Περηφάνεια και ντροπή

γράφει η Δέσποινα Ντίνα

Άκουσα πως ο Ιούνιος είναι μήνας περηφάνιας για τους ομοφυλόφιλους και τρόμαξα. Η πρώτη μου σκέψη ήταν: «Όχι πάλι! Δεν θα αντέξω να ξανανοίξουν οι πληγές μου!». Δεν ήθελα να θυμηθώ. Δεν θέλω να θυμάμαι. Φοβόμουν πως αν ξαναδώ στην τηλεόραση τις παρελάσεις με τα φανταχτερά ρούχα ή και αυτούς χωρίς ρούχα, τα χρωματιστά μαλλιά και τα εκκεντρικά βαμμένα πρόσωπα, θα άρχιζαν να αναδύονται στην σκέψη μου τραυματικές εμπειρίες που συνδέονται με τις παρελάσεις περηφάνιας, γιατί ουσιαστικά αποτελούν την συνέχειά τους.

Ήμουν πολύ άτυχη. Δεν ήταν απαραίτητο να δω τις παρελάσεις για να θυμηθώ. Η πόρτα είχε ανοίξει με το άκουσμά τους κι εγώ έτρεχα να κρυφτώ από τον πόνο που ξεχείλιζε.

Το πρώτο βήμα στον κόσμο τους το έκανα απροετοίμαστη. Στην πρώτη μου εφημερία ως ειδικευόμενη ενδοκρινολογίας στο ΑΧΕΠΑ. Το Ενδοκρινολογικό Τμήμα στο ΑΧΕΠΑ (σε αντίθεση με άλλα νοσοκομεία) δεν είναι αυτόνομο, ανήκει στην Α΄ Παθολογική Κλινική, κι εγώ αναγκαστικά εφημέρευα μαζί με τους ειδικευόμενους της παθολογίας. Είχα ακούσει ότι στην Α΄ Παθολογική ανήκε η Μονάδα Ειδικών Λοιμώξεων (ΜΕΛ), όπου νοσηλεύονταν ασθενείς με AIDS. Έτσι, όταν το μεσημέρι ήρθε να παραδώσει η ειδικευόμενη που ήταν στην ΜΕΛ το πρωί σε εμάς που εφημερεύαμε, άκουσα για πρώτη φορά να μιλάνε για αυτούς τους ασθενείς.

Το πρώτο όνομα μού φάνηκε πολύ περίεργο. Ήταν μικρό, δισύλλαβο, δεν ήμουν σίγουρη ότι το άκουσα καλά, έγραψα ότι άκουσα, σκέφτηκα ότι ήταν ξένος και προχώρησα όσο πιο γρήγορα μπορούσα στην καταγραφή των συμπτωμάτων που περιέγραφε η συνάδελφος. Και το όνομα του δεύτερου ασθενή ήταν παρόμοιο, μικρό, δισύλλαβο, κι εγώ σκέφτηκα: «Κι αυτός ξένος». Στο άκουσμα του τρίτου ονόματος δεν μπόρεσα να μην ρωτήσω: «Όλοι ξένοι είναι στην ΜΕΛ;». Μου απάντησαν ότι δεν ήταν ξένοι. Τα ονόματα που άκουγα ήταν κωδικοί που προέκυπταν από τις πρώτες συλλαβές του ονόματος και του επιθέτου του κάθε ασθενή.

Εντυπωσιάστηκα. Δεν το είχα ξανακούσει. Η ροή της εφημερίας δεν μου έδωσε περιθώρια εσωτερικής επεξεργασίας της νέας πληροφορίας. Θυμάμαι όμως την θλιμμένη σκέψη μου: «Πώς φτάνουν από τις παρελάσεις περηφάνιας στους κωδικούς;».

Την πρώτη φορά που χρειάστηκε να εξετάσω ασθενή μόνη μου μέσα στην ΜΕΛ θέλησα να τον δω σαν άνθρωπο κι όχι σαν κωδικό. Τον ρώτησα πως τον λένε, περιμένοντας ότι θα μου απαντήσει με το μικρό του όνομα. Μου απάντησε με τον κωδικό του. Τον ρώτησα: «Έτσι θες να σε λέω;». Μου απάντησε: «Ναι». Όρθωσα τοίχο. Ήμουν ευγενική και απόμακρη. Με όλους τους. Δεν προσφώνησα κανέναν τους. Δεν ξαναρώτησα κανέναν πως τον λένε.

Σε μια από τις επόμενες εφημερίες μου, που κάλυπτα τους ασθενείς του νεφρού και δεν ήξερα τίποτα για τους άλλους ασθενείς, επέστρεψα λίγο πριν από τα μεσάνυχτα στο γραφείο των ειδικευόμενων παθολογίας, αφού είχαν φύγει όλοι οι ασθενείς του τεχνητού νεφρού. Είμαι κουρασμένη, κρατάω τους φακέλους των εσωτερικών ασθενών του νεφρού και βιάζομαι να τους ακουμπήσω στο γραφείο, δίπλα στους άλλους ειδικευόμενους, για να ξεκουραστώ λίγο από την ευθύνη. Σπρώχνω την πόρτα, το γραφείο είναι άδειο και πίσω μου ακούω μια γυναικεία φωνή να λέει: «δεν είναι κανείς μέσα». Γυρίζω, την κοιτάζω, δεν προλαβαίνω να ρωτήσω αν θέλει κάτι. Μου λέει μόνη της: «Τον έχασα τον Γιάννη μου». Άλλο όνομα είπε, χρησιμοποιώ το πιο συνηθισμένο ανδρικό ελληνικό όνομα στην θέση του.

Προσπαθώ να θυμηθώ αν την έχω ξαναδεί, να καταλάβω ποιος είναι ο Γιάννης. Δεν θυμάμαι. Συνεχίζει: «Τον ήξερες, ερχόσουν και του έπαιρνες αίμα.». Ρωτάω: «πού ερχόμουν;». Μου απαντάει: «πάνω». Ρωτάω: «στην Νευρολογική;». Μου απαντάει: «Όχι. Πάνω.». Αναρωτιέμαι που είναι το πάνω που δεν το ονομάζει και αρχίζω να καταλαβαίνω. Το πάνω είναι η ΜΕΛ. Ποιός πέθανε; Τον ήξερα; Κι αυτή που μου μιλάει ποιά είναι; Τι τον είχε; Η ηλικία της με προσανατολίζει.

‒ Γιός σας ήταν;

‒ Ναι

‒ Λυπάμαι πολύ. Ο Θεός να τον αναπαύει

‒ Το έχασα το παλικάρι μου

‒ …

‒ Δεν ξέρεις τι όμορφος ήταν ο Γιάννης μου. Κοίτα τι παλικάρι είχα.

Μου δείχνει την ταυτότητά του. Δεν έχω δει πιο εντυπωσιακά όμορφο άντρα. Η μάνα του είχε δίκιο. Ο γιος της ήταν πολύ όμορφος. Έμοιαζε με μοντέλο. Κοιτάζοντας την φωτογραφία προσπαθώ να την συνδέσω με τους ασθενείς της ΜΕΛ που ξέρω εγώ. Προσπαθώ… και ξαφνικά: «Ο Γιάννης είναι ο (λέω τον κωδικό του);». Μου απαντάει: «Ναι». Παθαίνω σοκ. Όχι μόνο από την αλλοίωση της εικόνας του, αλλά από το ότι νιώθω ξαφνικά ότι ο κωδικός έγινε Γιάννης. Σαν να απέκτησε υπόσταση για πρώτη φορά. Γκρεμιζόταν ο τοίχος που είχα ορθώσει στην αρχή. Ήμουν απροστάτευτη απέναντι στον πόνο της μάνας του. Ο πόνος της γινόταν πόνος μου. Δεν ήξερα τι να της πω. Εκείνη μίλησε τελευταία: «Είχε κουραστεί ο Γιάννης μου. Ήθελε να πεθάνει.».

Την επόμενη φορά που μπαίνω στο θάλαμο που πέθανε ο Γιάννης, αρχίζω από το διπλανό κρεβάτι. Αποφασίζω να ξαναδοκιμάσω να έχω μια πιο ανθρώπινη σχέση σαν πρόσωπο με πρόσωπο. Τον ρωτάω πως τον λένε και μου απαντάει με τον κωδικό του. Δεν παραιτούμαι. Του λέω για την μάνα του Γιάννη και ότι «πόνεσα πολύ με τον θάνατο του Γιάννη, πόνεσα πολύ που έγινε Γιάννης όταν πέθανε, ενώ όσο ζούσε ήταν κωδικός. Γι’ αυτό αποφάσισα να προσπαθήσω για μια πιο προσωπική επικοινωνία μαζί σας, αλλά αν εσείς δεν θέλετε, δεν πειράζει.». Πείραζε, αλλά δεν μπορούσα να κάνω και κάτι. Δεν πρόλαβα να τελειώσω την φράση μου, μου απάντησε: «Γιώργο με λένε».

Η προσωπική επικοινωνία φέρνει δέσιμο. Και το δέσιμο πολύ πόνο, όταν έρχεται ο θάνατος. Ο πιο οδυνηρός θάνατος για μένα ήταν ενός σαραντάχρονου. Τον θυμάμαι να παραπονιέται: «άλλοι γυρίζουν αριστερά και δεξιά, εγώ έναν σύντροφο είχα, γιατί να κολλήσω;». Οι οροθετικοί εμφανίζουν αυξημένη συχνότητα κακοήθειας. Είχε αιματολογικό νόσημα. Αντιμετωπίστηκε. Τον αγαπούσα πολύ. Δεν ήθελα να πεθάνει. Ρώτησα έναν ειδικευόμενο παθολογίας που εμπιστευόμουν για τις γνώσεις του, τι πρόγνωση έχει το νόσημά του. Μου απάντησε: «κακή, σε δύο χρόνια θα υποτροπιάσει και θα πεθάνει». Δεν ήθελα να το πιστέψω. Σε δύο χρόνια υποτροπίασε και πέθανε. Αμέσως μετά την διάγνωση της υποτροπής του μου έλεγε: «δεν πρόλαβα να χαρώ, δεν πρόλαβα να ζήσω. Ας υποτροπίαζε σε πέντε χρόνια, όχι σε δύο.».

Τελευταία φορά τον είδα δύο ημέρες πριν από τον θάνατό του. Την ώρα που πέθανε ανέβηκα τυχαία στην ΜΕΛ, γιατί έπρεπε να πάρω μια κατάσταση ασθενών. Τον χαιρέτησα από μακριά. Ήταν εκεί ο πατέρας του και ένας φίλος του. Υπέθεσα ότι ήταν ο σύντροφος του και θύμωσα. Ο σύντροφός του ήταν αυτός που του είχε μεταδώσει τον ιό. Μου είχε πει ότι ήταν παντρεμένος με παιδί. Ήταν ζωντανός. Δεν του το δικαιολογούσα.

Νιώθω πολύ άτυχη που η ψυχή μου κουβαλάει τόσο πόνο. Με βαραίνει. Εγώ ενδοκρινολόγος ήθελα να γίνω. Δεν την επέλεξα την ΜΕΛ. Ήρθε.

Νιώθω πολύ τυχερή που γνώρισα και αγάπησα κάποιους από αυτούς. Δεν αντέχω όμως να θυμάμαι. Θέλω να αποκοιμίσω τις μνήμες. Πριν το κάνω θέλω να παρακαλέσω με όλη την δύναμη της ψυχής μου όλους όσοι παρελαύνουν περήφανοι να προσέχουν πολύ. Δίπλα στην περηφάνια της παρέλασης βρίσκεται η ντροπή του κωδικού. Εσείς οι ίδιοι που καμαρώνετε, θα κρύβεστε πίσω από κωδικούς και θα πεθαίνετε. Σκεφτείτε το, σας παρακαλώ πολύ. Αξίζει το τίμημα;

Κείμενο Δέσποινα Ντίνα
Φωτογραφία Peggy_Marco

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε