Ο Λούσιας- Νίκος Χουλιαράς

Πήγαινε κάποιος καιρός που είχε πάρει το μάτι μου κάπου  Ο Λούσιας του Νίκου Χουλιαρά. Τι ήταν αυτό που με τράβηξε και μου κέντρισε την προσοχή σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε πρώτα από τον Κέδρο το 79 και έπειτα από τη Νεφέλη το 87, δεν έχω ιδέα. Υποθέτω πως ήταν μια πρώτη ματιά, ένα πρώτο φλερτ, ένα κέντρισμα. Το είχα συνεχώς στο νου κι έλεγα, θα πρέπει να το παραγγείλω με την πρώτη ευκαιρία, να ψάξω να το βρω.

Μήνες μετά, κατηφόριζα από το θησείο στο Μοναστηράκι, πουρνό πουρνό, πάνω που άνοιγαν τα μαγαζιά, την ώρα που ένας άντρας κατεβάζει ένα πλαστικό κασόνι από αυτά που βάζουν μέσα μπουκάλια από αναψυκτικά και το αφήνει στο πεζοδρόμιο δίπλα μου. Ήταν γεμάτο από βιβλία και πάνω πάνω, ο Λούσιας!

Με το ωραίο του ροζουλί χρωματάκι, το σαγρέ χαρτάκι του, το ασπρόμαυρο σκίτσο. Το αρπάζω σαν δαιμονισμένη και στέκομαι μπροστά του. «Αυτό!», λέω σαν διψασμένη μετά από μέρες οδοιπορικού στην έρημο. «Ωχ λέω, δεν έχω και λεφτά μαζί, ποιος ξέρει πόσο θα κάνει». Ο τύπος βαριέται, μπορεί και να νυστάζει, από την άλλη, θα του κάνω και σεφτέ σκέφτομαι. «Ένα ευρώ κοπελιά», λέει και συνεχίζει να κατεβάζει κούτες από μια καρότσα.
Ένα ευρώ; Σκέφτομαι μέσα μου και δεν νιώθω και πολύ καλά. Εντάξει, μεταχειρισμένο, χρόνια πριν, μοναστηράκι, αλλά το πολυπόθητο βιβλίο, ένα ευρώ;

Ο Λούσιας

Ο Λούσιας

Ο Λούσιας
Μυθιστόρημα

Συγγραφή: · Νίκος Χουλιαράς
Έκδοση: 1987 από “Νεφέλη”
Σελ.:212 (19χ14),

Μαλακό εξώφυλλο,

ISBN: 960-211-475-4

 

Αφήνω δύο ευρώ και ύστερα και ύστερα κάνω σκέψεις για τις τιμές των βιβλίων, τους κακοπληρωμένους συγγραφείς, την οδύσσεια των εκδοτών, τα έξοδα των φανατικών αναγνωστών, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα. Στέκομαι στο θετικό, πως κρατώ στο χέρι μου αυτό που ποθώ και ησυχάζω το μέσα μου με την σκέψη, ένα βιβλίο μπορεί να περνάει από χέρι σε χέρι. Έχει γραφεί με μόνο σκοπό, να διαβαστεί.

Ήταν νωρίς, πολύ νωρίς για τους υπόλοιπους. Κάθισα απέναντι απ την αιώνια ομορφιά της Ακρόπολης, φθινόπωρο και αεράκι δροσερό, πάνω είχε τιμή μιας άλλης εποχής, ΔΡΧ.1980 και διάβασα το οπισθόφυλλο.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου

Την άλλη τη μέρα, πάλι μοναχός μου ήμουν στο σπίτι, κι είπα από μέσα μου. Καλά που είμαι και μοναχός μου, είπα. Γιατί κι ο Στέργιος να ταν, κι ο Βαγγέλης, εγώ πάλι μοναχός μου είμαι, κι όλα μες το κεφάλι μου τα ‘χω. Αλλά κι αυτοί που είναι απόξω απ το κεφάλι μου, καλοί είναι, λέω, γιατί κι αυτοί μες το δικό τους το κεφάλι, πάλι μονάχοι τους θα είναι. Όταν είμαστε όμως όλοι μαζί, αλλιώτικοι είμαστε. Γιατί εγώ είμαι εγώ, κι ο Βαγγέλης είν ο Βαγγέλης. Ο Στέργιος πάλι είναι άλλος, κι άλλο είναι ο πατέρας του Βαγγέλη. Όλοι μαζί όμως, η Ελλάδα είμαστε. Γιατί η Ελλάδα, είναι και πιο μεγάλη απ τα Γιάννενα. Αλλά και τα Γιάννενα, Ελλάδα πάλι είναι κι αυτά…

 

Το κράτησα στα χέρια και κοίταξα τον ουρανό. Κι ένιωσα να χτυπάει μέσα μου η Ελλάδα, μέσα μου η μοναξιά, μέσα μου ο Βαγγέλης και ο Στέργιος και ο Χουλιαράς. Και είπε αυτό το βιβλίο, οι λέξεις όπως είναι γραμμένες, ο τρόπος όπως διηγούνται, δικαιώνει που το ήθελα τόσο καιρό.

 

Ξεκινάω αμέσως και είναι η πρώτη σελίδα κομμένη κάπως αλλά δεν μου κρύβει τις λέξεις. Μου έχει φάει κάποιες από τη δεύτερη, μα πταίσμα μπρος σε τούτη τη χαρά.

 

«Κυριακή σήμερα. Κυριακή είναι. Πρωί είναι. Εγώ, πρωί, λέω ότι είναι. Εφτά θα ναι. Μπορεί όμως και εφτάμιση να ναι.

 

Ο ξεφτιλισμένος ο Δραμπασίνας. Μου τα πήρε απ τα χέρια μου. Μέσα απ τα χέρια μου τα πήρε. Πρώτος τα είχα δει. Μου τα πήρε όμως. Να του δινα μια. Μια χαψιά είναι. Να του δινα μια να τον έλιωνα. Ο Δραμπασίνας… Ο Κωστάκης ο Δραμπασίνας!

 

Άμα μου ξαναπεί να πάω, δεν θα πάω. Εδώ. Θα κάτσω εδώ να με βαράει ο Θρασκιάς, παρά να πάω. Σάματι, καλύτερα είναι κι εκεί; Εδώ! Θα κάτσω εδώ να με βαράει ο Θρασκιάς. Εδώ. Να βαράει ο Θρασκιάς».

Αυτό ήταν. Αυτή η επανάληψη λέξεων, αυτή η μουσικότητα, με συνεπήραν από την πρώτη στιγμή. Δεν σταμάτησα να θαυμάζω το στυλ, το ύφος του, την ζωντάνια της αφήγησης.

Ο Νίκος Χουλιαράς

Ο Νίκος Χουλιαράς δεν ήταν τυχαίος. Ζωγράφος, από τους σημαντικότερους μάλιστα, γλύπτης, συγγραφέας, ποιητής και τραγουδοποιός. Είδα, έψαξα τα βιβλία του. Έμαθα μόνο ποια ακόμη είχε γράψει. Έπιασα ένα από αυτά, δεν μου έκανε το ίδιο. Το άφησα. Κι έπιασα πάλι τον Λούσια. Που τώρα που γράφω για αυτόν, λέω να τον ξαναδιαβάσω με την πρώτη ευκαιρία. Γιατί έχει μέσα μια σκηνή. Μια ερωτική σκηνή, η πρώτη επαφή ενός νεαρού με ένα κορίτσι από «σπίτι» την Κούλα. Γιατί αυτή είναι μια τέτοια σκηνή από αυτές που δεν ξεχνάς ποτέ. Γιατί θυμάσαι πάντα τον αέρα που χτυπά τους τσίγκους, την απλότητα με την οποία τον δέχεται η Κούλα, τη ζεστασιά που βιώνει μέσα της, το κρύο, όταν πια τα δυο σώματα που πρόσκαιρα έσμιξαν, χωρίζουν πια.

Κείμενο Φωτεινή Ναούμ

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε