Σταμάτης Κραουνάκης «Αχαρνής»

Σταμάτης Κραουνάκης «Αχαρνής»

Είναι ο Δικαιόπολις, στους «Αχαρνής» που ανεβάζει φέτος το ΚΘΒΕ, σε σκηνοθεσία του Σωτήρη Χατζάκη. «Είναι ευτύχημα που είναι κοντά μου σε αυτό το εγχείρημα ο Χατζάκης, ο Γρηγόρης Βαλτινός, ο Κώστας Βουτσάς, όλοι οι συντελεστές, κι αυτός ο θίασος, θέλω να το γράψεις αυτό» λέει στην Αναστασία Γρηγοριάδου ο Σταμάτης Κρανουνάκης, πριν καθήσουν απέναντι στη θάλασσα και αρχίσει η συνέντευξη για το περιοδικό CITY.


Και ηθοποιός φέτος; Πώς έγινε αυτό;
Με πήρε ο Χατζάκης τηλέφωνο ένα μεσημέρι το Γενάρη με τον Καραντινάκη και μου λέει «λέμε να κάνουμε τους Αχαρνής, θες να κάνεις τη μουσική;» Λέω «ναι, έρχομαι». Λέει «Να κάνεις και τον Δικαιόπολι». «Με τον Αριστοφάνη έχω ένα πάθος, επειδή πάω κι έρχομαι στα θέατρα πολλά χρόνια», του λέω, «δεν θεωρώ ότι θα είχα την αντοχή να υποστώ την κούραση που τραβάει ένας ηθοποιός» και κυρίως όταν άνοιξα και διάβασα το έργο, ζήτησα δυο μέρες άδεια να το διαβάσω, και όταν είδα πόσα λόγια έχει ο Δικαιόπολις, τρελάθηκα. «Παιδιά δεν θα τα καταφέρω να τα θυμηθώ» τους είπα. «A» μου λέει ο Σωτήρης, «για αυτό μην ανησυχείς, ούτε θα το καταλάβεις πώς θα τα μάθεις». Τέλος πάντων, αυτό που είπα στον εαυτό μου για να πω μπαίνω στην περιπέτεια, είναι ότι πέρσι θα ‘λεγα όχι από φόβο, από ευθύνη, βαρεμάρα, κούραση, τώρα είπα ναι γιατί σκέφτηκα ότι του χρόνου δεν θα μπορώ ίσως.


Ο λόγος;
Λέω, είναι μία μεταιχμιακή στιγμή. Του χρόνου μπορεί να μην μπορώ, από κούραση, από αντοχή, από υγεία, από γήρας… Λέω, ίσως είναι η στιγμή που με περιμένει, κι αυτό σαν τι; Σαν γνώση. Έχοντας αυτό το πάθος με τον Αριστοφάνη χρόνια, ήταν σαν κάποιος να μου λεγε έλα να κάνεις ένα μεταπτυχιακό, να δεις και το θέμα από μέσα. Κι έλεγα χθες σε ένα φίλο μου που με ρωτούσε, τι βιώνεις τώρα,. Ότι το σημαντικότερο είναι ότι από αυτή τη θέση συνειδητοποιώ την τεχνική της δομής του συγγραφέα με εντελώς διαφορετικό τρόπο, που τόσες φορές έχω κάνει μουσικές και μεταφραστική δουλειά κτλ.


Τι είναι αυτό που βλέπεις τώρα στο εργαστήριό του;
Μοντέρνος, απίστευτα μοντέρνος, η τεχνική, η δομή, η οικονομία, πώς εμφανίζει, εξαφανίζει, πώς δημιουργεί συνθήκες ανάσας στους ηθοποιούς, δεδομένου ότι τότε τρεις υποκριτές, τρεις άνθρωποι έτρεχαν τη δουλειά, και το πρώτο πράγμα που ανακάλυπτα είναι πού μου δίνει δικαιώματα να ’χω λίγη ανάσα. Ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο αυτού του έργου είναι η μεγάλη στιγμή που γράφεται, γίνεται κόλαση, είναι πέμπτος χρόνος του πελοποννησιακού πολέμου. Λέει στην αρχή «Αχ, πόσα, τόσα πόσα μου δαγκώνουν την καρδιά». Η Ελλάδα είναι ανάστατη, καίγονται καράβια, πόλεις, έρχονται κάθε άνοιξη και ρημάζονται τα αμπέλια, ξεπατώνονται οι ελιές από τη ρίζα και καίγονται, ξεπουλάνε οι σύμμαχοι για ένα σακί αλάτι. Και η ώρα που ο τύπος αυτός, ο Δικαιόπολις, ων γεωργός, παίρνει την απόφαση να κάνει αυτήν την κόντρα,  λέει «Εγώ ορκίζομαι, βάζω το κεφάλι μου στο χασαπόξυλο για στοίχημα, αν δεν σας πείσω». Είναι αυτός ο ελληνικός τσαμπουκάς που λέμε τον όρκο πριν καλά καλά συνειδητοποιήσουμε τι έχουμε πει και μετά αν έχουμε μπέσα, είμαστε υποχρεωμένοι να τα καταφέρουμε. Και νομίζω ότι τη στιγμή που μπήκα σε αυτήν την σκέψη βρήκα ένα πολύ βασικό κλειδί  για την ερμηνεία του Δικαιόπολι. Υπάρχει μια φράση του που εμένα με συγκινεί πολύ όταν τη λέω στην παράσταση, την ώρα που διώχνει το Λάμαχο για τον πόλεμο: «γλεντάω θα πει υπάρχω».


Υπάρχει κάτι που σε βοήθησε πολύ στη μελέτη του ρόλου;
Ναι, η μουσική.


Τι εννοείς; Σαν παρτιτούρα τον μελέτησες;
Ναι. Έτσι έμαθα το ρόλο. Κι ακόμα δοκιμάζω, τη νότα που θα ξεκινήσω, πού θα καταλήξω, το ρυθμό. Ο Γεωργουσόπουλος μου είπε ότι αυτός είναι ο δρόμος. Και με παιδιά που μίλησα, και με τη Λυδία, γιατί πρέπει να σου πω ότι τους ηθοποιούς φίλους που με αγαπάνε τους εκμεταλλεύτηκα όλους. Και όλοι μου είπανε πολύ σοβαρά πράγματα. Η Ανίτα Σαντοριναίου μου είπε μια πολύ δασκαλίστικη φράση, μου είπε «Μετά το Λαζάνη πίστευα ότι δεν θα υπάρχει άλλος να παίξει τον Δικαιόπολι, θα το κάνεις πολύ καλά, δεν έχεις παρά να βάλεις ένα αγκίστρι στην άκρη της γλώσσας σου και με μέτρο να τραβήξεις έξω αυτά που σε πονάνε για αυτόν τον τόπο». Η Βούρτση μου λέει «Τη μετάφραση, αν η μετάφραση είναι καλή, μη φοβάσαι τίποτα». Και η μετάφραση εδώ είναι Γεωργουσόπουλος, με βοήθησε πάρα πολύ, και τη δούλεψα κι εγώ, δεν την αποστήθισα ψυχρά, την έκανα σώμα στη γλώσσα μου, άλλαξα θέσεις λέξεων, πήγα το ρήμα στο τέλος, χωρίς να αλλάξω λέξη, την έφερα όπως μιλάω. Εκεί που με βοηθούσε ο ρυθμός την αποστήθιζα, ή αλλού έπρεπε εγώ να φτιάξω το ρυθμό. Αυτό το παιχνίδι με γοήτευσε γιατί το κάνω και σαν συνθέτης.


Έλεγες πριν ότι ο Αριστοφάνης σε αυτό το έργο είναι πολύ μοντέρνος, επάνω στο τραπέζι που δίπλα του μιλάμε έχεις μια σειρά με καντάτες τους Μπαχ, και μου έλεγες το ίδιο, «αυτό είναι μοντέρνο». Πώς τα κλασικά είναι μοντέρνα;
Νομίζω ότι εκτός από το περιεχόμενο, αυτό που τα κάνει μοντέρνα είναι η δομή. Ανακαλύπτει κανείς τη θεατρικότητα που έχουν οι καντάτες του Μπαχ ενώ είναι εκκλησιαστική μουσική. Ακούς, κόρο, σόλο, ντουέτα, μπαινοβγαίνουν φωνές, κι αυτή είναι η μουσική που ακούγαν οι άνθρωποι στην εκκλησία τους. Άρα τι ζωή ζούσαν. Εδώ ο  Αριστοφάνης καταγγέλλει απουσία πνευματικότητας, ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι να καταλαβαίνουν, τα ίδια. Όμως με ένα επίπεδο άλλο.


Τι εννοείς;
Ότι ακόμα και ο απατεώνας ήταν καλύτερης ποιότητας. Γιατί φαίνεται από αυτό που λέει για να τους πειράξει, ότι απευθύνεται σε ένα μυαλό που δεν είναι ηλίθιο, τιποτένιο.


Είχες ασχοληθεί άλλη φορά με τους Αχαρνής;
Όχι. Είχα ένα μεγάλο εχθρό, τη μνήμη και την αγάπη που είχα για  τη μουσική του Διονύση, διότι ανήκω στη γενιά που την ανακάλυψε, αγάπησε, κι εγώ ως φοιτητής Παντείου έφερα τον Σαββόπουλο υπό τα άγρια μάτια της ΚΝΕ να παίξει όλους τους Αχαρνής με το κείμενο που δυστυχώς δεν υπάρχει στο δίσκο. Ήταν εξαιρετικό. Όμως, διαβάζοντας το έργο -η μουσική του Διονύση δεν έχει γραφτεί για παράσταση- είναι ένα αυτόνομο έργο με δικιά του αισθητική και γραμμή, θα έλεγα νεορομαντική σε σχέση με τη σκληρότητα που έχει το έργο. Και απλώς χρειάστηκε να μην πάω καθόλου προς τα κει.


Και να πας προς τα πού;
Σε άγριους ελληνικούς ρυθμούς. Σε μονόχορδες καταστάσεις, τσάμικο, καρσιλαμά, ρεμπέτικο Μικράς Ασίας. Ήθελα να πάω όσο πιο παλιά μπορούσα.


Πώς σου φαίνεται που ένα τέτοιο κείμενο γράφτηκε από έναν 25χρονο, όπως ήταν τότε ο Αριστοφάνης; 
Κι αν το καλοσκεφτούμε και ο Τσιτσάνης τόσον χρονών έγραψε τα καλύτερα ίσως τραγούδια τους, και πόσοι ακόμη.
Κακά τα ψέματα, κι εγώ στα νιάτα μου έγραφα πολύ καλύτερα πράγματα από αυτά που γράφω τώρα. Εγώ νομίζω όχι, αλλά ναι. Γιατί τότε, μπορεί να μην ξέρεις τι γράφεις, αλλά η ψυχή σου είναι πιο φορτσάτη, πιο φορτσάτη η μηχανή. Τώρα υπάρχει μια επίγνωση. Πάντα αναζητάς, τι; Αυτό που ξανά θα κινητοποιήσει ένα αίσθημα. Το όπλο που θα μπορέσει ξανά να πυροδοτήσει ένα αίσθημα στην κερκίδα.
Και τώρα πια: τι λες; τι πυροδοτεί την κερκίδα; Η αλήθεια μόνο πια. Αν δουν οι άνθρωποι την αληθινή κραυγή, θα συγκινηθούν.


Και ποια η διαφορά με το μελό;
Με το μελό μπορεί να βάλεις τα κλάματα αλλά την επόμενη στιγμή το ξεχνάς, δεν το έχεις πάρει μαζί σου. Αν κάτι σε δονήσει αληθινά,  αυτό είναι συγκίνηση.


Έχεις το δέος της Επιδαύρου;
Όχι. Δεν ξέρω τι θα πάθω, μπορεί να κλάσω μέντες στην Επίδαυρο την ώρα που θα βγω και θα δω το κοινό, παρόλα αυτά δέκα μέρες πριν ανέβω στη Θεσσαλονίκη πήγα τη μεγάλη εβδομάδα κι έμεινα μόνος μου στη παλιά Επίδαυρο. Πήγαινα κάθε πρωί στο θέατρο 6-9 πριν φτάσουν οι τουρίστες εκτός από ένα πρωί  που με παρακάλεσε η ξεναγός, μου λέει «Έχω κάτι Γερμανούς θ

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε