Το εξώφυλλο του βιβλίου Οδηγίες για Οικιακές βοηθούς με φοντο βιβλια και ένα φλυτζάνι καφέ

Οδηγίες για οικιακές βοηθούς | κριτική

Οδηγίες για οικιακές βοηθούς | Συγγραφέας Berlin Lucia | Εκδότης Στερέωμα | ISBN 9789608061651 | Αριθμός Σελίδων 576 | Μετάφραση / σημειώσεις : Κατερίνα Σχινά


«……Καθώς οι γερανοί έσκυβαν για να ποτιστούν, το ασημένιο νερό κάτω από τα πόδια τους εκτινασσόταν σε δεκάδες λεπτές κλωστές. Και ύστερα, πολύ γρήγορα, τα πουλιά πέταξαν και χάθηκαν μέσα σε ένα λευκό σύννεφο, θροΐζοντας σαν τραπουλόχαρτα που ανακατεύονται.
Βγήκε το φως και ήρθαν τα κοράκια. Αδέξια, θορυβώδη κοράκια, μια προσβολή στην χαριτωμένη εικόνα των γερανών. Η μαυρίλα τους σχημάτιζε τεθλασμένες στο νερό, τα κλαδιά της φλαμουριάς τραμπαλίζονταν. … Τρομακτικό θέαμα. Τρομακτικό όπως ένας στρατός με λάβαρα.»

Η Lucia Berlin με αυτή την συλλογή μικρών αυτοτελών ιστοριών, οι οποίες κάλλιστα μπορούν να διαβαστούν και ως μυθιστόρημα σε συνέχειες, δεδομένου ότι μέσα στην αυτονομία τους υπάρχει επανάληψη προσώπων, στοιχείων και στιγμών (π.χ. μπισκότο με σύκο, τυλιγμένο σε ένα τραπεζομάνδηλο που μύριζε πούδρα ή το παλτό της μητέρας), είναι η επιτομή της καθημερινής παρατηρητικότητας. Με την πέννα της μας δίνει ένα πολύ δυνατό και εύστοχο ανάγνωσμα υψηλής ποιότητας χειρισμού του λόγου, της σκέψης, του οξύ και καυστικού χιούμορ – που ενίοτε πονάει-, αλλά και του δραματικού σαρκασμού.

Η ζωή της ολόκληρη ένας συνδυασμός ακραίων «καιρικών» φαινομένων – από τις Δυτικές Πολιτείες όπου εργαζόταν ο πατέρας της στα ορυχεία, στο Ελ Πάσο, στη Χιλή και τέλος, παντρεμένη στο Μεξικό. Περίοδοι έσχατης ανέχειας αλλά και απόλυτης χλιδής. Σπουδές. Μία σκολίωση που την καταδιώκει και η αντιμετώπιση της με τον «κηδεμόνα»* παρέα της για πολλά χρόνια να την περιθωριοποιεί. (*ορθοπεδικό μηχάνημα που υποβοηθά την κινητική λειτουργία ή την αποκατάσταση κινητικού προβλήματος που τοποθετείται στην πλάτη). Σεξουαλικά κακοποιημένη και όχι μόνον (από τον ίδιο της τον παππού). Τρεις γάμοι, διαζύγια, τέσσερις γιοί, ουσίες, αλκοολισμός σε οικογενειακό ( μητέρα, παππούς και θείος) και σε ατομικό επίπεδο, φυλακίσεις, αποτοξινώσεις. Ποικίλα επαγγέλματα όπως καθαρίστρια σε σπίτια, νοσοκόμος, διοικητική υπάλληλος, τηλεφωνήτρια, καθηγήτρια. Μια σχέση με την οικογένεια της και ειδικά με την μητέρα της στα όρια της κακοποιητικής συντριβής.

«……Κάθε φορά που πλησιάζω τη μαμά και τον μπαμπά – μερικές φορές το μόνο που θέλω είναι μια αγκαλιά ή να τους πω ότι μου λείπει ο Κλέτις, ή να ρωτήσω μήπως θα άξιζε τον κόπο να πάω σε μια σχολή γραμματέων -, μου βάζουν στο χέρι λεφτά, πήγαινε να αγοράσεις κάτι όμορφο.

Κάποτε σκεφτόμουν πως, αν με δάγκωνε μια γριά τίγρη και μου έκοβε το χέρι και έτρεχα στη μητέρα μου, εκείνη θα πάστωνε με χαρτονομίσματα το ακρωτηριασμένο μέλος. Ή θα αστειευόταν “Μπα; Τι ακούω; τον ήχο από μονό παλαμάκι;»

Επάνω στην αφηγηματική και συναισθηματική αποτύπωση στον καμβά των δικών της ορυκτών βιωμάτων, διανθισμένων και μυθοπλαστικά «καθώς δεν την πειράζει να λέει στους ανθρώπους φρικτά πράγματα, άπαξ και μπορεί να τα μεταμορφώσει, να τα κάνει αστεία» παρατηρεί τη στιγμή, αυτή που όλοι αφήνουμε να περνά ως υποσημείωση μέσα στο μεγάλο πλάνο της ημέρας, την πριμοδοτεί και την διαστέλλει καθιστώντας διαυγές το εκάστοτε γεγονός. Την ίδια στιγμή που καταφέρνει να αναστείλει το χρόνο, την ίδια ακριβώς στιγμή αναδεικνύει την πολλαπλότητά του. Η φαινομενικά απλή γραφή της, με έναν ήρεμο και χαμηλόφωνο ρυθμό, με μια γοητευτική αμεσότητα τυλίγει τον αναγνώστη κατασταλτικά, μέσα σε κύματα χαράς, γέλιου, οδύνης και ηρεμίας. Και όταν θεωρητικά όλα έχουν λήξει, απρόσμενα η ύστατη φράση της ιστορίας με την τεχνική του πυροτεχνήματος δίνει παλμό και εκτοξεύει την κλιμάκωση και την ένταση αφήνοντας τον αναγνώστη ενεό, πλήρη από λογοτεχνική κατάνυξη.

Ελκύει το φέγγος του κρυμμένου παρά του προφανούς, με τις παρομοιώσεις της να εκτοξεύουν τις αισθήσεις και την εγρήγορση του αναγνώστη.

«….Τα απορριμματοφόρα βροντούν διασχίζοντας τους δρόμους μέσα σε στροβίλους σκόνης. Γκρίζοι δεινόσαυροι».
«…Μπήκαμε στο αυτοκίνητο της φίλης της γιαγιάς μου. Έμοιαζε σαν όλα τα άλλα, μόνον που ήτα πολύ ψηλό και κοντό, σαν αυτοκίνητο σε καρτούν που έχει πέσει σε τοίχο. Ένα αυτοκίνητο που του είχε σηκωθεί η τρίχα.»

Η εικονοποιητική της δεινότητα «Μπουκαμβίλιες χύνονταν στους τοίχους του, τυλίγοντάς τους σαν σάλι μεθυσμένης γυναίκας», σε συνδυασμό με τους ήχους που κατακλύζουν το κείμενο «ένα αυτοκρατορικό μπουμ-μπουμ μπουμ που έκανε τα παράθυρα να κροταλίζουν» ή «έφθασε στα αυτιά μου το γουάπ γουαπ των τροχών στον αυτοκινητόδρομο» τυλίγουν με στοργή τους ήρωες του περιθωρίου, τους κομπάρσους, αυτούς που καλούνται να τα βγάλουν πέρα πολύ μακριά από το λαμπερό αμερικάνικο όνειρο, αυτοί που δεν ζουν στην σκιά αλλά είναι η σκιά. Με απόλυτη συμπόνοια προς την ανθρώπινη αδυναμία διαχειρίζεται τα θραύσματα της ζωής τους, τις ιστορίες τους, χωρίς θεατρινισμούς και ακρότητες αλλά με τον πρέποντα σεβασμό. Αν και ταξιδεύει στην Αμερική του 1970 δεν μιλά ούτε για το φεμινιστικό κίνημα, ούτε για τα δικαιώματα των γυναικών. Ωστόσο η γραφή της είναι εκκωφαντικά φεμινιστική όσο και πολιτική.

Με την παρέμβαση Ισπανικών λέξεων, τοπωνυμιών, ανθρώπων και ιστορικών στοιχείων μας βάζει έντονα στα θέματα των μειονοτήτων που την απασχολούν (δικαιώματα ή ανυπαρξία αυτών, αναλφαβητισμός, στενόμυαλες αντιλήψεις λόγω μη μορφώσεως, διανομή γης, φυλετικές διακρίσεις, ρατσισμός). Οι περιγραφές της όσο και εάν φαίνονται εν μέρει αφελείς φέρουν ισχυρό πολιτιστικό – πολιτισμικό άρωμα και φορτίο.

Θα ήταν σχεδόν πλημμέλημα να μην αναφερθεί η ιδιαίτερα προσεγμένη μετάφραση της κ. Κατερίνας Σχινά που με την δεξιότητα καλλιτέχνη μετέτρεψε τον λόγο της συγγραφέα σε κείμενο με φως, χρώμα, ήχο και τα Ελληνικά να διαπρέπουν ως οντότητα στην έξαρση των αισθήσεων :
«….Αιμορραγούσε άσχημα, μπλεγμένη στις σπείρες του σωλήνα, σαν Λαοκόων μαινόμενος.».
«….Η αποφορά των ούρων και των περιττωμάτων ήταν αποπνικτική, μεθυστική σαν αιθέρας.».

Η Lucia Berlin μέσω των ηρώων της ζει την ζωή στο έπακρο. Δεν θυματοποιεί ή θυματοποιείται. Αρνείται κάθε λογής νοσταλγία και αφήνει τις αναμνήσεις της να ρέουν σαν πλημμυρίδα, άλλοτε σταγόνα – σταγόνα και άλλοτε με ένταση στο ποτήρι της ζωής της που πρέπει να γεμίσει στο σωστό χρόνο. Γνωρίζει καλά ότι επούλωση δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει πια πληγή. Σημαίνει ότι η πληγή δεν ρυθμίζει τη ζωή – και εν προκειμένω τη δική της και το μεγάλο της στοίχημα δεν είναι να κερδίσει αλλά κυρίως, να μη χάσει. Αποδέχεται και καταγράφει τη ριπή του χρόνου προσφέροντας στον αναγνώστη την απόλαυση της συμμετοχής και της συνενοχής, χωρίς πληροφοριακούς οδοδείκτες σε αυτό το ταξίδι ανάμεσα στην απελπισία και την ελπίδα, το κενό και την πληρότητα, την απόλυτο και το τίποτε, την κατάκτηση της αυτογνωσίας και το χάος.

«….Τι άλλο μου έχει ξεφύγει ; Πόσες φορές τη ζωή μου βρέθηκα, ας πούμε στην πίσω βεράντα και όχι στην μπροστινή ; Τι μπορεί να ειπώθηκε σ’ εμένα χωρίς εγώ να το ακούσω; Ποια αγάπη ίσως υπήρξε που όμως δεν την ένοιωσα;; Αυτά είναι άσκοπα ερωτήματα. Ο μόνος λόγος που έχω ζήσει τόσο πολύ είναι επειδή αφήνω το παρελθόν μου πίσω. Κλείνω την πόρτα στην θλίψη, στη μετάνοια, στις τύψεις. Αν τις αφήσω να μπούνε, αν επιτρέψω έστω και μίαν επιεική χαραμάδα, παφ, η πόρτα θα ανοίξει εξαπολύοντας θύελλες πόνου, ξεσκίζοντας την καρδιά μου τυφλώνοντάς με από ντροπή σπάζοντας κούπες και μπουκάλια γκρεμίζοντας βάζα θρυμματίζοντας τζάμια και εγώ θα σκοντάφτω αιμορραγώντας σε χυμένη ζάχαρη και σπασμένα γυαλιά τρομοκρατημένη, ασφυκτιώντας ώσπου με ένα τελευταίο τρέμουλο και ένα λυγμό να κλείσω την βαριά πόρτα. Και να μαζέψω τα κομμάτια ακόμη μία φορά.»


Σχολιασμός – κριτική του βιβλίου Οδηγίες για οικιακές βοηθούς | Ανδρομάχη Καρανίκα – Δημητριάδου | φωτογραφία Depositphotos.com

«Στις άκριες γυναικείων χωραφιών» | Καίτη Στεφανάκη

 

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε