Πηνελόπη Χατζηδημητρίου (συγγραφέας)

Πηνελόπη Χατζηδημητρίου (συγγραφέας)

 Με μεταπτυχιακές σπουδές στη θεωρία του θεάτρου και τη σκηνοθεσία στο Λονδίνο, μας συστήνει το σωματοκεντρικό θέατρο του Θεόδωρου Τερζόπουλου μέσα από το βιβλίο της «Θεόδωρος Τερζόπουλος από το προσωπικό στο παγκόσμιο» (εκδ. University Studio Press), μια μετα-γραφή του υλικού που συνέθεσε τη διδακτορική της διατριβή στο Αγγλικό Τμήμα του ΑΠΘ. Η Πηνελόπη Χατζηδημητρίου έδωσε συνέντευξη στη Νατάσα Χολιβάτου και το περιοδικό CITY.

Πώς προέκυψε ν’ ασχοληθείτε με τον σκηνοθέτη Θεόδωρο Τερζόπουλο στη διδακτορική σας διατριβή; Υπήρξατε βοηθός του στο Θέατρο «Άττις»; Tι είδους συνεργασία είχατε;
Ήμουν 25 χρόνων όταν άρχισα να σκέφτομαι το ενδεχόμενο μιας διδακτορικής έρευνας στο χώρο της σκηνοθεσίας θεάτρου. Μέχρι τότε είχα δει παραστάσεις ξένων σκηνοθετών που άλλαξαν την οπτική μου πάνω στο θέατρο, είχα κάνει το μεταπτυχιακό μου στη σκηνοθεσία στο Λονδίνο, είχα η ίδια πειραματιστεί με τη σκηνοθεσία. Ήξερα ότι η ακαδημαϊκή έρευνα μ’ ενδιαφέρει όταν συνδέεται άμεσα με την πρακτική του θεάτρου. Όταν είδα στην τηλεόραση ένα δεκάλεπτο αφιέρωμα στο Θέατρο Άττις, κατάλαβα ότι η δουλειά του Θεόδωρου Τερζόπουλου με αφορούσε ερευνητικά, καλλιτεχνικά και προσωπικά. Έτσι, χτύπησα την πόρτα του Άττις, το 2000, και του συστήθηκα. Με πολλή δουλειά, πολύ κόπο και πειθαρχία -ό,τι, δηλαδή, απαιτεί ο Τερζόπουλος και από τους ηθοποιούς του- κέρδισα την εμπιστοσύνη του και την αμέριστη βοήθειά του σε κάθε πτυχή της έρευνάς μου. Ο Τερζόπουλος μού εμπιστεύτηκε τα δυσπρόσιτα αρχεία του, τις σκέψεις του πάνω στο θέατρο και τη ζωή, μ’ άφησε να ζήσω το Άττις στην καθημερινότητά του, από το γραφείο του μέχρι τις πρόβες, τα εργαστήρια, τις παραστάσεις. Τον εκπροσώπησα στην Ισπανία και στην Αυστρία όταν ο ίδιος δεν μπορούσε να παρίσταται και μίλησα για το έργο του στην Κεντρική Δραματική Σχολή του Πεκίνου, στην Κίνα. Εδώ και δέκα χρόνια πια, έχουμε μια συνεργασία δημιουργική, που πάντα κινείται στην ουσία της χρήσης του πληθυντικού αριθμού, στον αμοιβαίο σεβασμό και την εκτίμηση του ενός για τη δουλειά του άλλου.


Ο Τερζόπουλος είναι ένας σκηνοθέτη – auteur. Mπορείτε να μας μιλήσετε γι’ αυτό το είδος των σκηνοθετών και για το θέατρο που κάνουν;
Είναι οι σκηνοθέτες – δημιουργοί που τόσο καθόρισαν τον 20ό αιώνα. Μια ολόκληρη παράδοση σκηνοθετών που ξεκίνησε με το μοντερνισμό και φτάνει μέχρι σήμερα. Ο Αρτώ, ο Μπρεχτ, ο Μέγιερχολντ, ο Γκροτόφσκι, αλλά και πιο σύγχρονοι, ο Γουίλσον, ο Λεπάζ, ο Χάινερ Μύλλερ, ο Ίαν Φαμπρ είναι κάποια τρανταχτά παραδείγματα. Όπως εξηγεί ο Σάββας Πατσαλίδης, στον πρόλογο του βιβλίου μου, δεν τους ενδιαφέρει η προβλέψιμη ανάπτυξη των χαρακτήρων ή μια ευανάγνωστη αφήγηση που να εμπλέκει συναισθηματικά το θεατή. «Θέλουν να προκαλέσουν μια διαφορετική πρόσληψη των σκηνικών δρωμένων (και κατ’ επέκταση του κόσμου)».


