Νίκος Χαραλάμπους (σκηνοθέτης του «Βασικά με λεν Θανάση»)

Νίκος Χαραλάμπους (σκηνοθέτης του «Βασικά με λεν Θανάση»)

Σκηνοθετεί για τη Λαϊκή Σκηνή του ΚΘΒΕ, μακριά από ηθογραφικές παραμέτρους, το έργο του Γώργου Αρμένη «Βασικά με λεν Θανάση» που ανεβαίνει στη σκηνή «Σωκράτης Καραντινός» της Μονής Λαζαριστών. Ένα έργο που σκιαγραφεί χαρακτηριστικές σκηνές της νεοελληνικής πραγματικότητας και αντιμετωπίζει με χιούμορ ό,τι μας πληγώνει. Ο Νίκος Χαραλάμπους έδωσε συνέντευξη στην Νατάσα Χολιβάτου και το περιοδικό CITY.

Πείτε μας εν συντομία την υπόθεση του έργου.
Το έργο γράφεται από έναν ο οποίος παίζει και τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Δηλαδή μας ανακοινώνεται από τον πρωταγωνιστή μόλις ξεκινάει το έργο, ότι είμαι ο Θανάσης ο οποίος γράφω ένα έργο και σας παρακαλώ να με ακούσετε, να με υποστείτε. Αυτό το ξεκαθαρίζει ο συγγραφέας, δηλαδή ότι είναι αυτοβιογραφικό και την ίδια στιγμή το γράφει την ώρα που παίζεται. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε μια παράσταση που στήνεται εκείνη τη στιγμή. Με τα σκηνικά να φτιάχνονται από τους ηθοποιούς που θα παίξουν, τις μεταφορές των καθισμάτων, δηλαδή είναι ένα είδος,  κατά κάποιο τρόπο, αυτοσχεδιαστικού θεάτρου, όπως το παραθέτει το κείμενο το ίδιο, άρα έχουμε μια δυνατότητα να κάνουμε ένα είδος σκηνικού πειράματος συνδυάζοντας πολλά πράγματα μαζί: τον χορό, την κίνηση το τραγούδι, και τον λόγο, τον διάλογο. Με αυτήν την έννοια, επειδή είναι και πολλές οι σκηνές που παραθέτει το έργο μπροστά μας, είναι κάπου 30 – 35 σκηνούλες μικρές, κάτι σαν ταχυδράματα θα μπορούσα να τα αποκαλέσω, δηλαδή πολύ μικρά, μια σκηνή μπορεί να διαρκέσει και τρία λεπτά μόνο και αλλάζει και αλλάζει και αλλάζει και κάθε φορά γίνεται και μια μεγάλη αλλαγή. Όπως καταλαβαίνετε, είναι ένα έργο που θέλει μια δεξιοτεχνία τόσο σκηνοθετική όσο και υποκριτική, ώστε να μην κουράσει και την ίδια στιγμή να κρατάει το ενδιαφέρον συνέχεια σε όλη τη ροή.

Άρα, απ’ ότι αντιλαμβάνομαι, η παράσταση προέκυψε κατά τη διάρκεια των προβών κυρίως και μέσα από τον αυτοσχεδιασμό;
Ναι, μέσα από τον αυτοσχεδιασμό και μέσα από τις πρόβες βγήκαν πάρα πολλά στοιχεία τα οποία μας άνοιξαν δρόμους και μας άνοιξαν δυνατότητες να παίξουμε με αυτό το πράγμα που έχει το κείμενο, δηλαδή έναν ήρωα που μας διηγείται τα γεγονότα της ζωής του, τα οποία όμως, αυτό έχει νομίζω και τη σημασία του, είναι όλα -δεν θα τα πω συντριπτικά ούτε απογοητευτικά-, είναι λίγες οι λέξεις αυτές για να τα περιγράψουν, είναι μεγάλες αποτυχίες, είναι τραντάγματα. Με ό,τι καταπιάνεται έχει αποτυχία, είτε ερωτικό είτε φιλικό είτε συναδελφικό είτε επαγγελματικό. Έχει μια συνεχή διάψευση των ονείρων του. Αυτό νομίζω είναι και το θέμα του έργου. Απλώς επειδή είναι πολύ ευχάριστα γραμμένο από τον Αρμένη, με παρά πολύ χιούμορ, και με πολύ έξυπνες αλλαγές διαθέσεων κλπ, μας έδωσε τη δυνατότητα να το διασκεδάσουμε ταυτόχρονα ενώ το φτιάχναμε. Αλλά αν ένα τέτοιο έργο, αν μια τέτοια  παράσταση δεν είναι απόλυτα οργανωμένη μέσα στον αυτοσχεδιαστικό οίστρο, μπορεί να είναι και βαρετή και να γυρίσει σχεδόν μπούμερανγκ, να έρθει δηλαδή εναντίον σου όλη η πρόθεση να κάνεις μια φάρσα.

Σχετικά με την προσέγγιση που ακολουθήσατε σκηνοθετικά, έχετε πει ότι δεν πρόκειται για μια πολιτικά ορθή εκδοχή ανεβάσματος του έργου…
Πολιτικά ορθή εκδοχή δεν εννοώ ότι έχει κάποια σχέση με πολιτικές παραμέτρους, απλώς συνηθίζεται τα νεοελληνικά έργα εδώ και δεκαετίες να ανεβαίνουν με μια εμμονή, σχεδόν Σοφόκλεια κατά τη γνώμη μου, να αναπαράγουν την καθημερινότητα μας, δηλαδή το ποτήρι, το τραπεζομάντιλο κλπ. Ένας νατουραλισμός υπερβολικός, πιστεύοντας ίσως οι σκηνοθέτες που ανεβάζουν κατά καιρούς αυτά τα έργα, όπως του Σκούρτη κ.ά., από τον Καμπανέλλη και δώθε δηλαδή όλο το νεοελληνικό θέατρο, ότι πρέπει να ακουμπάει πάνω σε ένα γερό ρεαλισμό. Αυτό πιστεύω ότι μικραίνει τόσο τις παραμέτρους και τις δυνατότητες των ίδιων των έργων από τους συγγραφείς μας -που μερικοί εξ’ αυτών ή και κάποια έργα από αυτούς είναι εξαιρετικά, θα έλεγα παγκόσμιας αξίας-, τα μικραίνει φέρνοντας τα σε μια ηθογραφική ερμηνεία τη ζωής, είναι ένα πράγμα που τα κρατά πίσω. Εμείς λοιπόν επιλέξαμε, νιώθοντας ότι είναι καιρός να ψάξουμε και σε άλλες παραμέτρους, μια οδό σουρεαλισμού αν θέλετε, κατά κάποιο τρόπο ένα παιχνίδι κατόπτρων, ένα παίξιμο με τα γεγονότα περισσότερο, το οποίο όμως δημιουργεί κάτι που θυμίζει λίγο το θέατρο του παραλόγου και λίγο το θέατρο των κωμωδιών του Σαίξπηρ που δεν είναι κωμωδίες, είναι αδιέξοδα γελοιοποιημένα, συμπεριφορές, ενσταντανέ.


Οπότε αυτά τα πολλαπλά είδωλα, τα πρόσωπα που έρχονται στη ζωή του Θανάση και έχουν παρόμοια αποτελέσματα, παρόμοιες αντιδράσεις, έρχονται τελικά για να τονίσουν τον κατακερματισμό του ήρωα;
Τα πρόσωπα που έρχονται στη ζωή του Θανάση έρχονται μόνο και μόνο για να μας τονίσουν σε κάθε περίπτωση τα αδιέξοδα που έχει αυτός ο άνθρωπος να καταφέρει να ζήσει μια ζωή κανονική, είναι όλα μέσα του διαλυμένα, ό,τι πιάσει γίνεται χώμα.


Δηλαδή και μέσα από τους υπόλοιπους ήρωες βλέπουμε τον ίδιο και την αποτυχία του;
Την ίδια την κοινωνία, όχι τόσο την αποτυχία του, πώς αντιδρά η κοινωνία απέναντι σε έναν άνθρωπο ο οποίος είναι καλών προθέσεων αλλά ανίκανος να αντεπεξέλθει σε αυτά που του παρουσιάζει η ίδια ζωή σε καθημερινό επίπεδο. Εκεί βρίσκεται όλο το παιχνίδι. Και ότι είναι αυτοβιογραφικό το έργο, αποκτά μια άλλη αξία, την αξία του ανθρώπου που κραυγάζει ότι δεν υπάρχει ελπίδα, αυτός ο πεσιμισμός που ακουμπάει στον Μπέκετ μας έχει ερεθίσει σε πάρα πολλά σημεία.


Υπάρχουν πολλοί πιστεύετε σήμερα στην κοινωνία μας σαν τον Θανάση;
Ασφαλώς. Υπάρχουν και θα υπάρχουν.


Με τι μέσα προσπαθεί τελικά να αντιδράσει ο Θανάσης;
Μέσα από τα συναισθήματα του τα όποια συνήθως είναι ανεπίδοτα, δηλαδή κανένας δεν τον πιστεύει, κανένας δεν τον παίρνει στα σοβαρά, ο ίδιος προσπαθεί να βοηθήσει και αντί να βοηθήσει κάνει ζημιά, δηλαδή είναι μια κατάσταση όπως η ελληνική πραγματικότητα…


Ταυτίζεται ο θεατής απόλυτα με τον Θανάση;
Ναι, και ταυτίζεται αλλά την ίδια στιγμή είναι και σε απόσταση γιατί βλέπει πράγματα που του απομυθοποιούν το δράμα του το καθημερινό, και έτσι νιώθει ότι δεν πρέπει να είναι δραματικός σε σχέση με τη ζωή του.


Mέσα από το στοιχείο του αυτοσαρκασμού προκύπτει κυρίως αυτό;
Ναι ακριβώς, όπως το είπατε. Γι’ αυτό και ο Αρμένης έχει αυτήν την εξυπνάδα -ενώ είναι πολύ βιωματικά τα στοιχεία που βάζει, ενίοτε πιστεύει κανείς ότι τα έχει ζήσει και ο ίδιος ο συγγραφέας, όπως τα περιγράφει-, ενώ είναι έτσι, αυτοσαρκάζεται με τέτοιο έξυπνο, αποστασιοποιημένο τρόπο από το δράμα το οποίο ζει, που προκαλεί ακριβώς αυτήν την αγαπησιάρικη αίσθηση στον θεατή. Ο θεατής τον αγαπά αλλά την ίδια στιγμή δεν τον «ειδωλολοποιεί», δεν θεωρεί ότι είναι μάρτυρας, γιατί και ο ίδιος φταίει γι’ αυτά που κάνει. Πάλι ο Μπέκετ στη μέση, ο Μπέκετ είπε το συγκλονιστικό, κάτι που το χρησιμοποιώ πολύ συχνά όταν θέλω κάτι να τονίσω σε αυτό το επίπεδο: «Γεννήθηκα, άρα φταίω». E, λοιπόν, για μένα ο Θανάσης γεννήθηκε, άρα φταίει.

Και πρέπει να πληρώσει.
Ακριβώς και πρέπει να πληρώσει…


Το υποκριτικό στίγμα ενός θλιμμένου κλόουν το οποίο έχετε πει ότι κουβαλάει ο Αρμένης ως ηθοποιός, βγαίνει στη δική σας την παράσταση;
Ελπίζω να βγαίνει, γιατί αυτήν την εικόνα έχω από τον Αρμένη ως ηθοποιό όλα αυτά τα χρόνια που τον γνωρίζω- και είναι πολλά. Πάντα ο Αρμένης έχει αυτό το τραγελαφικό στοιχείο. Είναι ένα δραματικό πρόσωπο το οποίο προκαλεί γέλιο, αυτή η αντίφαση είναι πάρα χαρακτηριστική του σωματότυπου και του τρόπου που παίζει ο Αρμένης. Πάνω σε αυτό το σκεπτικό κινήθηκε και ο Χαλκιάς που υποδύεται αυτήν τη φορά τον Θανάση, παρόλο που επιλέγοντας εγώ ένα διττό πρόσωπο να εμφανίζεται πάνω στη σκηνή, τον συγγραφέα και τον πρωταγωνιστή, επιλέγοντας αυτούς τους δύο να εμφανίζονται λοιπόν και να συναγελάζονται, δημιουργώ και μια αίσθηση της σοβαρότητας του συγγραφέα, του Αρμένη. Γιατί για να γράψει κάποιος

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε