Πώς φτάσαμε ως εδώ; Πού πάμε; ...γράφει ο Σωτήρης Ζήκος

Πώς φτάσαμε ως εδώ; Πού πάμε; ...γράφει ο Σωτήρης Ζήκος

Ξαναδιαβάζω αυτό που είπε η Ιωάννα Καρυστιάνη για το πώς φτάσαμε ως εδώ: «Η επέλαση των αγορών έφερε ένα σοκ στην καθημερινότητά μας. Χάσαμε το μέτρο. Περάσαμε απ’ τον γάιδαρο στο Καγιέν, απ’ το τριάρι στη μεζονέτα, από τη σκάφη στην πισίνα, από το δίπλωμα της τεχνικής σχολής στο μεταπτυχιακό στις Business Administration…». Όντως, είχα έναν φίλο (χαθήκαμε πια) που ο μπαμπάς του, ο κυρ Γιάννης, είχε μια παλιόβαρκα κι έκανε τον ψαρά, και ο γιος, με πτυχίο πολυτεχνείου, μόλις έπιασε δουλειά στην Αθήνα άρχισε να πηγαίνει κρουαζιέρες με κότερα –και ήταν και αριστερός, πρώην κνίτης. Και ναι, είμαι σίγουρος ότι αρκετοί από αυτούς που οδήγησαν… αν όχι καγιέν, αλλά άλλα υπερπολυτελή αυτοκίνητα, ότι οι πατεράδες τους στο χωριό κυκλοφορούσαν κάποτε με γαϊδούρι. Πρόοδος! Αλλά μήπως ξεφύγαμε;

Και μ’ αυτά, θυμήθηκα «πώς έβγαινε το ψωμί» κάποτε, τότε που πηγαίναμε παιδιά στο χωριό του παππού και της γιαγιάς. Άκου με τη σειρά: Πρώτα έπρεπε να οργώσεις το χωράφι, όχι με τρακτέρ εκείνο τον καιρό, αλλά με δύο ζεμένα βόδια που σέρνανε το αλέτρι…
Μετά, κουβαλώντας ένα σακί γεμάτο σπόρους να περάσεις και να ρίξεις με τα χέρια τους σπόρους στα οργωμένα αυλάκια…
Μετά να ξαναοργώσεις το χωράφι για να κλείσεις τα αυλάκια, σκεπάζοντας με χώμα τους σπόρους που είχες ρίξει μην τους φάνε τα πουλιά…
Μετά, περίμενες να έρθει το καλοκαίρι να θερίσεις τα στάχια, όχι με θεριστική μηχανή πιο παλιά, αλλά με δρεπάνια στα χέρια …
Μετά, να μαζέψεις τα θερισμένα και να τα μεταφέρεις με το κάρο, που έσερναν δύο βόδια, μέχρι την αυλή σου και να το συγκεντρώσεις δίπλα στο αλώνι σε μια θημωνιά…
Μετά, να χτυπήσεις καταγής τα στάχια για να πέσουν οι σπόροι κι ύστερα να λιχνίσεις με το δικράνι, για να ξεχωρίσεις την ήρα από το στάρι, που λένε, δηλαδή τους σπόρους από το χορτάρι…
Μετά, να μαζέψεις τους σπόρους σε τσουβάλια και να μεταφέρεις το χορτάρι σε μια αποθήκη για ζωοτροφή το χειμώνα…
Μετά, να πας τα τσουβάλια με το στάρι στο μύλο να το αλέσεις και να πάρεις το αλεύρι…
Μετά, ζυμώσεις το αλεύρι στο σπίτι σε μια ξύλινη σκάφη με νερό και με μαγιά και μετά να αφήσεις τη ζύμη να φουσκώσει…
Μετά, να βάλεις τη ζύμη σε φόρμες, αν είχες φόρμες, και αφού ετοιμάσεις το φούρνο, που ήταν κι αυτό μια ολόκληρη διαδικασία, να φουρνίσεις για να ψήσεις…
Μετά, αφού ψηθούν τα ψωμιά, να τα ξεφουρνίσεις… Και να έχεις κάπου να φυλάξεις τα ψωμιά, διότι κάθε φορά έκανες καμιά ντουζίνα να έχεις για μέρες, έχοντας υπολογίσει πόσα θα φάτε πριν να μουχλιάζουν –δεν γινόταν, βλέπεις, να κάνεις κάθε μέρα αυτή τη δουλειά, ζύμωμα-φούρνισμα… φρέσκο ψωμί, ζεστό, είχες μόνο τη μέρα που ξεφούρνιζες…
Μετά από όλη αυτήν τη διαδικασία λοιπόν, είχες έτοιμα κάποια καρβέλια για να ‘χει να τρώει για μέρες όλη η οικογένεια… Μέσα απ’ όλη αυτή τη διαδικασία, που επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά…
Γι’ αυτό και λέγανε: «Ξέρεις πώς βγαίνει το ψωμί;»… Ενώ τώρα πας σ’ ένα αρτοποιείο, δίνεις ένα ευρώ και παίρνεις ένα ψωμί –πού να ξέρεις «πώς βγαίνει το ψωμί»; Άσε που τώρα πια δεν «βγαίνει έτσι το ψωμί», όπως παλιά, από τους ίδιους τους ανθρώπους για την οικογένεια, γίνεται σε κάθε στάδιο βιομηχανικά και μαζικά… Πρόοδος! Αλλά κάπως χάσαμε το μέτρο…

Εκεί που η κουβέντα κολλάει κι έχουμε παύση, ο Φίλος με ρωτάει: «Εσύ που έλεγες, πριν κάποια χρόνια, πως φοβάσαι πως θα γίνουμε η Αργεντινή των Βαλκανίων και νά που γίναμε, ενώ δεν σε έπαιρνε κανένας τότε στα σοβαρά, μήπως έχεις καμιά ιδέα τι θα γίνει από δω και πέρα;»
Σηκώνω τους ώμους. «Πφφ, δεν ξέρω…» του λέω αμήχανα, σαν να όφειλα να ξέρω.
Το σκέφτομαι λίγο και μετά μουρμουρίζω: «Δεν μπορώ να δω… σαν έχει κατέβει κάποιο κεπέγκι… έχει κλείσει ο ορίζοντας…».
Καταλαβαίνω πως αυτό ακούγεται κάπως κουφό, σαν δελφικός χρησμός και αρχίζω να σολάρω, όπως μου ‘ρχεται: «Αυτό βλέπω τώρα… τον ορίζοντα κλειστό… παρεμβάλλεται ένα παραπέτασμα…». Και συνεχίζω: «Έτσι, δεν ξέρουμε αν προχωράμε ή παραμένουμε ακίνητοι μέσα στο όχημα που βρισκόμαστε… Κι αν προχωράμε, προχωράμε στα τυφλά, από μέρα σε μέρα, από μήνα σε μήνα…
Ελπίζοντας πως κάπου θα σταματήσει αυτό, πως ζήσαμε ήδη -κάθε φορά- τα χειρότερα… Σταματάμε όμως να ελπίζουμε, όπως τον παλιό καλό καιρό, για περισσότερα κι όλο και περισσότερα γούστα, περιοριζόμαστε στα όσα έχουμε διαθέσιμα… Και λέμε: κι αν ακόμα οπισθοδρομήσουμε, το πολύ-πολύ να γυρίσουμε στα παλιά, τότε που μας έφταναν όσα είχαμε…».

Πήρα μια ανάσα βαθιά και ξεφυσώντας κατέληξα: «Είναι κλειστός ο ορίζοντας μπροστά… σαν έχει κατέβει κάποιο κεπέγκι… Έτσι όμως, τουλάχιστον δεν θα δούμε μια μέρα μπροστά μας ότι κρεμόμαστε πάνω από ένα γκρεμό… και πέφτουμε! Το προτιμούμε αυτό: αν είναι να γκρεμιστούμε, ας γκρεμιστούμε χωρίς να δούμε πού πέφτουμε».
Αυτά τα λόγια ακούστηκαν, λόγια μπερδεμένα.
Που με τρόμαξαν ακόμα και μένα.
Τι να σήμαιναν άραγε όλα αυτά;

Σωτήρης Ζήκος
sz@citymedia.gr

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε