Η Αυτοκρατορία του Φωτός (2022)

Empire of Light
★★★
Δράμα, Ρομαντική

115'

United Kingdom, United States

English

Ο βραβευμένος με Όσκαρ Σαμ Μέντες εστιάζει στην αστείρευτη ενέργεια του τέλους της δεκαετίας του ’70 και των αρχών της δεκαετίας του ’80, μιας περιόδου έντονης πολιτικής αναταραχής αλλά και δημιουργικής άνθισης της βρετανικής μουσικής και κουλτούρας. Η αυτοκρατορία του φωτός μοιάζει με ερωτική επιστολή με παραλήπτη το σινεμά: η ιστορία ακολουθεί δύο υπαλλήλους της βρετανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, την Χίλαρι και τον Στίβεν, οι οποίοι βρίσκουν καταφύγιο ο ένας στον άλλον. Ο ίδιος ο Μέντες έκανε την επιλογή των τραγουδιών που επενδύουν την ταινία του, όπως το «Too Much Too Young» των The Specials και το «Mirror in the Bathroom» των The Beat, ή το «Love Will Tear Us Apart» των Joy Division και το «Spellbound »των Siouxsie and the Banshees. Το αποτέλεσμα είναι μια συναισθηματική ωδή στη μουσική και το σινεμά, μια προσωπική ταινία που επαναφέρει «τα χρυσά χρόνια» του παρελθόντος, χωρίς παρ’ όλα αυτά να αγνοεί τα ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα της εποχής.  

Sam Mendes

Sam Mendes

Trent Reznor, Atticus Ross

Olivia Colman, Micheal Ward, Tom Brooke, Tanya Moodie, Hannah Onslow, Crystal Clarke, Toby Jones, Colin Firth

Σχόλια/Κριτική


Παρασυρμένος από μια θάλασσα συναισθημάτων, ιδεών και προσωπικών βιωμάτων ο Σαμ Μέντες τελικά πνίγεται σε μια κουταλιά νερό. Αν και τα στάνταρ του δεν είναι ευκαταφρόνητα, η τελευταία του ταινία αποτελεί μία μικρή απογοήτευση και μάλιστα όταν έχει διαφημιστεί ως «το δικό του ερωτικό γράμμα προς το σινεμά».
Ο Μέντες, που μας έχει χαρίσει κατά καιρούς σπουδαία ή τουλάχιστον ιδιαιτέρως καλογυρισμένα φιλμ, όπως τα «1917», «Skyfall», «American Beauty», «Ο Δρόμος της Απώλειας», σε τούτο δω νοσταλγικό δράμα χάνει το μέτρο και το αποτέλεσμα μοιάζει με νερόβραστη αγγλική σούπα.
Μια ταινία που διαφημίστηκε ότι θα μας θυμίσει «τη μαγεία του σινεμά», ένα ελκυστικό θέμα που λατρεύει και επιβραβεύει η Αμερικάνικη Ακαδημία κι έχοντας την Ολίβια Κόλμαν για πρωταγωνίστρια, είναι φανερό ότι θα μπορούσε στα χέρια του Μέντες να είναι, αν μη τι άλλο, η συνταγή της επιτυχίας. Όμως, τίποτα δεν λειτούργησε σωστά, εκτός από ορισμένα αποσπασματικά όμορφα πλάνα και ενδιαφέρουσες σεκάνς, που μας θυμίζουν ότι έχουμε να κάνουμε με ταινία του Σαμ Μέντες, αλλά ταυτόχρονα μας απογοητεύει ακόμη περισσότερο το αποτέλεσμα, για τον ίδιο ακριβώς λόγο.
Σε σενάριο δικό του, ο Μέντες θέλει να μιλήσει για πολλά και τελικά χάνει και τα λίγα. Εκεί που περιμένεις μια ωδή για το σινεμά, ένα ξαδερφάκι του «Σινεμά ο Παράδεισος», μία νοσταλγική ιστορία να ζωντανεύει και να γοητεύει, μπαίνουν οι δυσαρμονικές προσωπικές σχέσεις των ηρώων και στη συνέχεια η προβληματική ψυχική υγεία της πρωταγωνίστριας. Αλλά δεν σταματά σε αυτά μόνο, γιατί θα πρέπει να θίξει και τη βρετανική παρακμιακή ασχήμια τής εποχής του '80 και το ρατσιστικό μίσος που θρέφονται από τη θατσερική εποχή, η οποία, ωστόσο, περνά τόσο διακριτικά που νομίζεις ότι με το ζόρι γίνεται η αναφορά.
Το πολύπλοκο σενάριο θέλει τη Χίλαρι, μία ψυχρή μεσήλικη γυναίκα, χωρίς προσωπική ζωή, να είναι υπεύθυνη για τα κομμένα εισιτήρια σε έναν πολυκινηματογράφο σε διάλυση, που οι δυο αίθουσές του έχουν ερημώσει, έχουν γίνει το απάγκιο για περιστέρια, η γλίτσα έχει αρχίσει να τις καταπίνει, όπως ότι έχει σχέση με τον πολιτισμό και την ψυχαγωγία στην υπερσυντηρητική Βρετανία των αρχών της δεκαετίας του ΄80. Η Χίλαρι, που ορισμένα βράδια αναλαμβάνει να ικανοποιεί και τις σεξουαλικές ανάγκες του παντρεμένου αφεντικού της, δεν έχει προσωπική ζωή, δεν έχει να μιλήσει με κανένα. Παρότι ο ερχομός ενός νέου υπαλλήλου, νεαρού μαύρου Βρετανού - θα ανάψει μία μικρή φλόγα στην άψυχη καθημερινότητά της, τα ψυχολογικά της προβλήματα θα τον κρατήσουν μακριά, μέχρι να αποκαλυφθούν τα καλά κρυμμένα μυστικά της ζωής της.
Ο Μέντες είναι φανερό ότι χάνει το κέντρο βάρους της ιστορίας του, οι προσωπικές αναμνήσεις του θολώνουν, τα προβλήματα της εποχής εκείνης δεν δένουν, παρά την προσπάθειά του, με τα σημερινά, τα θέματα σεξουαλικής και φυλετικής αποδοχής τίθενται γενικά και αόριστα, η μαγεία του σινεμά ξεπέφτει σε μουσειακή απεικόνιση, ενώ το ρατσιστικό ξέσπασμα φαίνεται να έρχεται από το πουθενά, δίχως αίτιο, σαν τον αναγκαίο μπαμπούλα που θέλει κάθε ταινία, για να ανεβάσει λίγο την αδρεναλίνη.
Το σενάριο και η σκηνοθετική ματιά του Μέντες είναι τουλάχιστον αποστασιοποιημένη από το κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής, η θατσερική Αγγλία σχεδόν απουσιάζει, οι χαρακτήρες είναι μονοδιάστατοι, δίχως βάθος, οι περιφερειακοί χαρακτήρες μοιάζουν μίας χρήσης, ενώ η μαγεία του σινεμά, η διασκέδαση των απλών ανθρώπων, η θεραπεία των βασάνων τους, πάει περίπατο, καθώς δεν έχει καμία σημασία αν μιλάει για μια ιστορία γύρω από το σινεμά ή κάποιο μικρό σούπερ μάρκετ ή οτιδήποτε άλλο.
Η Ολίβια Κόλμαν, έχοντας την εμπειρία, θα προστατέψει τον εαυτό της, χρησιμοποιώντας δοκιμασμένες μανιέρες της, αφήνοντας κι αυτή μία απόσταση από τον χαρακτήρα που υποδύεται, ενώ ο νεαρός Μάικλ Γουόρντ, αν και διαθέτει ταλέντο, μάλλον δεν έχει την εμπειρία να καλύψει τα νότα του. Το υπόλοιπο καστ και ιδίως τα βαριά ονόματα των Κόλιν Φερθ και Τόμπι Τζόουνς είναι σαν απλώς να πέρασαν για μια καλησπέρα...
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η καθημερινότητα μιας ομάδας υπαλλήλων ενός κινηματογράφου μιας αγγλικής παραθαλάσσιας πόλης το 1980, ανάμεσα στους οποίους βρίσκεται και η Χίλαρι, μια μανιοκαταθλιπτική σαραντάχρονη που θα αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με τον νεοπροσληφθέντα Στίβεν. Πηγή ΑΠΕ / Χάρης Αναγνωστάκης

Trailer