Σαν το πακέτο που δεν έχει πια τσιγάρο..

Σαν το πακέτο που δεν έχει πια τσιγάρο..

Οι νταλγκάδες, τα σεκλέτια, οι καημοί, τα βάσανα, οι πόνοι, οι στεναχώριες, οι χαρές, τα γλέντια, τα σημαντικά, τα επετειακά, τα ιδιαίτερα, ο καφές, τα ποτά και τα ξενύχτια, σήκωναν τσιγάρο. Στην Ελλάδα των φτωχών, των μεσαίων, των πλουσίων, των αφεντικών και των εργατών. Οι του Δημοσίου εξαιρούνται από όλες τις κατηγορίες. Διότι άλλο «μήνας μπαίνει , μήνας βγαίνει, ο παράς στο χέρι» κι άλλο το μεροκάματο. Ωστόσο, το τσιγάρο σύντροφος και πίσω και μπροστά απ τον γκισέ. Το διάλειμμα, συνώνυμο του τσιγάρου. Τότε, παλιά!

Στον στρατό δεν έλεγαν οι εκπαιδευτές μονιμάδες «κάντε διάλειμμα», έλεγαν «κάντε τσιγάρο». Τότε, παλιά. Στην οικοδομή, στο χαμαλίκι, στη δουλειά, το τσιγάρο μια ανάσα στο οκτάωρο. Τότε, παλιά.

Στο τραγούδι δε, το τσιγάρο ανάμεσα στις νότες έδινε το λαϊκό στίγμα ενός λαού, που μ ένα μινοράκι κι ένα άγιο τσιπουράκι σε χαμηλοτάβανο συννεφοκαπνισμένο κουτουκάκι, εύρισκε διέξοδο στ αδιέξοδά του.

Αυτά, για κείνους που αναζητούν λογοτεχνικά επιχειρήματα για να στηρίξουν απόψεις : «ένα τσιγάρο δρόμος», «τσιγάρο ατέλειωτο βαρύ η μοναξιά…», «άναψε το τσιγάρο δωσ μου φωτιά», «σαν τον αλήτη που δεν έχει πια τσιγάρο» και τα παρόμοια.

Για τους εξαρτημένους λάτρεις του τσιγάρου κάθε στιγμή της καύτρας τους, ακόμη και σήμερα, είναι μια μικρή απόλαυση, μια αναγκαία συντροφιά. Κανείς από αυτούς τους θεριακλήδες δεν είναι σε θέση να πει πότε το άναψε, πότε το πέταξε και πήρε άλλο, πότε του κιτρίνισε τα δάχτυλα, πότε του κοκκίνησε το μουστάκι. Το κάπνισμά του δεν έφτασε ποτέ σε μορφή ιεροτελεστίας , δε σηματοδότησε στιγμές ιδιαίτερες, επειδή τις είχε καταχωρημένες στο μυαλό του, λίγο πιο μεγάλες από την αιωνιότητα. Κι ούτε μπορεί να προσδιορίσει πιο ήταν το «καλύτερο» τσιγάρο. Το πρωινό, το δανεικό, το πεταμένο, το μουλωχτό, εκείνο έξω από το μαιευτήριο όταν γεννούσε η γυναίκα του, το άλλο που οδηγούσε κι είχε στη διαπασών τον Καρρά να μουγκρίζει «το τελευταίο μου τσιγάρο», όταν στη σκοπιά το ρούφαγε στη ζούλα, όταν…όταν…
 
Ύστερα ήρθαν οι σφήκες. Κεντρί από επιστήμονες , από οργανώσεις, από έντυπα. Ουσίες, καρκίνος, καρδιακά επεισόδια, καταστροφή. Το ποτό σηκώνει τσιγάρο, κόφτο. Ο καφές το ζητάει, κόφτον. Την υπόθεση που σηκώνει τσιγάρο πώς να την κόψεις; Εδώ χρειάζεσαι φροντιστήριο. Ψυχολογική υποστήριξη τη λένε οι Αμερικανοί, εθισμένοι στην ψυχανάλυση. Η Ευρώπη τη λέει «κοινοτικό κανόνα, οδηγία». Καλύτερα να μπεις στην επισήμανση «το τσιγάρο σκοτώνει». Κάνε και μια βουτιά στις έρευνες, στις στατιστικές, στις περιπτώσεις του αγύριστου ταξιδιού. Βοηθά. Στην απότομη απόφαση. Στην αποτοξίνωση, δεν το νομίζω.
Θα χρειαστείς υποκατάστατα.
 
Είναι και η τιμωρία στη μέση. Σοβαρός λόγος να πάρεις την απόφαση. Κάτι χειρότερο από τις χημειοθεραπείες. Κτύπα ξύλο!
 
Στο ξέφωτο, σ΄ έναν δρόμο φερ ειπείν, μπορείς ακόμη να «πεθαίνεις» μ ένα τσιγάρο αναμμένο, μπορείς να «ανασταίνεσαι», άμα το επιτάσσει η «σταύρωσή» σου κι ύστερα, αν η γεύση από τα χείλη της είχε νικοτίνη και σε ακολουθεί, η στάχτη που αφήνεις πίσω σου, μπορεί να της στέλνει μήνυμα αγάπης. Παθιασμένο!

 

Αν εκείνος που σε «στράγγισε» , νέα γυναίκα, βγαίνεις στο μπαλκόνι σαν Ιουλιέτα απ΄ την ανάποδη, ξορκίζεις μ ένα τσιγάρο τη μαύρη σου την τύχη και μια νότα αισιοδοξίας, ίσως, γεννήσει το δαχτυλίδι του καπνού σου στη φράση «πάμε γι άλλα».
 
Κι αυτός ο νόμος απαγόρευσης, όπως ο φρέσκος της κυκλοφορίας λόγω κορωνοιού, διάτρητος. Σε μια χώρα όπου διδάσκεται – σε μικρές σχολικές ή μεγάλες στρατιωτικές ομάδες – το «όλα απαγορεύονται κι όλα επιτρέπονται», οι ταγοί σού καθρεφτίζουν καθημερινά και τηλεοπτικά τη διαφθορά, «κεκαλυμμένη» με την ετικέτα «τα πάντα είναι ρευστά». Χωρίς να γνωρίζει το ντόπιο πλήθος τα περί Γαλλικού Μάη του 68 και το περίφημο «Απαγορεύεται να απαγορεύεις» το κάνανε σημαία τους ανεξαρτήτως μεγέθους τίτλου, ιδιότητας, ηλικίας, φύλου και το προσκυνάνε – αδαώς- έως σήμερα.
 
Επομένως, απαγορεύεται το τσιγάρο αυστηρά σε δημόσιους και ιδιωτικούς κλειστούς χώρους και καλώς επιτηρείται η εφαρμογή. Απαγορεύεται , μέχρι νεοτέρας, το κυκλοφορείν ασκόπως και πολύ καλώς επιβάλλονται τα γενναία πρόστιμα. Οι Μονάδες Εντατικής Θεραπείας είναι ελάχιστες, δε χωρούν πολλούς. Κι έπειτα, αυτό το «στην υγειά μας ρε παιδιά», γιατί να είναι μόνο τηλεοπτική εκπομπή στην αυλή του Σπύρου κι όχι μια απτή πραγματικότητα.

Το τραγούδι, όμως, επιτρέπεται. Έτσι, στο φετινό, το μη θορυβώδες Πάσχα, το πρωτόγνωρο, το ξεχωριστό και το πιο ταπεινό όλων των εποχών, οι αυλές και τα μπαλκόνια τη γιόρτασαν τη Λαμπρή με κατσικάκι, αρνάκι, παρελκόμενα , τσιγαράκι κι η στάχτη στο μεγάλο τασάκι του δρόμου. Ένα μελωδικό δε «τσιγάρο» απ τον Κότσιρα έκανε πολύ πιο αγαπησιάρικο το «όταν έχω εσένα» του Μητροπάνου. Ε, ναι. Και το «άναψε το τσιγάρο, δώσ μου φωτιά, έχω μεγάλο ντέρτι μες την καρδιά». Για σένα το λέω. Εγώ ούτε ντέρτι έχω ούτε καπνίζω. Εξηγούμαι.
Λοιπόν, «Χριστός Ανέστη» και φέτος, «χρόνια πολλά», και του χρόνου με υγεία και, οπωσδήποτε, παραδοσιακά. Όπως συνηθίσαμε να γιορτάζουμε το «Πάσχα, των Ελλήνων Πάσχα».

cityportal.gr/ γράφει ο Παύλος Λεμοντζής

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε