Το εξώφυλλο του βιβλιου Ρετσιτατίβο με φόντο την Τόνι Μόρισον

Ρετσιτατίβο της Τόνι Μόρισον

Η Τόνι Μόρισον (Toni Morrison, 1931-2019) γεννήθηκε στο Λορέιν του Οχάιο. Το αληθινό της όνομα ήταν Chloe Anthony Wofford και στάθηκε το δεύτερο από τέσσερα παιδιά οικογένειας μαύρων της εργατικής τάξης. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στα Πανεπιστήμια Κορνέλ και Χάουαρντ και εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Χάουαρντ και στο Γέιλ. Μοίρασε τον χρόνο της ανάμεσα στη Ν. Υόρκη και στο Νιού Τζέρσι, όπου δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1993 και έγραψε μόνο μυθιστορήματα και δοκίμια με την εξαίρεση της σύντομης ιστορίας «Ρετσιτατίβο» (ένα εκτενές διήγημα με μυθιστορηματικό χρονικό ανάπτυγμα), που μόλις κυκλοφόρησε σε μετάφραση Κατερίνας Σχινά από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.

Tα περισσότερα μυθιστορήματα της Μόρισον επικεντρώνονται στο ζήτημα του ρατσισμού, όχι μόνο του λευκού, αλλά και του μαύρου, βαθιές πτυχές του οποίου έχει διερευνήσει κατ’ επανάληψη στην πολυετή παραγωγή της. Το «Ρετσιτατίβο» προχωρεί περισσότερο ίσως από οποιοδήποτε άλλο βιβλίο της στο ζήτημα των φυλετικών προκαταλήψεων. Ηρωίδες της αφήγησης είναι η Τουάιλα και η Ρομπέρτα, δύο φτωχά κορίτσια, που περνούν τέσσερις μήνες μαζί στο ίδρυμα του Σεντ Μοναβέντσουρ, κάτω από τα φτερά της κρατικής κηδεμονίας. Η αφήγηση ξεκαθαρίζει πως το ένα κορίτσι είναι λευκό και το άλλο μαύρο, αλλά πέραν τούτου …ουδέν.

Όπως παρατηρεί στην πυκνογραμμένη και εξαιρετικά εμπεριστατωμένη εισαγωγή της, η Αγγλίδα μυθιστοριογράφος Ζέιντι Σμιθ (Zadie Smith), η σύντομη ιστορία της Μόρισον είναι από τη μια πλευρά πολύ προωθημένο λογοτεχνικά, σχεδόν πειραματικό κείμενο, ενώ από την άλλη μεριά κατορθώνει να κρατήσει άγρυπνο το αναγνωστικό ενδιαφέρον μέχρι και την τελευταία αράδα – διότι μέχρι και τότε δεν ξέρουμε, και δεν θα το μάθουμε ποτέ, ποια από τις δύο πρωταγωνίστριες είναι η μαύρη και ποια η λευκή.

Πώς καταφέρνει η Μόρισον ένα τόσο δύσκολο επίτευγμα; Μα, πρωτίστως χάρη στη γλώσσα την οποία χρησιμοποιεί, από την οποία προκύπτει και ο τίτλος του κειμένου, που δεν είναι παρά ένας πασίγνωστος μουσικός όρος. «Ρετσιτατίβο» σημαίνει μουσική απαγγελία βασισμένη στον καθημερινό, προφορικό λόγο κι εκείνο που κάνει η Μόρισον είναι να διασκελίσει, όπως λέει και πάλι η Σμιθ, τη γραμμή μεταξύ «μαύρου» και «λευκού» τόνου στα αμερικανικά αγγλικά, όπου οι φυλετικοί κώδικες και οι αυστηρές κατηγοριοποιήσεις δίνουν αμέσως το σήμα για το ποια φυλή, η λευκή ή η μαύρη, μιλάει κάθε φορά.

Φαίνεται αδιανόητο, αλλά η Μόρισον πετυχαίνει να εξαλείψει όχι μόνο τη διαφορά μεταξύ των δύο τόνων, αλλά και ανάμεσα στα ταξικά, τα οικονομικά, τα κοινωνικά και τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, τα οποία θα διευκόλυναν να ξεχωρίσουμε το μαύρο ή το λευκό κορίτσι. Βοηθάει σε αυτό, βεβαίως, και η μετάφραση της Κ. Σχινά, που έχει μεταφράσει επανειλημμένα τη Μόρισον και η οποία, όπως σημειώνει στο επίμετρό της, το μοναδικό πρόσωπο το οποίο δεν κινείται σε αμφίβολο έδαφος στο «Ρετσιτατίβο», η μοναδική γυναίκα της οποίας αναγνωρίζουμε πάραυτα την αφανή μοίρα, είναι η «γκρίζα σαν την άμμο» Μάγκι.

Η Τουάιλα και η Ρομπέρτα, όσο κι αν δεν προσδιορίζονται φυλετικά στο «Ρετσιτατίβο», γραμμένο το μακρινό 1983, ξέρουν πολύ καλά τις διαφορές τους και θα τις καταλάβουν καλύτερα αργότερα, όταν θα συναντηθούν τέσσερις συνολικά φορές κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής τους, διαπιστώνοντας πόσο αντίθετα σκέφτονται για την εκπαίδευση των παιδιών τους, πόσο μεγάλο είναι το αναμεταξύ τους οικονομικό χάσμα, λόγω της ευμάρειας της Ρομπέρτας, καθώς και πόσο αταίριαστες ήταν οι μανάδες τους: η μια κλεισμένη στον εαυτό της, ασθενής και μονίμως άφωνη, κόρη της Ρομπέρτας, η άλλη «έξω καρδιά», πρόθυμη να χορεύει ασταμάτητα και ντυμένη αλλοπρόσαλλα – μια φυσιογνωμία στα όρια του «παρδαλού», που γεμίζει ντροπή την Τουάιλα. Παρόλα αυτά, ούτε τα ονόματα ούτε οι μανάδες ούτε η χαμηλότερη ή η υψηλότερη οικονομική και κοινωνική επιφάνεια των κοριτσιών μάς επιτρέπουν να ανακαλύψουμε το σε ποια φυλή ανήκουν τα κορίτσια.

Η Μάγκι, όμως, η γυναίκα της κουζίνας του ιδρύματος στο οποίο φιλοξενήθηκαν τα κορίτσια όταν ήταν μικρά, προσδιορίζεται μέσα από την αναντίρρητη δυστυχία της: μια κωφάλαλη που κακοποιήθηκε στο Σεντ Μοναβέντσουρ και η οποία γίνεται το κύριο πρόβλημα στις ενήλικες συναντήσεις των δύο γυναικών, οπότε και ξεκινάει ένας νέος γύρος αμφιβολιών. Ήταν η Μάγκι λευκή ή μαύρη και ποια από τις δύο οικότροφες έφταιγε για όσα της συνέβησαν στο Σεντ Μοναβέντσουρ; Μήπως έφταιγαν και οι δύο; Και τι ακριβώς αντιπροσώπευε εντέλει η ανάπηρη Μάγκι;

Κι αν οι φυλετικές διακρίσεις δεν μπορούν να αποκτήσουν στο «Ρετσιτατίβο» γλωσσική και κοινωνική υπόσταση μέσα από τις ταυτότητες της Τουάιλα και της Ρομπέρτας, η φυσική και κοινωνική αναπηρία της Μάγκι, σε πλήρη απόσταση από μαύρους και λευκούς, θα ανασύρει στην επιφάνεια μια απόκλιση την οποία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει κανένας, μαύρος ή λευκός.

Ο γρίφος του ποιο από τα κορίτσια είναι μαύρο και ποιο λευκό δεν πρόκειται ούτως ή άλλως να λυθεί, δείχνοντας ότι κάθε φυλετική διάκριση είναι προκατασκευασμένη και τεχνητή. Το άλυτο μυστήριο και το αναπάντητο ερώτημα, ωστόσο, για τη Μάγκι αποδεικνύει πως οι πραγματικοί κατατρεγμένοι, των οποίων ο κατατρεγμός δεν έχει ράτσα και φυλή, δεν θα βρουν ποτέ και πουθενά στον κόσμο ένα παρήγορο καταφύγιο.

Η λογοτεχνία της Μόρισον οδηγεί σε πρωτόφαντους δρόμους τόσο με τις τεχνικές της όσο και με τους κόσμους που μπορεί να επινοήσει και να ξεδιπλώσει. Τίποτε, φυσικά, δεν είναι τυχαίο.

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε