
Σχόλια/Κριτική
Ταινία που σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό, για όλους τους λάθους λόγους και διαψεύδει τις όποιες προσδοκίες για μία έστω απλώς διασκεδαστική ιστορία. Η Κάθριν Χάρντγουικ («Δεκατριών», «Λυκόφως», «Η Κοκκινοσκουφίτσα»), η οποία σπανίως έκανε κάποια ενδιαφέρουσα ταινία, εδώ βγάζει τον χειρότερο εαυτό της, έχοντας ως μοναδική δικαιολογία το χείριστο σενάριο. Στην προσπάθειά της να κάνει μία γκανγκστερική κωμωδία ή σωστότερα, μία παρωδία του είδους, τελικά είναι σαν να παρωδεί την ίδια της την ταινία. Μία συνηθισμένη νευρωτική νοικοκυρά, που η ζωή της λιμνάζει και ο άντρας της την απατά, θα μάθει ότι ο Ιταλός παππούς της πέθανε και της αφήνει στη Ρώμη την οικογενειακή επιχείρηση, δηλαδή, μία εγκληματική οργάνωση, η οποία πλήττεται από έναν πόλεμο με την αντίπαλη μαφιόζικη συμμορία. Η ταινία της Χάρντγουικ, όμως, πλήττεται από την υπερβολή, που ξεπερνά τα όρια του γκροτέσκο, τις χοντράδες, τις ανεκδιήγητες ερμηνείες – η Τόνι Κολέτ εντελώς ακατάλληλη για τον ρόλο, ενώ η Μόνικα μοιάζει με καρικατούρα της κινηματογραφικής της περσόνας – και φυσικά το σενάριο, ένας αχταρμάς από αλλοπρόσαλλες ιστορίες, ανόητες φάρσες και κλισέ χαρακτήρες. Ένα φιλμ, που ξεκινάει μετρίως και εξελίσσεται αποκαρδιωτικά, με το δεύτερο μέρος να είναι εντελώς χαοτικό και σπασμωδικό, ενώ η αισθητική του αμερικάνικου χιούμορ δεν προκαλεί το γέλιο, αλλά τα νεύρα του θεατή. Οι ερμηνείες αχαρακτήριστες, ακόμη και αυτές των Ιταλών μαφιόζων, που παρουσιάζονται ως πρότυπα ηλιθιότητας, ενώ το μόνο που απαλύνει λίγο τον πόνο του θεατή είναι ορισμένα πλάνα της Ρώμης. Χάρης Αναγνωστάκης