O Πατέρας του Στρίντμπεργκ | κριτική παράστασης

O Πατέρας του Στρίντμπεργκ | κριτική παράστασης

Κριτική Παύλος Λεμοντζής
Έπαθε, θαρρείς,  μια «influence» από Οικονομίδη  ο  σκηνοθέτης  Μπισμπίκης  κι ένα «γαμοσταυρίδι»  ξέφυγε από το «Σπιρτόκουτο» και τον σημάδεψε στο  πλήρες, όπως αποδείχτηκε, «ρετιρέ» του. Ως άλλος Κύρος Γρανάζης,  κατέβασε ιδέα: «θα τον αρπάξω αυτόν τον Σουηδό  από κει πάνω που τα σκιάζει όλα η παγωνιά και θα τον φέρω στα δικά μας εδάφη, θα τον χρίσω Έλληνα θυμωμένης  κατηγορίας  και θα παίξουμε  ωμά- ρεαλιστικά τον «Πατέρα», τον  δήθεν βαρβάτο, τον «δε σηκώνω κουβέντα»  αλλά και τον  «α, όταν κλείνει η πόρτα του σπιτιού μου, την κυρά μου εγώ την έχω αφέντρα και κορόνα στο κεφάλι μου», μα πάνω από όλα,  τον οικογενειάρχη  πατέρα, ως  ένα από τα χιλιάδες θύματα της καταχρεωμένης  χώρας του.
 
Τω όντι, σε ένα σπίτι κλουβί με ανθρώπους – θηρία, κατ επίφαση ανήμερα και ουσιαστικά ανθρωπάκια, στη σκηνή του «Αποθήκη» συντελείται καθημερινά  ένα δράμα. Ελληνικό και ακραίο. Δανεικό από τον μεγάλο Στρίντμπεργκ, αλλά κομμένο και ραμμένο στο μεσογειακό ταπεραμέντο, στολισμένο μ? ένα άνθος του κάκτου είτε είναι  ουτοπικό  όραμα  ζωής  είτε είναι  εγωισμός υπέρμετρος σε βαθμό κακουργήματος, ακόμα και παιχνίδι επικίνδυνο μπορεί να είναι, παιχνίδι επιβολής ισχυρού στον αδύναμο, μόνο που η ισχύς, η δύναμη, δεν έχει φύλο. Το πιο ουσιαστικό, είναι το ρημαδιό που? φερε  το λουκέτο στις δουλειές, είναι η οργή του πτωχευμένου μικροεπιχειρηματία και το αδιέξοδο του «ταπί και διόλου ψύχραιμου». 
 
Σκηνικό που δένει με το όνομα του θεάτρου. Κλειστοφοβικό και υποφωτισμένο. Ως  και οι ράβδοι από νέον στο ταβάνι έχουν λάμψη υπότονη, μουντή, ασορτί με το γκρίζο του μυαλού αυτής της «αγίας», ενίοτε δε,  ιερόσυλης  οικογένειας. Τα μέλη, ό,τι συνήθως συναντάμε στις μικρές- μικρές κοινωνίες, τις απαίδευτες, τις  κακόμοιρες, τις καταραμένες να ζουν στη ζώνη του λυκόφωτος, σαν τους κολασμένους του Ευγένιου Ποτιέ, σκλάβοι της γης, δούλοι  και ραγιάδες του συστήματος  που τους περιθωριοποιεί στη μιζέρια. Ο πατέρας, η γυναίκα, η μικρή κόρη – επαναστάτρια της ευκαιρίας –  συν ένας κρίκος απαραίτητος στην αλυσίδα, οπωσδήποτε  του ιδίου φυράματος. Ο αδερφός  της νοικοκυράς. Οπορτουνιστής  χωρίς κάλυψη, συνεταίρος οπουδήποτε, σύμμαχος  της πλευράς που βυθίζει την απέναντι.
 
Όλο το πόνημα, εξαιρετικά ενδιαφέρον για τον θεατή, στροβιλίζεται μεν πάνω στη βάση του κλασικού αριστουργήματος του Στρίντμπεργκ, αλλά έχει δική του ταυτότητα. Ονόματα ελληνικά –  τα πραγματικά  των ίδιων των ηθοποιών –  συμπεριφορές ελληνικές  και τραγωδία  ελληνική. 
 
Στον  Σουηδό «Πατέρα» του 1887, ο Στρίντμπεργκ   παρακολουθεί τον έγγαμο βίο ενός Λοχαγού  με τη σύζυγό του. Τους συναντάμε όταν οι δυο τους διαφωνούν για την ανατροφή και μόρφωση της κόρης τους. Πίσω από την επιμονή του λοχαγού να ορίσει το μέλλον της μικρής,  κρύβεται το  πώς πρέπει να μεταγγίζει και τη ψυχή του στο παιδί του. Η κατάσταση στο σπίτι εκτραχύνεται όταν η γυναίκα του αφήνει να εννοηθεί πως ο λοχαγός δεν είναι ο φυσικός πατέρας της κόρης τους, την ώρα που υπονομεύει με κάθε τρόπο την επιστημονική έρευνα την οποία διεξάγει ο σύζυγός της. Με λόγο κοφτερό και τραχύ, ταχύ ρυθμό και ενδελεχή ανάλυση των προσώπων που απαρτίζουν το δράμα, ο Στρίντμπεργκ βάζει τα θεμέλια του μοντέρνου θεάτρου κατά τον 19ο αιώνα.
 
Στον ΄Έλληνα «Πατέρα» του Μπισμπίκη  ξηλώνονται τα αξιώματα, μένει η βάση, αλλά η δράση επικαιροποιείται  θαυμάσια στον 21ο αιώνα. Είναι σαφέστατη η εμμονή των γονιών να χαράσσουν κατευθυντήριες γραμμές για το μέλλον των απογόνων τους, περισσότερο όμως, βαραίνουν στη διασκευή οι επιρροές της οικονομικής κρίσης στις όποιες ισορροπίες της εστίας, ο ευνουχισμός του πατέρα μετά την επαγγελματική του κατάρρευση,  οι σχέσεις του ζευγαριού, ο μέγας εραστής αδερφός – αναρριχόμενο φυτό που απομυζά τα όνειρα του γαμπρού του και επαίρεται διαρκώς για την αιδοιομανία του  και όλες οι παθογένειες που μαστίζουν ανδρόγυνα, όταν αυτά  θάβουν την αγάπη κάτω από τα εγγενή προβλήματα της συνύπαρξης σε ζοφερούς καιρούς.
 
Ο ιδιότυπος καθημερινός  «πόλεμος» μέσα στο σπιτικό είναι χαρακτηριστικό διαμάχης  αρσενικού- θηλυκού, πόσω μάλλον, όταν συμβιώνουν κάτω από την ίδια στέγη. Αυτή η παράμετρος αποδόθηκε ρεαλιστικότατα στο μεγαλύτερο κομμάτι της παράστασης, από ένα εξαιρετικό τιμ πρωταγωνιστών.  Τάσος Ιορδανίδης, Ιωσήφ Ιωσηφίδης και Μαρίνα Ασλάνογλου, έξοχοι σε όλες τις σκηνές. Παγιδευμένοι ο καθένας στο καβούκι του και στους καημούς του. Από κοντά και η κόρη Νικολέττα Χαρατζόγλου και η γιαγιά  Γιάννα Σταυράκη, παράγοντες αποσταθεροποίησης , κομμάτια μιας σαθρής οικογενειακής εστίας, παράπλευρες απώλειες της οικονομικής κρίσης.
 
Ο πόνος του  απραγματοποίητου, τα τρύπια όνειρα – ουτοπίες, το μέγεθος της βαριάς σκιάς του αρρωστημένου εγωισμού, οι λεκτικές αψιμαχίες με φράσεις –ξυράφια, οι ταπεινώσεις και τα παραληρήματα, τα ξεσπάσματα όλων  ως πρόσκαιρη ανακούφιση, αιωρούνται διαρκώς σε μια πολεμική ατμόσφαιρα, κινούνται πάνω από τα πρόσωπα σαν πνεύματα του κακού που συναντιόνται και συνομιλούν χαιρέκακα για την  ανθρώπινη κατάντια, το αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης που έθαψε ανθρώπους κι έκλεισε σπίτια και μαγαζιά, στραγγάλισε  ελπίδες. 
 
Οι ολοφυρμοί, οι στεναγμοί, τα αδιέξοδα και τα κλάματα, όλα μαζί ένα τεράστιο δίχτυ αιχμαλωσίας  βαθύτερων συναισθημάτων, αυτών που ξεβραστήκαν στο τέλος,  μαζί με το πτώμα του πατέρα, όταν κόπασε η φονική αντάρα, όταν η όψιμη γαλήνη τα έφερε στην επιφάνεια. Κι έμειναν τα μάτια ορθάνοικτα από τον πανικό και τα στόματα βουβά από τον πόνο. Ήταν αργά για την όποια ανατροπή, ήταν η λογική κατάληξη στο πεδίο των μαχών. Εκείνο της επιβίωσης κι εκείνο της επιβολής του ισχυρού στον αδύναμο. Έτσι είναι ο πόλεμος. Έχει μόνο απώλειες. Οι νίκες είναι κάλπικες. Το σπαρακτικό «αγάπη μου» της συζύγου, απλά,   έκλεισε ταφόπλακα.  Ταυτόχρονα, όμως, έδωσε  ηχηρά χαστούκια στο αποσβολωμένο κοινό, μπας και συνέλθουν οι άνδρες και οι γυναίκες που ορθώνουν εγωιστικό  ανάστημα πάνω από το επιτρεπτό όριο,  σε μια σχέση ζωής.
 
Είχα γράψει ένα άλλο κείμενο για τούτη την συγκλονιστική  παράσταση. Μιλούσε για μικροαστισμό και μεγαλοϊδεατισμούς , για μαύρο χιούμορ, για ηθική κι ανηθικότητα, για ενοχές  κι αθώα θύματα, για τον μισογυνισμό του Στρίντμπεργκ , για υπαρξιακά κενά και τα παρόμοια. Αλλά το έσβησα. Στην εκδοχή του «Πατέρα» με την υπογραφή του Βασίλη Μπισμπίκη δεν υπάρχει ποίηση. Τα πάντα ρέουν ωμά. Με αγοραία γλώσσα , ατάκες του υποκόσμου, βρισιές του λιμανιού, αλήτικες κουβέντες κι ανάμεσα,  μερικά σπαράγματα χρωματιστών ονείρων. Και γερές δόσεις κατάθλιψης, απογοήτευσης, μοναξιάς, ανάγκης επιβεβαίωσης ανδρισμού, ανάγκης χειραφέτησης γυναίκας, ανάγκης δραπέτευσης της κόρης από τη χειραγώγηση, ανάγκης καθαρής ανάσας  από τη λερωμένη με ακαθαρσίες  γριά, κυρίως δε, ανάγκης εύρεσης λύσης για μια αχτίδα φωτός στο σκοτάδι της κρίσης.  Όλα ανθρώπινα, γήινα και καθόλου ωραιοποιημένα. Κι έγραψα αυτό που διαβάζετε. Είναι πιο δίκαιο για όλους τους συντελεστές αυτής της ιδέας που γίνεται ρεαλιστική  πράξη πάνω στη σκηνή του θέατρου «Αποθήκη». 
 
Σπουδαίες ερμηνείες . Ο Τάσος Ιορδανίδης  μιλάει  και τρέχει  με ρυθμούς απλησίαστους κι ούτε ένα σαρδάμ. Ευγλωττία , καθαρότητα λόγου, έξοχες συναισθηματικές μεταπτώσεις. Δίνει πάσα στον εξαιρετικό  Ιωσήφ Ιωσηφίδη που συμπλέει στους ίδιους τόνους. Φρενίτιδα και αδρεναλίνη στα ύψη. Δονείται η σκηνή κι η αίθουσα μαζί τους. Η Μαρίνα Ασλάνογλου, ένα θαύμα. Αυτή η μικρή το δέμας γυναίκα, μεγεθύνεται στη σκηνή, αποκτά επιβλητικό όγκο, απλώνεται η πληθωρικότητα του ταλέντου της  ως τις άκρες, τις γωνίες του δωματίου, μεταμορφώνεται σε σκληρό μαχητή, μα καταρρέει σα χάρτινη ζωγραφιά, όταν ο πόνος πιάνει μεδούλι.
 
Η νεαρή Νικολέττα Χαρατζόγλου  κινείται στο πλαίσιο της νεανικής της ορμής , της εγκλωβισμένης  σε σπίτι –φυλακή με μόνη διέξοδο μια τρομπέτα. Η γιαγιά Γιάννα Σταυράκη ακολουθεί πειθήνια τις σκηνοθετικές οδηγίες κι άλλοτε γρυλλίζει σα γριά  αλεπού ενθυμούμενη τον πρότερο ταραχώδη βίο της μέσα σε πραγματικούς πολέμους , άλλοτε λουφάζει στη βολή της, με ένα τραντζιστοράκι ασπίδα κι όπλο μαζί.
 
Από αυτό το μικροαστικό ελληνικό σπιτικό, μέσα από τη ροή της ιστορίας  χύνεται στην πλατεία η οδύνη των ηρώων, ο θυμός τους, η προβληματική  συνύπαρξή τους, οι  αντιφάσεις  που σέρνουν εξόφθαλμα οι ταραγμένες προσωπικότητες, η αλήθεια στις συνομιλίες τους που εμπεριέχουν σκληρές λέξεις και χυδαίες εκφράσεις,  χωρίς επικάλυψη ευγένειας, κι έτσι  κερδίζουν τη συμπόνια μας, την κατανόησή  μας  και, ίσως, την ταύτιση  μαζί τους αρκετών θεατών, έστω κι αν αυτοί δεν ξεστομίζουν, σε καμιά περίπτωση, «γαμοσταυρίδια».
Πρόκειται για παράσταση – καταγγελία, για παράσταση αφύπνισης κοιμισμένων συνειδήσεων , για παράσταση ερμηνειών. Έπαινος σε όλους τους συντελεστές.
 
Ταυτότητα παράστασης :
Διασκευή – Δραματουργική επεξεργασία – Σκηνοθεσία : Βασίλης Μπισμπίκης
Σκηνικά – Κοστούμια : Μαρία Καραθάνου
Επιμέλεια Κίνησης: Αγγέλα Πατσέλη
Βοηθός Σκηνοθέτη : Διονύσης Κοκκοτάκης
Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Παραγωγή : Αθηναϊκά Θέατρα
 
Πρωταγωνιστούν (αλφαβητικά):
Μαρίνα Ασλάνογλου, Τάσος Ιορδανίδης, Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Γιάννα Σταυράκη, Νικολέττα Χαρατζόγλου.

cityportal.gr | O Πατέρας του Στρίντμπεργκ στο Θέατρο Αποθήκη Κριτική Παύλος Λεμοντζής
Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε