Συνέντευξη της Καλλιόπης Τσουπάκη

Συνέντευξη της Καλλιόπης Τσουπάκη

Κάνει σημαντική καριέρα στην Ευρώπη. Ζει και εργάζεται στην Ολλανδία. Είναι η πρώτη φορά που γράφει μουσική για μια θεατρική παράσταση στην Ελλάδα, τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη που παρουσιάζει αυτό το καλοκαίρι  το ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία της Νικαίτης Κοντούρη. Η Καλλιόπη Τσουπάκη έδωσε συνέντευξη στην Αναστασία Γρηγοριάδου και το περιοδικό CITY.


Πώς ξεκίνησαν οι μουσικές σπουδές σου;
Έκανα πιάνο από μικρή, από τα εννιά, μετά στα δεκατέσσερα πήγα στο Ωδείο για να πάρω το πρώτο μου πτυχίο, άρχισα και τα θεωρητικά. Με πήγε η δασκάλα μου η Λίτσα Λεμπέση στον δικό της το δάσκαλο τον Γεωργιάδη. Μπήκα σε ένα ρέγουλο να διαβάζω πάρα πολλές ώρες, ν’ ακολουθώ όλα τα υποχρεωτικά μαθήματα πάρα πολύ γρήγορα στο Ωδείο, ώστε να καταφέρω να πάρω στα δεκάξι μου το πτυχίο μου. Από κει και πέρα έκανα ένα διάλειμμα, συνέχισα πάντα με τα θεωρητικά αλλά δεν έκανα πολύ πιάνο. Ήταν όμως ήδη σαφές ότι ήθελα να κάνω σύνθεση. Δεν ήταν πολύ εύκολο εκείνη την εποχή στην Ελλάδα. Έψαχνα αρκετά στα σκοτεινά για να συνειδητοποιήσω κι εγώ ότι αυτό που ήθελα να κάνω δεν ήταν το πιάνο, αλλά σύνθεση. Ακόμα και τότε, αρχές της δεκαετίας του ’80 άκουγες φοβερά πράγματα, ότι οι γυναίκες δεν μπορούν να γράψουν μουσική, σου σηκωνόταν η τρίχα. Τα έχω ακούσει από πρώτο χέρι.


Από ανθρώπους που είχαν σχέση με τη μουσική;
Δυστυχώς, ναι. Παρακάτω δεν θέλω να πω… Τα έλεγαν ή επειδή ήταν γυναίκες και έκριναν από τον εαυτό τους ή επειδή ήταν άντρες και έκριναν πάλι από τον εαυτό τους. Πάντως κανένας δεν κοίταζε αντικειμενικά τον άλλον. Εκνευριζόμουν να τα ακούω, λέγοντάς μου τα δεν με σταμάτησαν, αλλά το αποτέλεσμα ήταν ότι ενώ θα μπορούσα να ξεκινήσω νωρίτερα σύνθεση, ουσιαστικά άρχισα από μόνη μου όταν ήμουν στο δίπλωμα πια του πιάνου με τον Γαϊτάνο από το Ελληνικό Ωδείο, καταπληκτικός δάσκαλος.  Μου έκανε και ο Γαρουφαλής ένα χρόνο, χωρίς ο άνθρωπος να θέλει να πληρωθεί δεκάρα, αλλά στο Αθηνών η θεωρητική μου κατάρτιση δεν θα ήταν καλή γιατί υπήρχε ο Παλλάδιος εκεί και αν είχα δυσκολίες επειδή ήμουν γυναίκα, όσο αφορά στο θέμα της σύνθεσης, είχα ακόμη πιο πολλές στο θέμα της θεωρίας γιατί ο Παλλάδιος εκεί  είχε μια πολύ περίεργη κυριαρχική παρουσία στο Ωδείο Αθηνών και κυρίως στα θεωρητικά, οπότε έφυγα, πήγα στο Ελληνικό Ωδείο, όπου από τη μία ήμουν δασκάλα στα θεωρητικά προκαταρτικά από την άλλη μαθήτρια στα ανώτερα θεωρητικά και στο δίπλωμα του πιάνου. Στη συνέχεια διορίστηκα στη Χίο, καθηγήτρια μουσικής. Εκεί πια είχα αρχίσει να γράφω μουσική. Με ένα σεμινάριο του Ξενάκη στους Δελφούς για μένα έγινε πάρα πολύ σαφές ότι μπορούσα να αρχίσω να γράψω κι εγώ ένα κομμάτι. Έγραψα ένα κομμάτι για ορχήστρα, πήγα αμέσως στον Γιάννη Ιωαννίδη, τον δάσκαλό μου σύνθεσης στην Ελλάδα, στο Ωδείο Σκαλκώτα, με δέχτηκε για μαθήματα σύνθεσης απογευματινά. Ήταν καταπληκτικά.


Αυτό που κατεξοχήν σε ενδιέφερε ήταν η σύγχρονη μουσική;
Ναι, μόνο η σύγχρονη μουσική. Από μικρή άκουγα ροκ και σύγχρονη μουσική. Στα δεκατέσσερα ήμουν ροκού, αλλά πόστερ στο δωμάτιό μου είχα τον Γιάννη Χρήστου.