Ποιο θα λέγατε ότι είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του έργου και της προσωπικότητας του Τερζόπουλου;
Ο Τερζόπουλος είναι ένας χαρισματικός καλλιτέχνης, μ’ ένα δικό του έμμονο προσωπικό όραμα στο οποίο είναι απόλυτα δοσμένος ψυχή τε και σώματι. Είναι ένας εργάτης του θεάτρου, ευφυέστατος τόσο σκηνοθετικά όσο και οργανωτικά. Μπορεί ν’ ακούγεται παράδοξο αν σκεφτεί κανείς ότι η δράση του επεκτείνεται σ’ ολόκληρο τον κόσμο, αλλά όλα περνούν από τον ίδιο. Από την εκπαίδευση του ηθοποιού μέχρι την κάθε δεσμίδα φωτός που πέφτει πάνω στο σώμα του, από το τηλέφωνο για τις κρατήσεις εισιτηρίων στο Άττις μέχρι τη διοργάνωση παγκόσμιων θεατρικών γεγονότων. Αν πάει κάνεις στο Άττις μια καθημερινή, θα δει τον ίδιο, την γραμματέα του, κανέναν άλλο. Ανάλογα το έργο του έχει έναν απόλυτα προσωπικό πυρήνα, που συνοψίζεται σε μια ερώτηση οντολογική «Περί τίνος πρόκειται;». Είναι ένα σωματοκεντρικό θέατρο, που, όπως λέει ο ίδιος, κινείται στον προθάλαμο του θανάτου.


Ποια είναι κατά τη γνώμη σας και ύστερα από την έρευνα σας η πιο σημαντική συνεισφορά του Τερζόπουλου στο ελληνικό και παγκόσμιο θέατρο;
Για τον Τερζόπουλο, το θέατρο δεν είναι μια ωραιοποιημένη, ευχάριστη αφήγηση. Δεν τον ενδιαφέρει το θέατρο της κρεβατοκάμαρας και της κουζίνας. Ο Τερζόπουλος έβαλε πάνω στη σκηνή το σώμα όταν φτάνει στα άκρα. Όταν ποθεί, όταν πάσχει, όταν πεθαίνει, όταν συνομιλεί με τους θεούς και τους δαίμονές του. Το ζήτημα της έκστασης που τόσο καθόρισε τη μέθοδό του είναι, με απλά λόγια, η συνομιλία του σώματος με το άγνωστο. Ο λόγος του εκπορεύεται από τα σπλάχνα και «συνομιλεί» μ’ αυτά. Ο Τερζόπουλος εμμένει στην ευάλωτη και φθαρτή υλικότητα του ανθρώπινου σώματος που το κινεί και το συγκινεί η μνήμη, αποκηρύσσοντας την προοπτική μιας εικονικής και ψηφιακής πραγματικότητας και τη συνακόλουθη «αποσωματοποίηση» του ανθρώπου. Είναι ίσως ο μόνος σκηνοθέτης στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου που γοήτευσε τόσο και κέρδισε τόσο το σεβασμό και την εκτίμηση του παγκόσμιου θεάτρου, ειδικά στο ζήτημα της αρχαίας τραγωδίας, όταν ακόμα εδώ οι περισσότεροι τον αντιμετώπιζαν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, με αμηχανία. Είναι από εκείνους τους Έλληνες που μπόρεσε να κάνει το ελληνικό παγκόσμιο και το παγκόσμιο ελληνικό, όπως υπαινίσσεται και ο τίτλος του βιβλίου μου. Ένας Πόντιος αριστερός από ένα μικρό χωριό της Πιερίας, το Μακρύγυαλο, πήρε την ανατολική ελληνική παράδοση, την μπόλιασε με την πρωτοπορία του 20ού αιώνα και την μετουσίωσε σ’ ένα θεατρικό σκηνικό λόγο που είναι σύγχρονος και παγκόσμιος.


Ποια είναι η αντισυμβατική προσέγγιση του Τερζόπουλου στον χώρο της αρχαίας τραγωδίας;
Όταν το 1986, παρουσίασε τις «Βάκχες» στους Δελφούς, ο Τερζόπουλος τάραξε τα ελληνικά θεατρικά νερά γιατί απελευθέρωσε την τραγωδία απ’ τα καθιερωμένα σκηνικά μοντέλα. Έπαψε η τραγωδία να είναι ένα όμορφο ποιητικό κείμενο που δεν τολμάει κανείς να αγγίξει. Σ’ αυτόν τον ποιητικό λόγο ενέταξε τη διάσταση της σκληρότητας. Στράφηκε σε θρησκευτικά και τελετουργικά δρώμενα που χαρακτηρίζουν τις πρωτόγονες κοινωνίες. Ανέδειξε το σκοτάδι και το τερατώδες της τραγωδίας κι αυτό γιατί πιστεύει στη σωματικότητα της αρχαίας ελληνικής σκέψης και θεωρεί ότι η τραγική αγωνία πηγάζει από τα σπλάχνα. Όπως είπε ο Χάινερ Μύλλερ, στο θέατρο του Τερζόπουλου ο μύθος δεν είναι παραμύθι και η πρόβα γίνεται μια περιπέτεια στο τοπίο της μνήμης, μια αναζήτηση των χαμένων κλειδιών της ενότητας σώματος και λόγου, της λέξης ως φυσικής οντότητας. Όσο για το θεατή, η τραγωδία παύει να είναι μια ανώδυνη εμπειρία, τον αναστατώνει, τον συγκλονίζει.


Εκτός από τον Χάινερ Μύλλερ, πόσο και σε ποιο βαθμό επηρέασε επίσης το έργο του Θεόδωρου Τερζόπουλου ο Σάμιουελ Μπέκετ και η δραματουργία του;
Ο Τερζόπουλος δεν επηρεάστηκε από τον Μπέκετ, με τον τρόπο που επηρεάστηκε από το Χάινερ Μύλλερ. Η στροφή του στον Μπέκετ το 2003 με το «Νανούρισμα» και το «Τρίπτυχο» είναι περισσότερο μια προέκταση θεματική, υφολογική και αισθητική της ως τότε εργασίας του στην τραγωδία. Η τυραννική απουσία του Θεού στον Μπέκετ, τον καθιστά απόλυτα τραγικό. Έτσι, ο Τερζόπουλος θα περάσει από την αισχύλεια στατικότητα, στη μπεκετική στατικότητα, που έχει αφετηρία τον εγκλωβισμό και κατάληξη την εξαφάνιση του θεατρικού σώματος.  Εγκαταλείπει την ένθεη μανία για την ψυχική διαταραχή, τον από τα έγκατα του σώματος αναδυόμενο, τραγικό λόγο για τον ψίθυρο και τη σιωπή, την οντολογική κραυγή και τον τρόμο του προσώπου για το απρόσφορο χαμόγελο της άνοιας. Επίσης, με τον Μπέκετ, εγκαινιάζεται ένας ιδιαίτερος κύκλος «σκοτεινών» παραστάσεων, παραστάσεις μέσα στο ημίφως, στο «φτωχό» χώρο κάτω από την πλατεία του θεάτρου Άττις. Σε μια εποχή που αποθεώνει τις ακραίες ταχύτητες και θορυβεί, ο Τερζόπουλος στήνει παραστάσεις μιας άλλης πύκνωσης, όπου ο παραστασιακός χρόνος είναι υπόθεση της μειωμένης ταχύτητας, των ψιθύρων και της σιωπής.


Πώς συνδέεται το έργο του Τερζόπουλου με τη γνωστική περιοχή της ψυχιατρικής

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε