Site icon Cityportal.gr

Σκέψεις μιας εθνικής επετείου

Σκέψεις μιας εθνικής επετείου
…έχεις ακόμη να κλάψεις πολύ
ώσπου να μάθεις τον κόσμο να γελάει.
Γιάννης Ρίτσος
 
Πάντοτε σε ημέρες εθνικής επετείου ή ακόμη και στην ιδέα ενός επικείμενου πολέμου (επίκαιρο στα ειδησεογραφικά δελτία αυτόν τον καιρό) επανέρχεται στο μυαλό μου ένα μεγάλο ερώτημα. Ένα ερώτημα με πολλά παρακλάδια και διλλήματα που μου δημιουργεί ένα αίσθημα περισσότερο ενοχής παρά αντίστασης ή φιλελευθερισμού. Διλλήματα που παρόλα αυτά θα μπορούσαν να απασχολούν πολλούς ανθρώπους, και αυτούς που μένουν για να θυμούνται και αυτούς που έφυγαν ανά τα χρόνια, σε όλους τους πολέμους σε όλες τις χώρες του κόσμου. Ένα ερώτημα που θα μπορούσε εύκολα να αποτελέσει προϊόν κατηγορίας για εγωισμό, «αποστατισμό», «λιποπατρία». Θα προσπαθήσω όμως να εξηγήσω τη σκέψη αυτή όσο καλύτερα μπορώ. Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι το εξής:

Εάν μου έλεγαν «Πολέμησε για την πατρίδα!» τι θα έκανα;

Σίγουρα θα υπάρξουν πολλοί που αυτήν την ερώτηση την απαντούν δίχως σκέψη: «Πεθαίνω για την πατρίδα!» θα μου έλεγαν. Κι όμως, προσωπικά μου γεννούνται μικρές σκέψεις-διαβολάκια που με πηγαίνουν από το ένα άκρο στο άλλο..
 
Ποια είναι η πατρίδα μου;
Είναι πατρίδα μου οι όμορφοι τόποι, οι μυρωδιές, οι θάλασσες, οι χοροί και ένα σπίτι;
Ή είναι πατρίδα μου οι άνθρωποί μου, η οικογένεια, οι φίλοι μου, οι δικοί τους αγαπημένοι και οι αναμνήσεις μας;
Κι αν όλοι οι αγαπημένοι μου πεθάνουν στη φρίκη ενός πολέμου, τότε ποια πατρίδα θα μου απομείνει;  Για ποια «πατρίδα» θα αξίζει να ζω;
 
Προεκτείνω το ερώτημα λοιπόν: Εάν μου έλεγαν «Πολέμησε για την πατρίδα!» ή «Παράτα τη φρίκη του πολέμου, φύγε σε άλλο τόπο και θα σωθούν όλοι σου οι  αγαπημένοι σου άνθρωποι, θα συνεχίσετε να Ζείτε, θα απολαμβάνετε όμορφα τοπία και ίσως μόλις όλο αυτό τελειώσει θα μπορέσετε να επιστρέψετε στον τόπο που σας γέννησε..» τι θα έκανα;
 
Μήπως οι θάλασσες του τόπου μου, τα πυκνά δάση, τα ψηλά βουνά και οι κρυμμένες ομορφιές θα σταματήσουν να υπάρχουν με τον πόλεμο; Σίγουρα όχι. Η φύση έχει αποδείξει ότι υπάρχει και επιβιώνει πέρα και πάνω από τον άνθρωπο. Στη φύση του τόπου μου λοιπόν, μπορώ να επιστρέψω.
 
Μήπως οι τοίχοι ενός σπιτιού δεν φτιάχνονται από ανθρώπους, γκρεμίζονται και ξαναφτιάχνονται από ανθρώπους πάλι; Ένα σπίτι δεν είναι οι τοίχοι του, αλλά είναι οι άνθρωποί του και οι στιγμές τους. Νομίζω πως από τις στάχτες θα μπορούσα αν είχα δίπλα μου τους αγαπημένους μου να ξαναφτιάξω τέσσερις τοίχους και να το κάνω σπίτι μου, έστω και σε έναν άλλο τόπο.

Και οι ήρωες που θυσιάστηκαν για την πατρίδα μας;

Σκέφτομαι τώρα τις μορφές όλων των ηρώων μας που θυσιάστηκαν για την πατρίδα μας (ήρωες μαχόμενοι και άμαχοι) και για κάθε πατρίδα, να έρχονται φαντάσματα και να με στοιχειώνουν γι αυτές τις σκέψεις. Μιλώ όμως για τη γενική φρίκη ενός πολέμου και για τα όνειρά τους που σταμάτησαν απότομα.
 
«Μα θα είναι διαφορετικά!» θα μου πουν.
«Η πατρίδα σου θα είναι υποδουλωμένη, δεν θα ανήκει στους Έλληνες».
«Τουρίστρια» λοιπόν στον δικό μου τόπο, να υποχρεωθώ να σέβομαι τους κανόνες και τις επιταγές ενός άλλου λαού.
Δύσκολο. Πολύ δύσκολο.
Σαν φυλακή.

Έτσι όμως δε νιώθει κι ένας πρόσφυγας;
Έτσι δε νιώθει ένας μετανάστης;

Κι οι Έλληνες που μεταναστεύουν σε άλλη χώρα για καλύτερες συνθήκες δουλειάς, έτσι δε νιώθουν; Έτσι δεν ένιωσαν και όλοι αυτοί που ξεριζώθηκαν και με τον χρόνο έχτισαν και πάλι σπίτια, έμαθαν να αγαπούν ξανά τις ομορφιές του τόπου και ξαναέφτιαξαν αναμνήσεις; Θα είναι λοιπόν σαν να μεταναστεύω στην άλλοτε δική μου χώρα, κρατώντας κοντά μου τους αγαπημένους μου.

 
Η φύση συνεχίζει να υπάρχει λοιπόν. Τα σπίτια και οι αναμνήσεις ξαναφτιάχνονται αν οι αγαπημένοι σου έχουν Ζωή.

Και αν όλοι φύγουν για να σωθούν τότε ποια «πατρίδα» θα μείνει

Κι όμως, γεννιέται εδώ και το αντίστροφο ερώτημα: Κι αν όλοι φύγουν για να σωθούν οι δικοί τους αγαπημένοι, τότε ποια «πατρίδα» θα μείνει; Νομίζω ότι υπάρχει κάτι που προεκτείνεται πέρα από τη φύση και τα στενά όρια των οικογενειακών και φιλικών δεσμών. Νομίζω πως η «κόλλα» που ενώνει τους ανθρώπους και τους κάνει Πατρίδα είναι οι χοροί και οι κουζίνες και οι μυρωδιές και τα έθιμα. Είναι με λίγες λέξεις, ο Πολιτισμός, η Κουλτούρα και η Ιστορία.

Ανοιχτά σύνορα; 

Είναι πράγματι πολύ ωραίο και ελκυστικό να ισχύσει η ιδέα των ανοιχτών συνόρων σε όλο τον κόσμο. Άνθρωποι κάθε φυλής και εθνότητας να μπαίνουν και να βγαίνουν ελεύθερα από τόπο σε τόπο, να δημιουργούν σπίτια και ζωές όπου το θελήσουν, μεταφέροντας τη δική τους κουλτούρα. Σε βάθος χρόνου όμως και με βάση το ρου της φύσης και της ιστορίας, οι γενιές θα χάνονται και μαζί τους και ο πολιτισμός στον οποίο γεννήθηκαν. Αφομοιώσεις και αλλαγές θα προκύψουν στις κουλτούρες όλου του κόσμου και νέα έθιμα, νέες συνήθειες θα δημιουργηθούν. Θα μπορούμε τότε να μιλάμε για μία Οικουμενική Κουλτούρα. Έτσι όμως δεν θα χαθεί ο ελληνικός πολιτισμός, η γαλλική κουλτούρα, οι αφρικανικοί χοροί και ούτω καθεξής; Για τη διατήρηση του πολιτισμού σου και της ιστορίας σου λοιπόν αξίζει να μάχεσαι, σε αυτό συμφωνώ.

 
Κι άλλη προέκταση: Η αλλοίωση της κουλτούρας συμβαίνει αυτόματα ανά τα χρόνια, δεν νομίζω ο πόλεμος να την ορίζει. Λοιπόν, η φύση παραμένει, τα σπίτια και οι αναμνήσεις ξαναφτιάχνονται και οι κουλτούρες αλλάζουν, αλλοιώνονται και αφομοιώνονται ανά τα χρόνια. Γιατί λοιπόν αξίζει να πολεμάς;
 
Μήπως τελικά καταλήγεις να πολεμάς, όχι για μία ιδέα ή για έναν πολιτισμό ή για μία ιστορία, όπως πιστεύεις, αλλά για πετρέλαια και τουρισμό και πηγές εσόδων; Αξίζει να χάνονται ζωές για αυτά;

Για ποια ιδέα λοιπόν αξίζει να πολεμάς;

«Για την Ελευθερία!» θα απαντήσουν πολλοί… Και η λέξη Ελευθερία είναι τόσο πολύ σημαντική, είναι όμως και λέξη υποκειμενική. Μήπως τώρα η Ελλάδα (και  πολλές άλλες χώρες στον κόσμο φυσικά) είναι εντελώς ελεύθερη; Η διέπεται από κανόνες και νόμους και χρέη που τα ορίζουν άλλοι;
 
Πιστεύω λοιπόν πως αυτό που μας προβληματίζει στην ιδέα ενός πολέμου και μας κάνει να αντιδράμε είναι η Βία. Η απειλή της Ζωής. Από μικρά παιδιά όταν μας αρπάζουν το παιχνίδι αντιδράμε. Κλαίμε, χτυπάμε, μαλώνουμε, πολεμάμε γιατί αισθανθήκαμε την απειλή. Φυσικά και θα το κάνουμε γιατί έχουμε το ένστικτο της Επιβίωσης, όπως το ορίζει η ανθρώπινη φύση. Μεγαλώνοντας, οι καταστάσεις αλλάζουν, σοβαρεύουν και τα πλαίσια διευρύνονται, το μοτίβο παραμένει όμως πάντα το ίδιο: Πολεμώ όταν αισθάνομαι απειλή, προκειμένου να επιβιώσω. Ο κόσμος αναπόφευκτα αλλάζει, όταν όμως αλλάζει με τη Βία εκεί είναι που αντιδράμε.

Αντιφατικό πολύ βέβαια να πολεμώ ενάντια στη Βία με Βία.

 
Κλείνω το κείμενο με μία όμορφη εικόνα: Ένα ζευγάρι, παντού στον κόσμο -δεν έχει σημασία αν θα συνεχίσει να παραμένει ζευγάρι-, γεννάει/υιοθετεί γιους και κόρες που μεγαλώνουν με αγάπη και μαθαίνουν σαν βασική αρχή να βοηθούν όποιον το έχει ανάγκη. Οι γιοι και οι κόρες μεγαλώνουν και δημιουργούν με τη σειρά τους νέες γενιές που αναθρέφονται με την ίδια παραδοχή της αποδοχής, της βοήθειας και της συνεργασίας. Δημιουργείται τελικά ένας κόσμος όπου ο πόλεμος θα αποτελεί τη μειοψηφία. Γνωρίζω ότι αυτό είναι ουτοπία και δεν θα υπάρξει ποτέ. Οφείλω όμως να μοιραστώ αυτό το όνειρό μου και να τονίσω πως από τον μικρό κόσμο του καθενός μας, φτιάχνεται και δομείται ο μεγάλος κόσμος και οι ιδέες του.
 
Πραγματικά δεν ξέρω αν τελικά τάχθηκα υπέρ της ειρήνης ή του πολέμου, δεν ήταν αυτός ο σκοπός. Το σίγουρο είναι ότι τάχτηκα υπέρ του Ανθρώπου και της Ζωής.
 
Καλή εθνική Επέτειο
Χρόνια μας ειρηνικά,
Αγάπη και τιμή στους ήρωες κάθε πατρίδας
Καλή Επέτειο στη Ζωή και στα γέλια!

cityportal.gr/ 

Σκέψεις μιας εθνικής επετείου | Στεφανία Μ.
Exit mobile version