Πώς τον ανακάλυψες;
Τότε γινόντουσαν πιο πολλές συναυλίες σύγχρονης μουσικής από τώρα. Είχε στο Ηρώδειο φεστιβάλ σύγχρονης ελληνικής μουσικής, είναι πολλοί και τότε ήταν και σήμερα επίσης οι έλληνες συνθέτες σύγχρονης μουσικής που έχουν χαράξει δρόμους, είναι ένας κλάδος που έχει παρακμάσει στην Ελλάδα χωρίς να υπάρχει λόγος. Αυτό δεν το καταλαβαίνω, ειλικρινά, έχουμε γίνει πολύ πιο συντηρητικοί πλέον στην Ελλάδα, δεν υπάρχει προβολή της σύγχρονης μουσικής. Στα δεκατρία μου λοιπόν, η πρώτη μου δασκάλα του πιάνου και της το χρωστάω αυτό, μου είπε να πάω να συμμετάσχω στη χορωδία, τότε που παίχτηκε «Ο  πιανίστας» του Γιάννη Χρήστου, ένα πολύ προοδευτικό έργο. Η χορωδία έκανε διάφορους ήχους, κραυγές, αναστεναγμούς, διηύθυνε ο Αδάμης και γνώρισα τον Παπαϊωάννου τον μουσικολόγο, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο για μένα όταν άρχισα να γράφω μουσική.


Στην Ολλανδία πώς βρέθηκες;
Όταν άρχισα να γράφω κατάλαβα ότι θα είχα δυσκολίες εξέλιξης στην Ελλάδα για πάρα πολλούς λόγους. Ήθελα λοιπόν να πάω έξω όπου να μπορώ να γράψω και να δώσω τη μουσική μου -αν μαθαίνεις κάτι σαν συνθέτης το μαθαίνεις από την εκτέλεση των κομματιών σου, αυτό είναι το καλύτερο μάθημα σύνθεσης. Έτσι άρχισα να γράφω και μαζί άρχισα να πηγαίνω σε διεθνή σεμινάρια καλοκαιρινά. Εκεί γνώρισα πολύ ενδιαφέροντες συνθέτες. Στο Darmstadt, σε μάθημα σύνθεσης, γνώρισα τον Feldman, μετά στην Avignon έκανα μάθημα με τον Boulez, τον  Messiaen. Όταν στο Darmstadt γνώρισα τον Louis Andriessen προσπάθησα να σπουδάσω. Οι συνθέτες είχαν καλή συμπεριφορά μεταξύ τους, υπήρχε πληθώρα συνόλων και καθόλου ακαδημαϊκό κλίμα. Η Ολλανδία έχει κάτι πολύ επαναστατικό, ανοιχτούς ορίζοντες για πειραματική μουσική. Έστειλα ένα γράμμα στον Andriessen όπου του έλεγα πως θα ήθελα να μου κάνει μάθημα. Μου απάντησε, εντυπωσιάστηκα, ότι θα ήταν καλό να τον συναντήσω. Το επόμενο καλοκαίρι που ήμουν στην Avignon, πήρα το τρένο και πήγα να τον συναντήσω. Του έδειξα όλες μου τις συνθέσεις, ενθουσιάστηκε και μου είπε  πρέπει οπωσδήποτε να μου κάνει μάθημα. Έτσι πήγα στην  Ολλανδία.


Τι είδος μουσική δεν ήθελες να κάνεις;
Δεν ήθελα να κάνω οποιοσδήποτε περίπλοκη μουσική σε αφηρημένο ιδίωμα. Δεν με ενδιέφερε καθόλου. Για αυτό ήρθα να σπουδάσω με τον Andriessen που κατέχει να γράφει μουσική πάνω σε τροπικά συστήματα αλλά με φοβερό αρμονικό πλούτο. 


Η μουσική σου για τις «Τρωάδες» είναι η πρώτη σου συνεργασία με την Νικαίτη Κοντούρη;
Ναι, γνωριστήκαμε μέσω της Δέσποινας Παναγιωτοπούλου, ελληνίδας ηθοποιού και σκηνοθέτιδας με την οποία συναντηθήκαμε στην Ολλανδία. Άκουσε τη δουλειά μου, της άρεσε η μουσική μου και με γνώρισε στην Νικαίτη. Μου τηλεφώνησε η Νικαίτη  για τις «Τρωάδες» και μου είπε ότι θέλει να κάνω τη μουσική για την παράσταση. Ήρθε στην Ολλανδία και δουλέψαμε τρεις μέρες σαν τα σκυλιά. Να μου πει ακριβώς τι είχε στο μυαλό της, τι ακριβώς ήθελε από μένα. Όταν έφυγε, έγραψα όλη τη μουσική. Ήρθα Θεσσαλονίκη και Αθήνα, κάναμε ηχογραφήσεις και μετά έγιναν και οι πρόβες με το χορό, ήταν απόλυτα σαφές τι ηχητικό περιβάλλον θα έχουν οι «Τρωάδες».


Τι είναι για σένα αυτό το έργο;
Είναι δύσκολο έργο. Σαν να έχει γραφτεί σήμερα. Πολύ βίαιο. Με τις πιο χυδαίες σκηνές πολέμου. Σχεδόν σκοτώνεται ένα παιδί επί σκηνής. Οι γυναίκες, ανυπεράσπιστες είναι εκεί, ακριβώς την ώρα που συμβαίνουν όλα. Αυτό που με άγγιξε δεν έχει να κάνει μόνο με το ότι οι ηρωίδες είναι γυναίκες αλλά κυρίως με το ότι το έργο μιλάει για τον αφανισμό ενός λαού. Κι επειδή αυτά συμβαίνουν στην εποχή μας πάρα πολύ έντονα, και κυρίως το θέμα του παιδιού στον πόλεμο, ίσως επειδή είμαι μητέρα, είναι ένα συναίσθημα που δεν μπορώ ακόμα να το εκφράσω παρά μόνο μουσικά, με λυπεί και με θυμώνει αφάνταστα. Αυτό το δυαδικό συναίσθημα προσπάθησα να εκφράσω στις Τρωάδες, υπάρχει κάτι πολύ επιθετικό και μαζί κάτι πολύ λυρικό, ένα κλάμα.

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε