Μιχάλης Ρέππας – Θανάσης Παπαθανασίου

Μιχάλης Ρέππας – Θανάσης Παπαθανασίου

Σε μια αποθήκη στον Ταύρο όπου ξαναζωντάνευε κάθε βράδυ το σκηνικό της παράστασης «ο φίλος  μου ο Λευτεράκης» για τις ανάγκες των προβών, συναντούμε λίγο πριν το ανέβασμα της παράστασης το Θέατρο Κήπου, ένα από τα πιο διάσημα συγγραφικά δίδυμα των τελευταίων ετών και τους παρατηρούμε να κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα -να συμπληρώνουν ο ένας τα λόγια του άλλου. Η συνέντευξη των Μιχάλη Ρέππα – Θανάση Παπαθανασίου είναι στην Γκέλυ Μαδεμλή και το περιοδικό CITY.


Γιατί απ’ όλες τις ταινίες της δεκαετίας του ’60…
Θ.Π.
Τα θεατρικά… Ναι, o «Λευτεράκης» πρωτογράφτηκε ως θεατρικό έργο, αλλά οι περισσότεροι το γνωρίσαμε από την ταινία…

Γιατί επιλέξατε λοιπόν να δουλέψετε αυτό το έργο απ’ όλο το ρεπερτόριο της εποχής;
Μ.Ρ. Ε, κάτι θά ‘πρεπε να διαλέξουμε (γέλια).
Θ.Π. Νομίζαμε πως ταίριαζε πιο πολύ στα παιδιά το συγκεκριμένο, δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε «Την κυρά μας τη Μαμή», ας πούμε.


Θέλετε να πείτε πως διαλέξατε πρώτα τους ηθοποιούς;
Μ.Ρ.
Όχι, δεν διαλέξαμε εμείς τους ηθοποιούς, έγινε πρόταση από μια ομάδα ηθοποιών, από τον κεντρικό πυρήνα των ηθοποιών της παράστασης και μετά σκεφτήκαμε τι θα είναι. Εμείς αγαπάμε το Σακελλάριο όπως είναι φυσικό, και μετά από 21 χρόνια καριέρας -όχι, πιο πολλά, 23;
Θ.Π. 24.
Μ.Ρ. Τέλος πάντων, εικοσιτέσσερα χρόνια καριέρας, είναι η πρώτη φορά που ανεβάζουμε ένα έργο του Αλέκου… Δηλαδή, η πρόταση των παιδιών μάς έδωσε την ευκαιρία να ανεβάσουμε κι εμείς έναν Σακελλάριο, σαν έναν φόρο τιμής σε όλα αυτά, φυσικά, που του χρωστάμε.


Επίσης, είναι και η πρώτη φορά που ανεβάζετε ένα έργο που δεν είναι δικό σας -διορθώστε με αν κάνω λάθος.
Μ.Ρ.
Είναι και αυτό από τα πράγματα που μας συμβαίνουν για πρώτη φορά.
Θ.Π. Μμμ, ναι…
Μ.Ρ. Ναι, ναι, μην το σκέφτεσαι.
Θ.Π. Ναι, σκέφτομαι τις διασκευές…


Αυτό είχε κάποια ιδιαίτερη δυσκολία;
Θ.Π.
Καμία, το αντιμετωπίζουμε σαν να είναι ένα δικό μας έργο.


Παρ’ όλα αυτά κάνατε κάποιες παραμβάσεις, ποιες ακριβώς;
Θ.Π.
Ε, κάποιες γίνονται γιατί είναι και έργο μισού αιώνα.
Μ.Ρ. Διατηρήσαμε την εποχή του αλλά προσπαθώντας να μην αλλάξουμε καθόλου τη φρασεολογία, καθόλου τον τρόπο με τον οποίο ατακάριζε ο Σακελλάριος,  κι είμαστε πολύ περήφανοι γι’ αυτό που έχουμε κάνει, έχουμε εντείνει λίγο τους ρυθμούς και έχουμε πολυπλοκοποιήσει τη φάρσα προς το τέλος. Γιατί σήμερα η εποχή…
Θ.Π. … Είναι πιο γρήγορη…
Μ.Ρ. … Και η δράση πρέπει να γίνεται πιο καταιγιστική… Θ.Π. … οπότε έχεις και ένα αποτέλεσμα πιο γρήγορο.


Τι ειναι αυτό που κάνει αυτό το έργο του Σακελλάριου επίκαιρο σήμερα;
Μ.Ρ.
Τίποτε δεν το κάνει ειδικά σήμερα επίκαιρο… Έργα όπως «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης » και όπως όλες οι ταινίες, καμιά εικοσαριά, που βλέπουμε και ξαναβλέπουμε, είναι επίκαιρα γιατί είναι μια μαρτυρία Ελλάδας και Ελληνικών μοναδική, και αν θέλετε είναι και η χαρά της ζωής που εκπέμπουν μια πηγή δροσιάς και ξεκούρασης σε έναν καιρό πάρα πολύ άνυδρο και άγονο και πολύ αγχωτικό. Ένα διάλειμμα και μια, πώς να το πω, επιστροφή σε αυτούς τους μεγάλους γλεντζέδες της εποχής του ’60 είναι ένα πολύ καλό εμβόλιο.


Υπάρχει μια δόση νοσταλγίας σε αυτά που περιγράφετε;
Μ.Ρ.
Καμία νοσταλγία. Ή, αν υπάρχει, δεν είναι αυτή η μελαγχολία της γεροντοκόρης, αλλά η χαρούμενη -πώς να το πω;- επιστροφή σε πράγματα που πιθανώς να έχουμε ξεχάσει, που έχουμε αφήσει πίσω, και σε αυτήν την άπλα του γλεντιού.


Δεν σκεφτήκατε ποτέ την κινηματογραφική μεταφορά του έργου;
Μ.Ρ.
Όχι, το έχει κάνει τόσο τέλεια ο Σακελλάριος που δεν υπάρχει λόγος.
Θ.Π. Νομίζουμε τα έργα είναι ωραία να τα αφήνεις στην εποχή τους. Θ.Π. Κι εμείς έχουμε κρατήσει τη μουσική, τα ρούχα… 


Τότε όμως ο δημοφιλής κινηματογράφος αναπτύχθηκε σε ένα πλαίσιο συνολικής άνθισης της ελληνικής κοινωνίας, σήμερα τι συμβαίνει;
Μ.Ρ.
Η δεκαετία του ’60, σε πάρα πολλά επίπεδα και πάρα πολλούς χώρους είναι μια δεκαετία στην οποία παίρνει μια ανάσα η Ελλάδα, ακριβώς μετά το τραύμα του παγκοσμίου πολέμου και του εμφυλίου, μισή ανάσα, γιατί ταυτόχρονα λειτουργούσαν στρατόπεδα, υπήρχε η Μακρόνησος, οι χώροι εκτοπισμού…
Θ.Π. Αλλά υπήρχε μια ανάσα αισιοδοξίας.
Μ.Ρ. Μισή ανάσα υπήρχε. Νομίζω πως αν και σε ένα απολίτικο θέμα, γιατί κατά βάση ο Σακελλάριος έκανε ένα απολίτικο σινεμά, παρ’ όλα αυτά αυτή η ανάσα ελπίδας που το διαπερνά, καταγράφει το πνεύμα της εποχής που είναι η τάση για προοπτική, για καλυτέρευση… Αυτό είναι που λείπει σήμερα και γι’ αυτό είναι επίκαιρο, όχι γιατί αναφέρεται σε σύγχρονα προβλήματα, όπως η διαπλοκή ή η διαφθορά… Το αντίθετο, είναι μια υπόθεση μοιχείας, ε, σιγά… Απλώς είναι γραμμένο με αισιοδοξία.  


Υπάρχουν κάποια αρχέτυπα στο κείμενο που βλέπουμε και σήμερα… Ας πούμε ο άπιστος σύζυγος, η καρτερική αλλά πονηρή γυναίκα…
Μ.Ρ.
  Ε, εντάξει, η πάλη των δύο φύλων ήταν είναι και θα είναι αιώνια. Από τον «Πατέρα» του Στρίντμπεργκ μέχρι και «Το φίλο μου τον Λευτεράκη». Θ.Π. Ε, κι ο δικός μας ο μουρντάρης είναι εντελώς διαφορετικός από τον μουρντάρη του Σακελλάριου.


Πώς το εννοείτε αυτό;
Θ. Π.
Ε, έχουν αλλάξει κι οι εποχές πια… Σήμερα δεν χρειάζεται να εφεύρεις έναν φανταστικό φίλο για να κερατώνεις τη γυναίκα σου!


Πάντως μου κάνει εντύπωση πως το ρόλο που υποδύθηκε ο Ντίνος Ηλιόπουλος, υποδύεται σήμερα ο Γιάννης Τσιμιτσέλης που έχει πιο κλασική, αρρενωπή ομορφιά.
Μ.Ρ.
Είναι πράγματι ένας πολύ ωραίος άντρας και αρέσει, πράγματι στο κοινό, νομίζω όμως ότι ο Γιάννης, πέρα από ωραίο αγόρι είναι κι ένας πάρα πολύ σοβαρός ηθοποιός, εξαιρετικά σοβαρός, νομίζω ότι θα εκπλήξει με την ερμηνεία του και ήδη από τη συμμετοχή του σε δουλειές στην τηλεόραση, είναι ένας άνθρωπος που του αρέσει η κωμωδία. Και δεν θεωρούμε πως η ομορφιά και το αστείο αντίκεινται κατ’ ανάγκην, στο «Δις Εξαμαρτείν», για παράδειγμα, διαλέξαμε δυο ωραίους άντρες και μια ωραία γυναίκα για βασικούς πρωταγωνιστές μας.


Αναφερόμουν πιο πολύ στη διαφορά με την ταινία  και τη βασική φιγούρα του ζεν πρεμιέ που χαρακτηριζόταν από αυτήν το παράδοξο, της εξωτερικής του εμφάνισης με τη δράση του.
Μ.Ρ.
Κοιτάξτε, τότε τα έργα είχαν το εξής ιδίωμα, συνήθως ήταν ένας κωμικός ηθοποιός με μια όμορφη ντάμα. Εμείς προσπαθήσαμε να παίξουμε το παιχνίδι αλλού, κρατώντας όλο το γέλιο, προσπαθούμε να το περάσουμε και στην ουσιαστική φάση του, που είναι η ερωτική κωμωδία. Χρησιμοποιούμε δύο ηθοποιούς που έχουν κωμικό πάτημα, αλλά κι ένα αίτημα ερωτικό… ας το πούμε έτσι. Έχουμε έναν νεανικό θίασο, που  πρέπει να πούμε πως συμπληρώνεται από μερικούς πολύ ταλαντούχους ανθρώπους. Η Βασιλική Ανδρίτσου κάνει την Φωφώ, ο Πέτρος Μπουσουλόπουλος κάνει τον Λευτεράκη, η Σοφία Βογιατζάκη κάνει το ρόλο που έκανε η Καίτη Πάνου στην ταινία, ο Φώτης ο Σπύρου κάνει το ρόλο που έκανε ο Γιώργος Κωνσταντίνου και η Βάσω Λασκατάκη σ’ ένα ρόλο που είναι μμμ, είναι παραλλαγή. Θ.Π. Είναι η ερωμένη, αλλά είναι πολύ διαφορετική. Μ.Ρ.  … Και ο Τάσος Αλευράς σε έναν επινοημένο από εμάς ρόλο.


Όλα αυτά τα χρόνια δουλεύετε συχνά με τους ίδιους ηθοποιούς…
Μ.Ρ.
Είναι ωραίο αυτό, το να βλέπεις διαφορετικές πτυχές του ίδιου ανθρώπου και να δοκιμάζεται εδώ, εκεί, παραπέρα, διευρύνοντας την εκφραστική του γκάμα, είναι πολύ ενδιαφέρον. Έπειτα όταν με κάποιους ανθρώπους συνεννοείσαι καλλιτεχνικά και υπάρχει μια ανθρώπινη συμπάθεια, ξανασυνεργάζεσαι.

ιnfo:

-->
Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε