Όταν σε ξεχνούν και οι γονείς σου

«Πονούσα όσο δεν φαντάζεται άνθρωπος. Ο πόνος ξεκινούσε από το μυαλό μου σαν να είχε διογκωθεί τόσο ο εγκέφαλος και οι σκέψεις δεν χωρούσαν πια στο κρανίο μου. Δεν είχα άλλη λύση. Δεν μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι. Μόνο που οι άλλοι αυτό δεν το καταλάβαιναν. Και μου το υπενθύμιζαν οι φωνές. Πολλές φωνές, άλλοτε γλυκές και νηφάλιες, που σχεδόν με αποκοίμιζαν και άλλοτε στυγνές και επιτακτικές. Ήταν δύσκολη εποχή. Δεν άντεχα τον ίδιο τον εαυτό μου. Βυθιζόμουν όλο και πιο βαθιά.

Όλοι οι υπόλοιποι ζούσαν τη δική τους πλάνη. «Το παιδί είναι ιδιαίτερο, χαρισματικό. Τι να τα κάνει τα κορίτσια; Δεν πειράζει που δεν πηγαίνει στις εκδρομές, που δεν θέλει να βγαίνει. Που κλειδώνεται με τις ώρες στο δωμάτιό του. Διαβάζει! Θα πάει καλά. Θα περάσει εύκολα στο Πανεπιστήμιο. Ε, Χρήστο, περήφανος δεν είσαι για τον γιο σου;».
Θυμάμαι πόσο ντράπηκα τη μέρα που ο λυκειάρχης ρώτησε πόσοι θα πάνε πενθήμερη. Σήκωσαν όλοι τα χέρια εκτός από μένα. Από την ντροπή μου σήκωσα και εγώ το χέρι. Οι γονείς μου χάρηκαν όταν τους ζήτησα χρήματα για Ρόδο. «Άντε να ξεσκάσεις λίγο πριν τις Πανελλήνιες, φτάνει τόσο διάβασμα». Φοβόμουν. Του κερατά! Ανέβηκα στο καράβι κατατρομαγμένος. Πρώτο βράδυ εν πλω. Κοιμόμασταν σε καμπίνες ανά τέσσερις. Οι άλλοι τρεις, φυσικά, δεν εμφανίστηκαν ποτέ στην καμπίνα. Έβγαλα τα ρούχα και τα έκανα έναν μπόγο δίπλα μου. Στο κέντρο τύλιξα το πορτοφόλι μου. Τα έβαλα όλα στο σακίδιό μου.

«Μην τα χάσεις και τι θα τρως» είχε πει η μάνα μου. Τρόμαξα ακόμα περισσότερο, μόνο στην ιδέα.
Με ξύπνησε ο ήλιος που έμπαινε από το φινιστρίνι. Μια ανακοίνωση ότι πλησιάζουμε στο λιμάνι της Ρόδου. Βγήκα βιαστικά. Άπλωσα το χέρι να πιάσω το σακίδιο να ντυθώ. Έλειπε! Σηκώθηκα στο κέντρο της καμπίνας, γυμνός σχεδόν. Κοίταξα έναν γύρω το στενάχωρο δωματιάκι. Ψυχή! Τα ρούχα μου! Τι θα τρώω; Πως έγινε αυτό; Φωνές! Πολλές φωνές! Μέσα μου, έξω στο διάδρομο. Γέλια! Κυρίως μέσα μου…»
Αυτά συνέβησαν κάπου στο Μάιο του 2004

Απρίλιος 2005
Ηταν ήρεμος και χαλαρός. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. «Έλα, πάμε λίγο έξω», είπε. Σηκώθηκε με αργές κινήσεις. Περπατήσαμε στο προαύλιο του ιδρύματος. «Δεν κατάλαβα πως ήρθα εδώ. Θυμάμαι το σπίτι μου. Κοιμόμουν πολλές μέρες νομίζω. Έχω ένα κενό. Πολλά φάρμακα, πάρα πολλά. Ξυπνούσα και λίγο μετά ξανακοιμόμουν. Μετά ήρθε ασθενοφόρο και με πήρε από το σπίτι. Αυτό το θυμάμαι! Και με έφερε εδώ. Ο πρώτος γιατρός που μου μίλησε κανονικά μου είπε πως είχα βγει γυμνός στο κατάστρωμα, ούρλιαζα και έκλαιγα ταυτόχρονα. Είχα προλάβει να σπάσω ένα τζάμι όταν με μάζεψαν. Δεν θυμάμαι τίποτα! Το πιστεύεις; Μετά την τελευταία ερώτησή του γέλασε χαρούμενα. «Πως με πήραν, ποιος με πήρε, μην με ρωτάς» Κάθησα περίπου μια ώρα μαζί του, διψούσε να κουβεντιάσει να ανοίξει τη καρδιά του. Όταν έφευγα και το χαιρέτισα όπως απομακρυνόμουν, ένιωσα αυτό που νιώθεις όταν αισθάνεσαι ότι κάποιος σε κοιτάζει χωρίς εσύ να το βλέπεις. Χωρίς να σταματήσω γύρισα το κεφάλι και τον είδα να με κοιτάζει. Χαμογέλασε σήκωσε το χέρι του και με ξαναχαιρέτισε.

Σεπτέμβριος 2006
«Οι δικοί μου είπαν σε όλους ότι έφυγα για σπουδές στην Αμερική» μια λάμψη σκοτεινή μελαγχολική πέρασε αστραπιαία από το μάτια του. Έκλεισαν τα μάτια πίσω από την βαριά πόρτα του ψυχιατρείου και τον ξέχασαν. «Κάποια στιγμή όμως θα βγω», είπε και το μειδίαμα έγινε πλατύ χαμόγελο. «Δεν θα γυρίσω… το αποφάσισα, θα μείνω σε ένα σπίτι με άλλους μαζί. Από το Ψυχιατρείο μου είπαν πως θα με βοηθήσουν να βρω δουλειά. Τέλεια ε;»

——————————————————————————————-
Παρένθεση….
Δυστυχώς οι γονείς του τον «ξέχασαν» όπως και πολλοί συγγενείς και φίλοι. Και αυτό είναι κάτι που γίνεται σχετικά  συχνά όταν ένας συνάνθρωπος μας εξοβελιστεί από τη ¨καθώς πρέπει¨ κοινωνία μας. Συνήθως όταν κάποιος κλειστεί σε Ψυχιατρείο, ή σε κάποια κλινική αποτοξίνωσης ή στη φυλακή η συνήθης δικαιολογία των δικών του είναι «λείπει στο εξωτερικό για δουλειές…»  Υπερισχύει των δεσμών η βλακεία και η προκατάληψη που δέρνoυν όλους εμάς, τους υγιείς, τους ηθικούς τους «απέξω»! Και όμως ούτε η τρέλα είναι κολλητική ασθένεια, ούτε το να πάει για αποτοξίνωση σημαίνει ότι είναι εγκληματίας. Και με το να κλειστεί στη φυλακή δεν σημαίνει ότι πρέπει να τον διαγράψουμε από τα τεφτέρια μας εμείς όλοι οι άσπιλοι και αμόλυντοι… Αντίθετα για όλους τους έγκλειστους με τον αλφα ή βήτα τρόπο οφείλουμε (ναι οφείλουμε) να τους δείξουμε την στοργή μας, εφόσον βέβαια αυτή υπάρχει. Αυτήν έχουν ανάγκη όλοι όσοι βρίσκονται έγκλειστοι. Να σπάσουν τα κάγκελα απομόνωση να πάψει πια ο αποκλεισμός και ο στιγματισμός του καθένα!
Η φίλη ψυχολόγος και συγγραφέας Κατερίνα Τεμπέλη όταν της διηγήθηκα αυτή την ιστορία και  τη ρώτησα τι νομίζει πως χρειάζονται αυτοί πού ‘ναι έγκλειστοι σε κάποιο Ίδρυμα, απάντησε :
«οι άνθρωποι αυτοί χρειάζονται ότι χρειαζόμαστε όλοι μας, πρώτα από όλα τους φίλους και  την οικογένειά τους. Να σταθούν δίπλα τους. Στερούνται πολλά από ρούχα και είδη πρώτης ανάγκης μέχρι τη δυνατότητα να αγοράσουν ξυραφακια για το ξύρισμα. Για να καταλάβεις υπάρχουν άνθρωποι που δεν ακούν και δεν υπάρχουν χρήματα να αγοράσουν ακουστικά, με αποτέλεσμα να μειώνεται ο βαθμός επικοινωνίας τους με τους υπόλοιπους για έναν τέτοιο χαζό λόγο. Τίποτε όμως δεν μετράει τόσο όσο η απομόνωση τους… Το πιο σημαντικό από όλα, αυτό που δεν πρέπει να τους στερήσεις είναι  μια επίσκεψη, μια επικοινωνία.. Αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει  είναι υπόθεση όλων μας μιας και το «κακό»  δεν ξέρουμε πότε θα μας χτυπήσει την πόρτα, γενικώς… Αυτά είναι τα πρώτα που σκέφτομαι, σκόρπια και χύμα. Μια πρωτοποριακή ιδέα, θα ήταν να “υιοθετήσει” ο καθένας μας από έναν άνθρωπο, που να μην έχει κανέναν να τον επισκεφτεί και να τον φροντίζει και να πράξουμε τα δέοντα».

———————————————————————————–

Και η συνέχεια της ιστορίας μας………..

Βρεθήκαμε μερικές φορές ακόμη… Όταν βγήκε από το ίδρυμα αποφάσισε να αλλάξει πόλη, να ξεκινήσει από την αρχή κάπου που κανείς δεν θα τον ήξερε.

Ιανουάριος 2011.
Τον είδα στο δρόμο.. στο κέντρο της Αθήνας, στο πεζόδρομο Αιόλου με Κολοκοτρώνη να βγαίνει από ένα cafe. Πλάι του βάδιζε μια ομορφούλα! Του χαμογέλασα.
«Να που βρεθήκαμε πάλι…»
«Ναι …είδες πως τα φέρνει η τύχη;» απάντησε με ένα μειδίαμα που ήξερα πια καλά.
«Να σου γνωρίσω τη Ντινα» συμπλήρωσε με ένα πιο πλατύ χαμόγελο. Χαιρετηθήκαμε. Είπαμε όσα ήταν δυνατόν να ειπωθούν σε μια συνάντηση καταμεσής του δρόμου και μετά ανταλλάξαμε νούμερα από τα τηλέφωνα μας με τις γνωστές υποσχέσεις να μη χαθούμε και όλα τα παρόμοια.

Αυτός τρυφερά πέρασε το δεξί χέρι στους ώμους της, αυτή αφέθηκε στον εναγκαλισμό του και τράβηξαν το δρόμο τους…. Στάθηκα και τους κοίταζα αφηρημένα την ώρα που σιγά-σιγά απομακρυνόντουσαν. Και τότε έχοντας κάνει καμιά δεκαριά μέτρα, σήκωσε το αριστερό χέρι και έστειλε ένα χαιρετισμό, ένα αντίο, ένα γεια. Απλά χωρίς καν να γυρίσει το κεφάλι του και να δει κούνησε το χέρι, λες και με κάποιο τρόπο μάντεψε ότι τον παρακολουθούσα. Κατάλαβα… δεν θα επικοινωνούσε ποτέ. Αποτελούσα και εγώ μέρος από το παρελθόν του. Ήθελε, είχε όλους τους λόγους του κόσμου, να μην έχει παρελθόν παρά μόνο παρόν και μέλλον, τον καταλάβαινα. Βρήκε τη στοργή που είχε ανάγκη για να ζήσει. Δεν θα το διακινδύνευε…

Σπύρος Σαρανταένας
ss@cityportal.gr

 —————————————————————-
ποίημα του Παναγιώτη Ντανσκόι (περιγράφει γλαφυρά πώς περνάει η μέρα στο ψυχιατρείο)

Ο ΦΟΒΟΣ
Οι νότες στο ραδιόφωνο
κυλούν απαλά
και μεις πεθαίνουμε ζωντανοί…

Σ’ αυτόν εδώ τον τόπο που ζούμε
που μας ζουν φύλακες άγγελοι…

Χασκογελούν!..
και δε φοβούνται
μη σε ξυπνήσουν
απ’ το θάνατο
στον οποίο ζεις!

Μόνο που δεν είμαι
μόνον εγώ
είμαστε όλοι
νεκ

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε