002, Άρθρο 42: Η μετακίνηση μνημείου λόγω τεχνικού έργου εξετάζεται μόνο όταν μετά από σχετικό επιστημονικό έλεγχο αποκλείεται κάθε δυνατότητα διατήρησής του στο περιβάλλον του.
Στα παραπάνω προσθέτουμε ένα σημαντικό θεσμικό γεγονός της προηγούμενης χρονιάς: το 2018 υπογράφηκε στην πόλη μας με πρωτοβουλία του ΕΚΕΒΥΜΜ η «Χάρτα της Θεσσαλονίκης» για την προστασία και ανάδειξη των βυζαντινών μνημείων, μετά από τριήμερη διεθνή διαβούλευση και με τη συμμετοχή 21 χωρών γύρω από τη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο που περιέχουν στο έδαφός τους μνημεία βυζαντινής κληρονομιάς. Θυμίζουμε ότι η Θεσσαλονίκη περιλαμβάνει ήδη 15 μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς εγγεγραμμένα στον κατάλογο της ΟΥΝΕΣΚΟ.
Αφηγείται ο Ιωάννης Καμινιάτης το 904 μ. Χ.:
«Ένας μεγάλος δημόσιος δρόμος διέτρεχε κεντρικά τη Θεσσαλονίκη από τα δυτικά στα ανατολικά και προέτρεπε τους ταξιδιώτες να μένουν στην πόλη μας και να εφοδιάζονται με όλα τα απαραίτητα. Εμείς επωφελούμασταν από αυτούς τους ανθρώπους και αποκτούσαμε αγαθά που δεν μπορούσε κανείς να τα φανταστεί. Υπήρχε ένα πολύχρωμο πλήθος αποτελούμενο από ντόπιους και ξένους που σύχναζε ασταμάτητα στους δρόμους. Ήταν πιο εύκολο να μετρήσει κανείς τους κόκκους της άμμου στην παραλία παρά τα απρόσωπα που διέσχιζαν την αγορά και ασχολούνταν με το εμπόριο …».
Αυτό το κείμενο που γράφηκε στις αρχές του 10ου αιώνα θα μπορούσε να είχε γραφεί τώρα περιγράφοντας μία σύγχρονη κατάσταση στη σημερινή Εγνατία, έξι μέτρα επάνω από την αρχαία προκάτοχό της ακριβώς στην ίδια θέση. Μια ανοιχτή πόλη, πολύχρωμη και κοσμοπολίτισσα με σαφή την ταυτότητά της και με μία αγκαλιά ανοιχτή για όλους. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο πολιούχος άγιός της που εικονίζεται στα ψηφιδωτά της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου, την ίδια εποχή που χρονολογείται και ο δρόμος που βρέθηκε, συνοδεύεται από την επιγραφή – επίκληση που του ζητείται να προστατεύει τους πολίτες και τους ξένους. «Πανόλβιε Χριστού μάρτυς φιλόπολις/ φροντίδα τίθη και πολιτών και ξένων».
 
Αυτό τον πλούσιο κόσμο της ύστερης αρχαιότητας και των αρχών των μεσαιωνικών χρόνων αποκάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη στο πλαίσιο των ανασκαφών του Μετρό στο Σταθμό Βενιζέλου.
1. Ερώτημα:
Γιατί είναι αδιαμφισβήτητη η εξαιρετική σημασία για την Αρχαιολογία και την Ιστορία, όχι μόνον της Θεσσαλονίκης αλλά και διεθνώς, του μνημειακού συνόλου που αποκαλύφθηκε στο σταυροδρόμι της βυζαντινής Λεωφόρου
Α. γιατί μέσα από τα ευρήματα δίνεται η ανασύσταση του αστικού χώρου της βυζαντινής πόλης, αναδεικνύεται η ρυμοτομία της Θεσσαλονίκης και αποτελούν το πλέον ευανάγνωστο και αυτούσιο κομμάτι του ιστορικού κέντρου της σε ένα παλίμψηστο αιώνων από τον 6ο έως τον 10ο αιώνα μ. Χ., το οποίο επιβίωσε στην ίδια θέση έως σήμερα.
Β. γιατί για πρώτη φορά αποκαλύπτεται και διατηρείται σε τόσο ολοκληρωμένη κατάσταση, μεγάλη έκταση και στρωματογραφία η διαχρονία της πόλης μας από την Ύστερη Αρχαιότητα έως τις απαρχές της κυρίως Μεσοβυζαντινής εποχής.
Γ. γιατί για πρώτη φορά αποκαλύπτεται μία μνημειακή διασταύρωση δρόμων, δηλ. του κεντρικού οδικού άξονα της πόλης του μεγάλου Decumanus/Μέσης/Λεωφόρου με τον μεγάλο cardo/κάθετη σε συνδυασμό με τις αστικές χρήσεις τους. Πρόκειται για τη Μέση που διέσχιζε οριζόντια ολόκληρη την πόλη, όπως σήμερα την διασχίζει στην ίδια θέση η Εγνατία. Και η κάθετη που κατέβαινε από τα βόρεια τείχη και περνώντας διαμέσου του διοικητικού κέντρου της Θεσσαλονίκης στην Πλατεία Διοικητηρίου κατέληγε στο λιμάνι, στην πύλη του Γιαλού. Πρόκειται για δρόμους που συμπίπτουν, με τις σύγχρονες μεγάλες οδούς Εγνατία και Βενιζέλου και με τις σύγχρονες χρήσεις τους. Με άλλα λόγια: η καρδιά του εμπορικού κέντρου της πόλης ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ. Περαιτέρω δε, αποκαλύφθηκε η μνημειακή διασταύρωσή τους με τον εντυπωσιακό πυλώνα (το λεγόμενο τετράπυλο) με τα 12 ποδαρικά, ο οποίος βρίσκεται σε διάλογο με το γαλεριανό τόξο στα ανατολικά. Δηλ. οι δύο πυλώνες δημιουργούν ένα μνημειακό δίπολο της ανατολικής και δυτικής πόλης, κοντά στις αντίστοιχες εισόδους της.
Δ. Για πρώτη φορά στα αρχαιολογικά πράγματα της Θεσσαλονίκης πέφτει το κέντρο βάρους της έρευνας στο αστικό τοπίο, σε αυτό που αποκαλούμε κοσμική Θεσσαλονίκη, πέρα από τα γνωστά εκκλησιαστικά και μοναστηριακά μνημεία και τις οχυρώσεις. Κι έρχεται να δώσει πολλές απαντήσεις στην οργάνωση της πόλης και να βοηθήσει στη λειτουργική ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων που θα ενσωματωθούν στην καθημερινότητα της πόλης.
Ε. Για πρώτη φορά αποκαλύπτεται τόσο κατανοητά και διδακτικά ένα σύνολο και όχι μεμονωμένα κατάλοιπα. Ένα σύνολο που βρίσκεται στην ίδια στάθμη με τον βυζαντινό μητροπολιτικό ναό της Αγίας Σοφίας, σε άμεσο συσχετισμό με την Παναγία των Χαλκέων και τον βυζαντινό μεγαλοφόρο. Ένα σύνολο που αποτελεί πρόδρομο και προκάτοχο αυτού που θα ακολουθήσει στην πολύχρωμη αγορά του Μπεζεστενίου και στο οθωμανικό Χαμζά Μπέη Τζαμί (Αλκαζάρ).
Η Θεσσαλονίκη με αυτό το εξαιρετικό εύρημα έρχεται να δείξει αυτό ακριβώς που έχει χαθεί από την Κωνσταντινούπολη, δηλαδή την αστική δομή της πρωτοβυζαντινής και μεσοβυζαντινής πόλης.
Οι ποικίλες ιστορικές τύχες της πόλης, οι αλλαγές, οι αλώσεις και οι μετασχηματισμοί της, οι βίαιοι και καταστρεπτικοί σεισμοί που μας μαρτυρούν οι ιστορικές πηγές σεβάστηκαν τον χώρο, τον διατήρησαν και τον συνέχισαν παραπέρα, τον συντήρησαν, τον ανέκτησαν χωρίς να τον καταργήσουν, να τον καταστρέψουν ή να τον πάνε κάπου αλλού. Βυζαντινοί, λατίνοι, Φράγκοι, Οθωμανοί συνέχισαν και έκτισαν πάνω σε αυτό το παλίμψηστο που ήρθε στο φως. Ακόμη και η μετά την πυρκαγιά Θεσσαλονίκη στο ίδιο σημείο επανήλθε και το ανακαίνισε, χωρίς να το κατασκάψει, να το διαλύσει, να το ακυρώσει. ΕΜΕΙΣ; Θα φανούμε ανάξιοι αυτής της πολιτισμικής συνέχειας;
Όταν ανέλαβε ο Ερνέστ Εμπράρ την ανοικοδόμηση της πόλης μας μετά την πυρκαγιά του 1917 τι άλλο είχε στο μυαλό του από το να ανασυντάξει την πόλη και να αναδείξει τα μνημεία που διασώθηκαν και με βάση αυτά να δημιουργήσει άξονες αναφοράς γύρω τους και στη θέση τους, βέβαια, χωρίς μετακινήσεις, ταπεινώσεις, καταργήσεις, καταχώσεις και άλλα τεχνάσματα. Τι να είχαν άραγε στο μυαλό τους οι αρχαιολόγοι και οι μηχανικοί που αγκάλιασαν με σεβασμό τον καθημαγμένο από τη φωτιά Άγιο Δημήτριο και με υπομονή επί 30 χρόνια, διαμέσου μιας Μικρασιατικής καταστροφής, δύο παγκοσμίων Πολέμων κι ενός εμφυλίου κατάφεραν να παραδώσουν το μνημείο και μάλιστα να φέρουν στο φως τα πιο αρχαία και αυθεντικά υπόγεια τμήματά του, τα οποία έχουν ενσωματωθεί στο μνημείο και το καθιστούν παλίμψηστο αιώνων. Τι άλλο είχε στο μυαλό του ο αρχαιολόγος Φώτης Πέτσας, όταν έσπευσε να αναστηλώσει σε λίγες μέρες τον μοναδικό κίονα της αρχαίας αγοράς για να πείσει τους πάντες να μην κτιστεί εκεί το δικαστικό μέγαρο της πόλης, γιατί ο χώρος ήταν πολύ σημαντικός και πράγματι αναδείχτηκε σε ένα τοπόσημο της πόλης ;
2. Ερώτημα:
Γιατί το εύρημα είναι αμετακίνητο;
Γιατί δεν είναι ένα περιγεγραμμένο κτίσμα αλλά ένα σύνολο χωρίς πλαίσιο, που συνεχίζεται προς πάσα κατεύθυνση οριζοντίως και καθέτως με στρωματογραφία και διαχρονία, οι οποίες λειτουργούν και παίρνουν αξία μόνον με την κατά χώραν διατήρηση. Αγκαλιάζει και αγκαλιάζεται από την πόλη, την αλλοτινή και την σημερινή. Η πλακόστρωτη λεωφόρος και η διασταύρωσή της μαζί με τα κατάλοιπα των οικοδομημάτων με βάση την ελληνική νομοθεσία και τις διεθνείς συμβάσεις προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, είναι «αμετακίνητο μνημείο» και γι? αυτό το λόγο είναι αναγκαίο να εξαντληθούν όλα τα περιθώρια για να αναδειχθεί κατά χώραν. Ένας αρχαίος δρόμος δεν μπορεί να καταστεί «έκθεμα»: αν μετακινηθεί σε άλλη θέση, χάνει την ιστορία του και τη θέση του ως δρόμου της πόλης. Και ούτε η κατάσταση διατήρησής του συνόλου επιτρέπει τα «πήγαινε – έλα». Η όποια μετακίνηση συνιστά απώλεια της αυθεντικότητας του συνόλου, μεγάλη απώλεια των υλικών του και ανεπανόρθωτη βλάβη στο μνημειακό σύνολο.
Όσο για την απόσπαση, κανείς δεν βγαίνει να πει ότι θα γίνει κομματιαστά και ότι τα 1400 τ.μ. που ζυγίζουν 700 τόνους θα γίνουν το λιγότερο 100 κομμάτια των 7 τόνων έκαστο. Ότι στις ενδιάμεσες τομές θα υπάρχουν απώλειες. Ότι κάτω από τις μαρμάρινες πλάκες υπάρχει η υποδομή τους. Η κοιτίδα τους.
Γιατί δεν λένε πόσο πολύ θα κοστίσει η απόσπαση και η επανατοποθέτηση; (15.000.000).
Γιατί δεν εξηγούν ότι μόλις φύγει το μνημειακό σύνολο από τη θέση του θα γίνει ένα βαθύ όρυγμα έως τα 25 μέτρα; Δηλαδή για την επανατοποθέτησή του δεν θα υπάρχει καν το φυσικό υπέδαφος για να το υποδεχθεί, η κοιτίδα του δηλαδή. Θα δημιουργηθούν τεχνητά επίπεδα, όπου και όπως βολέψει (αν βολέψει, λέω, γιατί στην Αγίας Σοφίας σε μια πολύ ευκολότερη περίπτωση δεν βόλεψε, «δεν χώρεσε»), με τεχνητά υλικά, μία σκηνοθεσία δηλαδή. Μόνο που «τέτοια» αρχαία σου φτιάχνουμε όσα θες…
Γιατί κανείς δεν βγαίνει να πει ότι μετά την απόσπαση θα ακολουθήσει υποχρεωτική ανασκαφή για άλλα 3,50 μέτρα βάθος σε όλη την έκταση των 1400 τ.μ. έως το επίπεδο της Θεσσαλονίκης του Κάσσανδρου; (Υπόκειται η ρωμαϊκή και η ελληνιστική) Που σημαίνει πολύς χρόνος και πολύ χρήμα και εκ νέου άλλες αρχαιότητες για εκ νέου διαχείριση. Γιατί δεν λένε για τις δύο μεγάλες εισόδους του σταθμού που προβλέπει η μελέτη τους στα βόρεια και στα νότια, άλλα 700 -800 τ.μ. ανασκαφές; Γιατί δεν εξηγούν στους πολίτες και στους καταστηματάρχες της περιοχής, στους μετρόπληκτους, ότι πάλι θα δημιουργηθούν ορύγματα; Και με τις αρχαιότητες που θα προκύψουν τι θα κάνουν; Απόσπαση, κατάχωση, διάλυση;
Και μετά θα ακολουθήσει το τεχνικό κομμάτι. Συνεπώς περισσότερος χρόνος, αυξημένο κόστος, μεγάλη ταλαιπωρία και ανεπανόρθωτη βλάβη στο μνημειακό σύνολο, συνέπειες που θα αποφευχθούν εάν συνεχιστεί απρόσκοπτα η λύση που εφαρμοζόταν μέχρι πρότινος (σχέδια).
3ο ερώτημα
Γιατί υπάρχει καχυποψία από πλευράς μας ότι δεν θα τηρηθούν οι αποφάσεις και οι δεσμεύσεις;
Α. Σιντριβάνι: 2009-2010: η περίπτωση της παλαιοχριστιανικής βασιλικής όπου η Εφορεία μπροστά στην απειλή της ολοσχερούς καταστροφής της (όρυγμα στην περιοχή) πρότεινε την απόσπαση και μεταφορά της στα 100 μ. δίπλα στη συνέχεια του ανατολικού νεκροταφείου μέσα στο Πανεπιστήμιο. Εγκρίνεται με ΥΑ 2010. Έγιναν οι αυτοψίες για τη συζήτηση της λύσης κλπ. Ένα χρόνο αργότερα ακολούθησε τροποποίηση της ΥΑ με νέα και η βασιλική σήμερα βρίσκεται θαμμένη κάτω από τόνους τσιμέντου, αθέατη, ανύπαρκτη (μας είπαν για τους αρχαιολόγους του 3000!
Β. Αγίας Σοφίας, 2012, τμήμα του Decumanus. Συναινεί η Εφορεία για την απόσπαση και επανατοποθέτηση του δρόμου μέσα στον σταθμό. Όταν ήρθε η ώρα της επανατοποθέτησης «δεν χωρούσε»!!!
Γ. Βενιζέλου: από την αρχή υπήρχαν ρητές διαβεβαιώσεις ότι δεν υφίσταται λύση. Ή αρχαία ή μετρό. Είναι καταγεγραμμένες και σε βίντεο οι βαρύγδουπες δηλώσεις. Ωστόσο η λύση βρέθηκε. Κι ενώ εφαρμοζόταν, ξαφνικά απαξιώνεται. Ακούστηκε ότι δεν υπάρχει μελέτη. Κατέπεσε το επιχείρημα. Ακούστηκε ότι απορρίφθηκε. Κατέπεσε και αυτό. Ακούστηκε ότι είναι ακριβή. Τώρα πάλι ότι είναι αδύνατη!
Συμπέρασμα: υπάρχει μία δυστοκία στο ζήτημα απόσπασης –επανατοποθέτησης–ανάδειξης. Μία δυστοκία και απροθυμία εν γένει στην κατά χώραν διατήρηση, μία τάση να γίνονται όλα ορύγματα του μέλλοντος όπου το παρελθόν δεν χωρά.
Θα περίμενε κανείς μετά από τέτοιο εύρημα που αξιωθήκαμε, τα μελετητικά γραφεία να αμιλλώνται μεταξύ τους ποιο θα εκπονήσει την βέλτιστη ανάδειξη και επισκεψιμότητα του μνημειακού συνόλου και όχι να απεργάζονται υπόγειες λύσεις, και προτάσεις για βόλτες πέρα –δώθε του μνημειακού συνόλου. Και αν εν τέλει στην ελληνική πραγματικότητα διαπιστώνεται αδυναμία –πράγμα που δεν το πιστεύω ας γίνει διεθνής διαγωνισμός.
Το μνημείο θα λειτουργήσει ανταποδοτικά στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας και της θεαματικής περιβαλλοντικής βελτίωσης του χώρου. Το οικονομικό όφελος για την πόλη στο τέλος του έργου και η μέγιστη προστιθέμενη αξία που θα δώσει θα είναι πολλαπλάσια με την υφιστάμενη λύση (2017), η οποία συμβαδίζει απόλυτα με την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης που για τις πόλεις μας θα είναι μονόδρομος εφεξής.
Μήπως τα ομορφότερα σημεία της πόλης δεν είναι αυτά που συνδέονται με αρχαιολογικούς χώρους και με εμβληματικά μνημεία. Αυτά δεν είναι που αναβαθμίζουν το περιβάλλον και χάρη σε αυτά δεν έχουν δημιουργηθεί πνεύμονες πρασίνου, περίπατοι, χώροι αναψυχής και συναντήσεων, σημεία αναφοράς (αρχαία αγορά, γαλεριανό συγκρότημα, Ροτόντα, Λευκός Πύργος, κάστρα, πλατεία Αγίας Σοφίας;). Ένα καθημερινό ανθρωποπεριβάλλον πλαισιωμένο από μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς που προσφέρουν ποιότητα, σταθερότητα και καταφύγιο έναντι ενός περιβάλλοντος που μεταλλάσσεται και «επιτίθεται» καθημερινά. Μία ευκταία νέα πραγματικότητα που θα καλλιεργεί συνειδήσεις και την κοινή γνώμη.
Γίνεται πολύς λόγος για την περίπτωση του σταθμού της Αγίας Σοφίας κι εδώ τονίζω πως υπάρχει είτε άγνοια είτε μεγάλη παραπληροφόρηση, φοβάμαι, σκόπιμη. Κατ’ αρχάς τονίζουμε ότι δεν υπάρχει περισσότερο ή λιγότερο σημαντικό εύρημα μεταξύ των δύο σταθμών. Και όταν αυτό υποστηρίζεται είναι αντιεπιστημονικό, αντιδεοντολογικό και ύποπτο. Γιατί; Διότι και τα δύο σύνολα είναι μέρος του ίδιου πολεοδομικού προγράμματος, της Μέσης οδού με την ίδια διαχρονική ύπαρξή της με τις διασταυρώσεις, τα καταστήματα και τις πλατείες της εκατέρωθεν. Είναι το ίδιο σημαντικά. Η διαφορά έγκειται στον τρόπο που ανασκάφηκαν τα δύο σύνολα: και αυτό υπαγορεύτηκε καθαρά και μόνο από το τεχνικό έργο λόγω των ιδιαιτεροτήτων, στις οποίες έσκυψαν οι αρχαιολόγοι. Η Βενιζέλου ανοίχθηκε ενιαία ως τεχνικό έργο και φάνηκε απλόχερη, πλουσιοπάροχη η αρχαιολογική μαρτυρία. Και αυτό που αποκαλύφθηκε ούτε στα πιο τρελλά όνειρα των αρχαιολόγων δεν εμφώλευε. Ο Σταθμός της Αγίας Σοφίας ερευνήθηκε τμηματικά. Ο κεντρικός παντορροϊκός αγωγός της πόλης που διαπερνούσε το σκάμμα ήδη είχε καταστρέψει όλον τον κατά μήκος άξονα σε ικανό πλάτος και βάθος. Και όταν αποκαλύφθηκε το τμήμα του δρόμου το 2012 δόθηκε μία λύση ατυχής, όπως φάνηκε. Ήταν αποτέλεσμα της καλής πίστης που έδειξε η Εφορεία Αρχαιοτήτων συναινώντας στην απόσπαση του πλακόστρωτου δρόμου, καθώς έλαβε υπόσχεση επανατοποθέτησης και έκθεσης του ευρήματος. Μίας καλής πίστης στο πλαίσιο της λογικής και του ρεαλισμού. Εξαπατήθηκε όμως. Η Βενιζέλου που εμφανίστηκε στο τέλος της ίδιας χρονιάς σε όλο της το μεγαλείο ήταν το «ως εδώ και μη παρέκει».
Όσον αφορά στις δύο εισόδους του Σταθμού της Αγίας Σοφίας στη μεν βόρεια είσοδο κανείς δεν βγαίνει να πει ότι με συμφωνία και συναντίληψη των τεχνικών και των αρχαιολόγων τροποποιήθηκε η μελέτη, μειώθηκε η έκταση που θα έβλαπτε το αρχαίο και διατηρήθηκαν κατά χώραν τα 2/3 του συνόλου ως αμετακίνητα αρχαία που επίσης διατηρούν πολλαπλές φάσεις χρήσης του χώρου. Αποσπάστηκε το κρηναίο, ως οικοδόμημα ενιαίο, το οποίο θα επανατοποθετηθεί. Στη δε νότια είσοδο η διατήρηση των αρχαίων θα είναι στο 50%. Οι πλάκες που αποσπάστηκαν αποκάλυψαν πολύτιμα ψηφιδωτά δάπεδα. Γίνεται, λοιπόν, σαφές ότι στις περιπτώσεις των λύσεων που προκρίνει η Αρχ. Υπηρεσία πρυτανεύει συντριπτικά η κατά χώραν διατήρηση στο μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό και εφαρμόζεται στο λιγότερο δυνατό η τεχνική των αποσπάσεων. Και όχι σε ενιαίες εκτάσεις όπου οι αποσπάσεις είναι συνώνυμο του ξηλώματος. Καταβλήθηκε δηλ. μεγάλη προσπάθεια με συνεργασία αρχαιολόγων και μηχανικών για την ελαχιστοποίηση της όχλησης του αρχαιολογικού συνόλου, αυτό δηλαδή που περιγράφεται στη σύμβαση Μάλτας του 1992.
Το καταλαβαίνω κ. και κ. ότι όταν τα μεγάλα δημόσια έργα συναντούν την αρχαιολογική σκαπάνη αρχίζει ένα σκληρό bras de fer. Και δεν είναι το ζητούμενο ποιος θα υπερισχύσει αλλά πώς θα βρεθεί η κοινή συνισταμένη. Οι αρχαιολόγοι δεν είναι οι αιθεροβάμονες που κινούνται σε ένα παράλληλο σύμπαν ή σε διαφορετικούς χρόνους ούτε είναι πιο ευαίσθητοι από τους μη αρχαιολόγους. Γνωρίζουν καλά ότι η ανασκαφή σε ένα αστικό τοπίο είναι η πιο δύσκολη υπόθεση που απαιτεί συμβιβασμούς και απώλειες. Και έγιναν οι συμβιβασμοί και εξακολουθούν να γίνονται. Οι περιπτώσεις που προαναφέραμε στο Σιντριβάνι και στην Αγίας Σοφίας είναι ατράνταχτα δείγματα της καλής θέλησης και της λογικής. Όμως οι αρχαιολόγοι έχουν και όραμα. Οραματίζονται ένα βιώσιμο, όμορφο περιβάλλον, στα ανθρώπινα μέτρα, όπου το παρελθόν θα συνυπάρχει σε διασταυρούμενες τροχιές με το παρόν και το μέλλον, όπου το παρελθόν θα στηρίζει το μέλλον και θα το ομορφαίνει. Η διατήρηση κατά χώραν είναι συνέχεια ζωής η απόσπαση είναι αποκοπή και θάνατος.
Το κείμενο αυτό δεν είναι ένα κατηγορώ, δεν είναι διχαστικό, δεν είναι μισαλλόδοξο. Τα αρχαία μας, ο πολιτισμός μας, η διαχρονική παρουσία του ανθρώπου στη γη και το χνάρι που αφήνει στην στρωματογραφία των αιώνων δεν έχουν χρώμα, δεν έχουν πολιτική τοποθέτηση, δεν έχουν θρησκεία. Είναι αξίες πανανθρώπινες και οικουμενικές που ενσωματώνονται στη ζωή και την εξέλιξή μας, στερεώνουν το παρόν και θεμελιώνουν το μέλλον μας. Το κείμενο είναι μία έκκληση στην πολιτεία να επανέλθει στη μοναδική λογική, σύννομη και εγκεκριμένη λύση της κατά χώραν διατήρησης του μνημείου με την συνύπαρξη του σταθμού.
Μελίνα Π. Παϊσίδου
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε