Πέτρος Μαρτινίδης: Μεταξύ αφέλειας και αναισχυντίας

Πέτρος Μαρτινίδης: Μεταξύ αφέλειας και αναισχυντίας

«Για να κεντρίζετε τις ικανότητές σας και να τις κρατάτε άγρυπνες, πρέπει να αναζητάτε ακατάπαυστα εχθρούς και να τρέχετε στη μάχη».
HERAULT DE SECHELLES
Θεωρία της φιλοδοξίας (1788)
 
«Τις καλύτερες μάχες μας δεν τις δώσαμε ακόμη».
ΑΛΕΞΗΣ ΤΣΙΠΡΑΣ (2015)
 
Για ανθρώπους της γενιάς μου, γεννημένους στα χρόνια του εμφυλίου, η εφηβική ευαισθησία οδηγούσε στην Αριστερά. Ηταν χρόνια διώξεων, ελέγχου φρονημάτων και φόβου. Για να προσληφθείς στο Δημόσιο, να βγάλεις δίπλωμα οδήγησης ή να πουλάς κουλούρια, έπρεπε να μην έχεις συγγενείς που υποστήριξαν το ΕΑΜ, φίλους στην εξορία ή θυρωρό που σε κάρφωσε ως αναγνώστη της «Αυγής».
 
Φτωχοί και κατατρεγμένοι (εξιδανικευμένοι στα βιβλία του Ανδρέα Φραγκιά, σπαραξικάρδιοι σ? εκείνα του Λουντέμη ή ηρωικοί στα του Θέμου Κορνάρου) παρακινούσαν σε συμπάθεια οτιδήποτε αριστερού – από τη μουσική του Θεοδωράκη ώς το παράνομο ΚΚΕ. Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη εκτόξευσε στα ύψη τη συμπάθεια. Φιλειρηνισμός και ανιδιοτέλεια έγιναν αποκλειστικότητα των αριστερών. Πολλοί ονειρεύονταν ένα σοβιετικό μέλλον, αναβίωση των επιδιώξεων του εμφυλίου. Πολλοί άλλοι, όμως, ονειρεύονταν μια κοινοβουλευτική δημοκρατία ευνομίας και πλήρους σεβασμού των ατομικών ελευθεριών.
 
Μεταξύ 1963-67, στα χρόνια της Ενωσης Κέντρου, κάτι σαν αυτό έμοιασε να αναθρώσκει. Παρά τα Ιουλιανά και τις αποστασίες, ήταν οι τρυφεροί ανταγωνισμοί μεταξύ θεοδωρακικής «Ομορφης Πόλης» και χατζιδακικής «Συνοικίας το Ονειρο» στα θερινά θέατρα της λεωφόρου Αλεξάνδρας, ήταν ο επανερχόμενος κοσμοπολιτισμός στη Θεσσαλονίκη, με το κινηματογραφικό φεστιβάλ της, και οι αθρόες μεταφράσεις λαμπρών λογοτεχνών ή φιλοσόφων. Ωσπου η χούντα μάς έστειλε σε ό,τι πιο αριστερό κυκλοφορούσε από τον 19ο αιώνα. Παρά τον φόβο του χαφιέ και την αδράνεια του μεγάλου πλήθους, τα φοιτητικά αμφιθέατρα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής γέμισαν τροτσκιστές, τσεγκεβαριστές και σταλινικούς ή μαοϊκούς λάτρεις του Ενβέρ Χότζα. Ιλιγγιώδης βλακεία κατέκλυσε εικοσάχρονους και τριαντάρηδες. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου σάλπισε ιδεώδη αυτοθυσίας, αλλά η μεταπολίτευση απογοήτευσε. Προσδοκούσαμε μια λαϊκή δημοκρατία μετά τη χούντα, παραβλέποντας το μακελειό που απαιτούσε κάτι τέτοιο. Με τους αντιφασιστικούς αγώνες όμως, ο κομμουνιστικός ολοκληρωτισμός είχε αποκτήσει δημοκρατικά εύσημα.
 
Τη δεκαετία του ?80, όποια αριστεροσύνη δεν απολιθώθηκε στο ΚΚΕ ή δεν διαβρώθηκε από τη φαυλότητα, έμεινε να διεκδικεί εκείνο που πάντα έλειπε: μια αξιοκρατική και ελεγχόμενη από την εκάστοτε αντιπολίτευση δημοκρατική εξουσία. Οχι ρουσφέτια, μπαχτσίσια και βαθιά ντέρτια τού «πάντα προδομένου λαού», σε μια κοινωνία που αποφάσιζε να ανήκει στη Δύση. Η διεκδίκηση έμοιαζε «αριστερή» σε όσους είχαν σιχαθεί τον αυταρχισμό και τη διαφθορά.
 
Κατ? ουσίαν, ήμασταν φιλελεύθεροι και νομίζαμε πως είμαστε αριστεροί, καθώς ήταν ο Συνασπισμός της Αριστεράς που κατήγγελλε τη διαφθορά του περιβάλλοντος Ανδρέα Παπανδρέου, αμφισβητούσε τη δεσποτική ορθοδοξία του Χριστόδουλου και στηλίτευε τα ξενοφοβικά χωρατά του νομάρχη Θεσσαλονίκης. Μέχρι που ο συνασπισμός μιας Ευρωαριστεράς έγινε συνασπισμός ριζοσπαστικού αριβισμού κι έδειξε τι θα πει επαρχιωτισμός, γραφειοκρατία, ευνοιοκρατία και κρυψίνους έφεση να μετατραπεί μια πολυκομματική δημοκρατία σε μονοκομματική τυραννία.
 
Το αίτημα «να μην αφήσουμε αυτούς που έφυγαν από την πόρτα να μπουν από το παράθυρο» είναι χαρακτηριστικό. Κόμματα του 5% ή του 25% θεωρούνται εκδιωγμένα «από την πόρτα» κι αδιανόητο να επανέλθουν, ενώ το 36% του ΣΥΡΙΖΑ συγκροτεί την πάνδημο ομοψυχία. Ομοίως, το επιχείρημα «αφού αναγκάστηκε η κυβέρνηση να αλλάξει πρόγραμμα, τι πιο λογικό από το να απευθυνθεί στον λαό» ακυρώνει το νόημα των ανά τετραετία εκλογών. Οποτε μια κυβέρνηση παραβιάζει το πρόγραμμά της θα γίνονται εκλογές (έστω ανά τρίμηνο) κι αν το πρόγραμμα τηρείται, οι εκλογές θα περιμένουν (π.χ. 70 χρόνια).
 
Πίσω από όλα αυτά, ενδημεί η δυσανεξία του διαφορετικού. Το ιδεώδες μιας κοινωνίας συνεχών, μαζικών αγώνων, με μόνους λιποτάκτες τούς υποστηρικτές του «παλιού». «Το παλιό πέθανε», δηλώνει κάθε Συριζαίος με ύφος που εννοεί: κι αν δεν πέθανε, το αποτελειώνουμε. Αλλά οι κοινωνίες θα διαθέτουν πάντοτε θύματα και εκμεταλλευτές με τους οποίους οφείλουν να συμβιώνουν (στο πλαίσιο θεσμικών ελέγχων που περιορίζουν την εκμετάλλευση, εννοείται), ώστε να μην καταλήξουμε σε πόλεμο όλων εναντίον όλων. Είμαστε καταδικασμένοι σ? αυτό, δεν έχει καλύτερη έκβαση η μάχη κατά της αδικίας. Ο Σίσυφος δείχνει το ανθρώπινο πεπρωμένο. Ο Σίσυφος που ξεφορτώνεται την πέτρα του συνιστά πρόταγμα για αφελείς φυγόπονους ή πρόσχημα για αναίσχυντους απατεώνες.
 
Το «δεν θέλησα να παίξω την τύχη της χώρας στα ζάρια» του κ. Τσίπρα, με τη λεβέντικη διευκρίνιση «αν ήταν η δική μου τύχη, θα το τολμούσα», κορυφώνει την αναισχυντία. Η δήλωση θα ίσχυε εάν υπέγραφε συμφωνία πριν από τις 30 Ιουνίου. Με το δημοψήφισμα, ώθησε στα άκρα την προσπάθειά του να εκβιάσει τους δανειστές. Επαιξε κι έχασε: capital controls και τρίτο μνημόνιο. Εκείνο που δεν τόλμησε να παίξει στα ζάρια ήταν, ακριβώς, η δική του τύχη. Μια οριστική ρήξη θα τον ανάγκαζε να φυγαδευτεί με ελικόπτερο, όπως ομολόγησε. Τον εαυτό του έσωσε λοιπόν (μαζί με τον κ. Λαφαζάνη), όχι τη χώρα.
 
Αν ξαναγίνει πρωθυπουργός, συντριβόμαστε από τις αντιφάσεις του. Αν χάσει με διαφορά, ανασταίνει τη συντήρηση και κάνει αξιωματική αντιπολίτευση τη Χρυσή Αυγή. Οποιες νεανικές αμαρτίες κι αν πρέπει να πληρώσουμε, δεν νομίζω πως μας άξιζε τέτοιο δίλημμα.
 
* Ο κ. Πέτρος Μαρτινίδης είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ.
πηγη εντυπη εκδοση Καθημερινής
 
Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε