Πού πάμε; Πώς με λένε;

– Λοιπόν, πού πάμε;
– Δεν ξέρω.
– Δεν ξέρετε πού πάμε;
– Όχι, δεν ξέρω.
– Εσείς όμως οδηγείτε…
– Ναι, εγώ οδηγώ.
– Άρα κάπου πηγαίνουμε καθώς οδηγείτε…
– Στρίβω τυχαία… Δεν ξέρω.
– Είστε καλά;
– Καλά… καλά είμαι… έτσι νομίζω.
– Έτσι νομίζετε!
– Λέω: είμαι καλά. Μόνο που νιώθω το κεφάλι μου κάπως βαρύ. Έχω ένα μούδιασμα εδώ…  (πιάνει το πίσω μέρος του κεφαλιού του)
– Α! Πονοκέφαλος;
– Πονοκέφαλος! Όχι, όχι… Ένα μούδιασμα μόνο, σαν να έχει συγκεντρωθεί εκεί πίσω υγρό… Έχω μια ζάλη… ένα βουητό…
– Βουητό!
– Ένα βόμβο, στο δεξί μου αυτί… Νομίζω ότι αυτόν τον βόμβο τον έχω πάντα, τον έχω καιρό, από τότε που έχασα την ακοή μου στο δεξί μου αυτί… Μετά επανήλθε αλλά παρέμεινε ο βόμβος αυτός.
– Τον ακούτε και τώρα;
– Ποιον; Τον βόμβο;
– Ναι, τον βόμβο.
– Τον ακούω… Τον αντιλαμβάνομαι όταν επικρατεί σιωπή…
– Μήπως αυτό προκαλεί και το μούδιασμα;
– Όχι, όχι… Το μούδιασμα… (πιάνει το πίσω μέρος του κεφαλιού του) … πρέπει να είναι από την έλλειψη καφεΐνης, έχω να πιω καφέ περισσότερο από 24 ώρες. Ενώ πίνω συνήθως κάθε μέρα και την έχει συνηθίσει ο οργανισμός μου.

Ακούγεται μια γυναικεία φωνή: Μαρία… Μαρία… Ε Μαρία.

– Ποιος φωνάζει;
– Δεν ξέρω… Μια γυναίκα φωνάζει μια Μαρία.
– Εσένα;
– Τι εμένα;
– Εσένα φωνάζει;
– Εμένα δεν με λένε Μαρία.
– Α! Πώς σε λένε;
– Με λένε… Ευαγγελία. Το ξέρετε –δεν το ξέρετε;
– Ναι, το ξέρω… Ευαγγελία;
– Ναι, Ευαγγελία.
– Ωραίο όνομα!
– Ευχαριστώ.
– Κι εμένα… πώς με λένε;
– Δεν ξέρετε το όνομά σας;
– Το ξέρω… Το ήξερα… Αλλά τώρα το ξέχασα –προς στιγμήν, που λένε. Τώρα τελευταία ξεχνάω τα ονόματα –μερικές φορές.
– Πώς γίνεται αυτό;
– Δεν ξέρω… Δεν ξέρω πώς γίνεται… Ομολογώ δεν ξέρω πώς γίνεται… Φέρνω στο νου μου ένα πρόσωπο που γνωρίζω, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά του… Παρεμβάλλεται ένα άλλο όνομα που ξέρω ότι δεν είναι το δικό του, το ξέρω, δεν είναι αυτό το όνομα του, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ ποιο είναι το πραγματικό του όνομα… δεν μπορώ να το θυμηθώ.
– Και το δικό σας όνομα ακόμα;
– Και το δικό μου…
– Δεν θυμόσαστε πώς σας λένε στ’ αλήθεια;
– Δεν θυμάμαι –αυτή τη στιγμή
– Ποιο όνομα σας έρχεται στο μυαλό;
– Ποιο;…
– Ποιο όνομα σας έρχεται όταν σκέφτεστε τον εαυτό σας;
– Δεν… δεν σκέφτομαι τον εαυτό μου με κάποιο όνομα…
– Πώς λέτε ότι θα σας προσφωνούσε κάποιος άλλος;
– Α! (Παύση) Ζήνων… Αυτό… Ο Ζήνων, του Ζήνωνος…
– Και;… Δεν είναι αυτό το όνομά σας;
– Είναι;… Δεν ξέρω… Νομίζω πως όχι, δεν είναι αυτό… Είναι αυτό;
– Εμένα ρωτάτε;
– Ποιον να ρωτήσω; Εσύ κάθεσαι δίπλα μου, εδώ;
– Ναι, εγώ…
– Τι ναι; Ξέρεις ή δεν ξέρεις;
– Ξέρω… Να το πω;
– Πέστο… Αυτό σε ρωτώ… Πώς με λένε;
– Να το πω; Επιμένετε;
– Ε πέστο λοιπόν.
– Ναυσικά.
– Ναυσικά!
– Ναι, Ναυσικά.
– Με κοροϊδεύεις; Αυτό είναι γυναικείο όνομα.
– Εγώ λέω ότι αυτό είναι… έτσι ξέρω.
– Δεν είναι γυναικείο όνομα αυτό;
– Είναι. Και λοιπόν;
– Τι λοιπόν; Δεν είμαι γυναίκα.
– Όχι, δεν είστε.
– Και δεν με λεν Ναυσικά…
– Όχι, δεν σας λέν Ναυσικά… Ορίστε που κάτι θυμάστε… Πως δεν είστε γυναίκα και δεν σας λένε Ναυσικά.
– Ναι, κάτι θυμάμαι. Αλλά… γιατί μου μιλάς στον πληθυντικό;
– Τώρα το προσέξατε αυτό;
– Ναι, τώρα το πρόσεξα. Γιατί μου μιλάς συνεχώς στον πληθυντικό;
– Γιατί είστε μεγαλύτερος από μένα, γι’ αυτό.
– Αλήθεια!
– Ναι, αρκετά μεγαλύτερος, έχετε σχεδόν τα διπλά μου χρόνια.
– Τα διπλά σου!
– Ναι, τα διπλά μου, τα δικά μου και άλλα τόσα.
– Ωω… Και ξέρεις ποιο είναι το όνομά μου;
– Το ξέρω.
– Ωραία, πέσμου…
– Όχι.
– Όχι!
– Δεν πρόκειται να σας πω.
– Γιατί; γιατί δεν θέλεις να μου πεις;
– Γιατί θα έπρεπε να το ξέρετε εσείς. Καλύτερα από τον καθένα. Το όνομά σας! Καλά να ξεχάσετε το δικό μου όνομα ή και το όνομα κάποιων άλλων, αλλά το όνομά σας! Αυτό είναι… τρομακτικό.
– Ε όχι…
– Ή, έστω γελοίο.
– Ε ναι… είναι… κάπως γελοίο.  
– Συμφωνείτε λοιπόν;
– Όχι πως είναι τρομακτικό. Γιατί τρομακτικό; Ένας άνθρωπος ξέχασε το όνομά του, μπορεί να συμβεί αυτό. Υποθέτω πως συμβαίνει και σε άλλους.
– Ναι, από μια ηλικία και μετά συμβαίνει…
– Κι εγώ δεν είμαι νέος πια, έχω τα χρόνια μου, τα νιώθω να με βαραίνουν.
– Ναι! Πόσο χρονών είστε;
– Εε… Γιατί το ρωτάς αυτό; Δεν είπες ότι είμαι μεγαλύτερός σου;
– Ναι, αλλά πόσο χρονών είστε; Ξέρετε;
– Είπες ότι έχω τα διπλά σου χρόνια… Αν εσύ είσαι… 25, τότε εγώ είμαι γύρω στα 50, υποθέτω.
– Υποθέτετε! Δεν ξέρετε ούτε πόσο χρονών είστε;
– Δεν είπα αυτό, αλλά…
– Αλλά;
– Αλλά… Αν εσύ είσαι 30 χρονών ή ίσως και λίγο μεγαλύτερη, εγώ πόσο χρονών είμαι;
– Φαίνομαι εγώ για 30; Ή ακόμα μεγαλύτερη;
– Φαίνεσαι… Φαίνεσαι κάπου εκεί, μεταξύ 25 με 30, πάνω κάτω… Εγώ όμως πόσο φαίνομαι;
– Δεν έχετε κοιταχτεί στον καθρέφτη τελευταία;
– Εε… Δεν θυμάμαι… Θυμάμαι δηλαδή το πρόσωπό μου, αλλά νομίζω ότι αυτό το πρόσωπο που θυμάμαι δεν είναι κάποιου που έχει τα διπλά σου χρόνια… Είναι βέβαια κάποιου που είναι μεγαλύτερος από σένα… Ωστόσο το βρίσκω παράξενο που μου μιλάς στον πληθυντικό… Γιατί το βρίσκω παράξενο;
– Θα μπορούσατε… να είστε πατέρας μου.
– Αλήθεια!
– Ναι. Αν με είχατε κάνει αρκετά νέος, θα μπορούσατε και να είστε πατέρας μου. Ο πατέρας μου δεν είναι πολύ μεγαλύτερος από σας.
(Παύση)
– Δεν είμαι όμως;
– Τι;
– Δεν είμαι πατέρας σου…
– Όχι (γελάει) όχι, δεν είστε. Αν ήσασταν ο πατέρας μου, δεν θα σας απευθυνόμουν στον πληθυντικό –στον πατέρα μου δεν μιλώ στον πληθυντικό.
– Αλλά είπες ότι είναι μεγαλύτερος ο πατέρας σου από μένα.
– Ναι, είναι… Αλλά όχι πολύ μεγαλύτερος. Με αυτόν όμως έχω μια οικειότητα.
– Αα!
– Στους άλλους ανθρώπους όμως της ηλικίας σας, μιλώ πάντα στον πληθυντικό.
– Από σεβασμό;
– Έτσι έμαθα. Για να τηρούνται και οι αποστάσεις… Και στον πατέρα μου, αν δεν ήταν πατέρας μου, θα του μιλούσα στον πληθυντικό, θα τηρούσα τις αποστάσεις. Αλλά ίσως και από σεβασμό, μερικοί άνθρωποι εμπνέουν σεβασμό.
– Όπως εγώ;
– Όπως εσείς, ναι. Έχετε κάτι… που εμπνέει σεβασμό. Νομίζω ότι σας ταιριάζει να σας μιλούν στον πληθυντικό. Θα μπορούσατε να είστε καθηγητής μου, θα μπορούσατε να είστε προϊστάμενός μου στη δουλειά. Αλλά θα μπορούσατε επίσης να είστε και φίλος μου… Ένας φίλος μου μεγαλύτερος σε ηλικία, που μπορώ να σας λέω κάποια πράγματα πιο προσωπικά, που δεν θα μπορούσα να τα πω στον μπαμπά μου, ούτε στον καθηγητή μου ή στο αφεντικό μου στη δουλειά.
– Καλό είναι αυτό… Καλό μου ακούγεται.
– Ναι, είναι καλό. Για μένα είναι καλό, να έχω έναν φίλο μεγαλύτερο, πιο έμπειρο, πιο σοφό, που να μπορώ ωστόσο να μιλάω μαζί του σαν ίση προς ίσο… που να τον σέβομαι χωρίς να τον ανέχομαι, εξ ανάγκης, γιατί είναι καθηγητής μου ή κάποιος θείος μου ή ο προϊστάμενός μου στη δουλειά… Αρκεί να με αντιμετωπίζει κι εκείνος σαν φίλη, να με ρωτάει για πράγματα που δεν ξέρει, να με συμβουλεύεται καμιά φορά σαν φίλος, χωρίς να ξεχνάει ωστόσο τη διαφορά ηλικίας που έχουμε.
– Αυτό είναι… κάπως σπάνιο, σαν σχέση εννοώ.
– Ναι, είναι σπάνιο.
– Μμμ… μ’ αρέσει.
– Σας αρέσει!
– Ναι, μ’ αρέσει σαν σχέση. Έτσι είμαστε εμείς;
– Ε, κάπως έτσι.
– Ωραία!
– Λοιπόν, πού πάμε τελικά;
– Πού πάμε! Δεν πάμε πουθενά.
– Πουθενά!
– Είμαστε καθισμένοι εδώ… Δεν είμαστε;
– Ναι, είμαστε καθισμένοι εδώ.
– Οπότε γιατί με ρωτάς «πού πάμε»;
– Δεν ξέρω… Νόμιζα ότι κάπου πηγαίνουμε, σαν να ταξιδεύουμε… νοερά… κάπου  πάμε…
– Πάμε… όπου μας πάει…
– Ναι… αλλά τελικά δεν πηγαίνουμε πουθενά…
– Όχι, πουθενά.
– Εντάξει… καλά είναι κι έτσι.  
 

Σωτήρης Ζήκος
sz@citymedia.gr

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε