Συνέντευξη της Τάνιας Τσανακλίδου

Συνέντευξη της Τάνιας Τσανακλίδου

Με την Μάρθα Φριντζήλα,  δυο γυναίκες στη σκηνή λένε τα δικά τους, τραγουδούν πολλά και διαφορετικά τραγούδια, αστειεύονται, γελάνε, πονάνε, συγκινούνται. Μαζί τους μόνο δύο μουσικοί, ο Τάκης Φαραζής στο πιάνο και ο Παναγιώτης Τσεβάς στο ακορντεόν. Η Τάνια Τσανακλίδου έδωσε συνέντευξη στην Αναστασία Γγρηγοριάδου και το περιοδικό CITY.


Τα τελευταία χρόνια Δευτερότριτα. Και αυτό το πρόγραμμα πάλι Δευτέρα και Τρίτη είναι. Γιατί;
Καταρχάς επειδή εγώ δεν βγαίνω ποτέ Παρασκευοσάββατο, δεν μου αρέσει, αισθάνομαι ότι όπου πάω γίνεται χαμός από κόσμο και δεν με περιποιούνται, δεν περνάω καλά. Οι καθημερινές είναι οι μέρες που βγαίνω! Αλλά αυτός δεν είναι ο λόγος βέβαια… ο λόγος είναι ότι τα Παρασκευοσάββατα βγαίνουν όλοι έξω και μπορεί να ’ρθούνε τυχαία. Εγώ δεν το θέλω αυτό. Τα προγράμματα που κάνω απευθύνονται σε ανθρώπους που θα ’ρθουν να δούνε ακριβώς αυτό το πράγμα, είναι άλλου είδους κόσμος, δεν μπαίνουνε τυχαία μέσα στο μαγαζί, το επιλέγουν. Αυτό σημαίνει ότι αλλάζει η ποιότητα του κόσμου.


Πρόσεξα ένα ρήμα πριν, το «περιποιούμαι». Ποια είναι αυτή η περιποίηση που σας αρέσει να νιώθει αυτός που θα έρθει στο πρόγραμμά σας;
Το πιο σημαντικό είναι ότι σεβόμαστε το χρόνο του γι’ αυτό και ξεκινάω πάντα ακριβώς στην ώρα μου, πράγμα σπάνιο. Εννιάμιση ώρα λέμε, εννιάμιση ακριβώς ξεκινάει το πρόγραμμα. Δεύτερον, ό,τι συμβεί μέσα στο χώρο έχει αλήθεια, είναι απότοκο δουλειάς και σκέψης και αγάπης.


Αυτό το «εννιάμιση ξεκινάμε», είναι αρκετά χρόνια που το εφαρμόζετε.
 Στην αρχή θυμάμαι έλεγαν, «καλά, έτσι λέει, σιγά μη γίνει»… Και μετά ερχόντουσαν και αν αργούσαν, έβλεπαν το πρόγραμμα από τη μέση και τώρα δεν τίθεται κανένα θέμα, οι άνθρωποι είναι εκεί. Νομίζω ότι υποτιμούμε τον εαυτό μας όταν λέμε και νομίζουμε ότι είμαστε τόσο άναρχοι και τόσο ζαμανφού. Δεν είμαστε έτσι, θέλουμε ένα ερέθισμα και επειδή είμαστε και λαός που έχει φιλότιμο, είναι καλό να μας… παίρνει κανείς στο φιλότιμο. Έτσι ξεκινάμε, τελειώνουμε νωρίς και μπορούν να πάνε νωρίς στο σπίτι τους οι άνθρωποι και να πάνε την άλλη μέρα στη δουλειά τους. Το πρόγραμμα δεν ξεπερνάει ποτέ το χρόνο, είναι δύο ώρες, μόνο όταν ο κόσμος φωνάζει κάνουμε παραπάνω, ανκόρ. Ανθρώπινες ώρες, ανθρώπινες τιμές, ωραία τραγούδια.


Και πάμε τώρα στην περιποίηση της ψυχής, το να ακούσεις τραγούδια που θα κάτσουν μέσα σου…
 Αυτό ξεκινάει από το αίτημα της αλήθειας, πως ό,τι  δούμε θα είναι αληθινό και πάμε να δούμε κάτι που έχει αλήθεια. Το να ανοίγω την ψυχή μου σαν να ανοίγω έναν οχετό καμιά φορά δεν είναι και πρέπον, ανοίγω την ψυχή μου για να μοιραστώ βαθιά πράματα, αυτό ναι. Η τέχνη έχει το χάρισμα, τα πιο σκοτεινά, τα πιο πικρά, τα πιο δύσκολα να τα κάνει προσπελάσιμα.


Πώς ξεκίνησε η συνεργασία με τη Μάρθα Φριντζήλα;
Τη Μάρθα την κυνηγούσα δυο χρόνια. Συναντηθήκαμε στη Θεσσαλονίκη, είχε έρθει να δει μια παράστασή μου, μετά πήγαμε σε ένα μπαρ κι όλη νύχτα ονειρευόμασταν τι προγράμματα θα κάνουμε. Στήσαμε καμιά δεκαριά προγράμματα εκείνο το βράδυ. Μετά χαθήκαμε. Της είχα τηλεφωνήσει και πέρσι, δεν μπορούσε, είχε άλλα πράγματα να κάνει, φέτος την ψήσαμε. Είχαμε ξεκινήσει με τον Παναγιώτη Τσεβά, να κάνω μόνη μου το πρόγραμμα και μετά μου λέει, ξέρεις εκείνο το διάστημα η Μάρθα ίσως και να μπορεί, έτσι πήρα αμέσως τηλέφωνο, ανέλαβα να κάνω τις πρόβες, εκείνο το διάστημα η Μάρθα ανέβαζε ένα έργο στο Εθνικό, τα ετοίμασα όλα και ήρθε μπαμ μπαμ, κι έγινε.


Τι θέλατε στο πρόγραμμα αυτό;
Θέλαμε να πούμε ωραία τραγούδια. Από τα πρώτα που έπεσαν στο τραπέζι είναι ένα τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι από την «Εποχή της Μελλισάνθης» που δεν ακούγεται πουθενά και της λέω: ρε Μάρθα, θέλω να ξεκινήσουμε με αυτό, το «Ρολόι στο καπηλειό». Είναι ένα τραγούδι που αγαπώ πάρα πολύ. Όσα χρόνια το πρότεινα σε προγράμματα με όσους ανθρώπους συνεργάστηκα, είναι τραγούδι ντουέτο, το έβαζα πάντα στο τραπέζι, μου έλεγαν έλα τώρα, δεν το ξέρει κανείς, πώς θα περάσει… θεωρούσαν ότι δεν θα έχει ανταπόκριση στον κόσμο. Όντως είναι ένα τραγούδι που δεν γίνεται χαλασμός… αλλά ένα πρόγραμμα δεν το λέμε μόνο για το χειροκρότημα που θα πάρουμε, δεν είναι ένα πρόγραμμα έτσι φτιαγμένο, μόνο για να ξεσηκώσει ζητωκραυγές, είσαι υστερικός αν φτιάχνεις τέτοια προγράμματα μόνο. Ένα πρόγραμμα έχει δομή, σημεία έξαρσης και σημεία πιο εσωτερικά, πιο υπόγεια, πιο επικίνδυνα


Στη συνεργασία με τη Μάρθα έπαιξε ρόλο η θητεία και των δυο σας στο θέατρο;
 Μέγιστο. Ήταν το κυρίαρχο. Έχουμε ίδιο κώδικα στη σκηνή κι αυτό είναι πολύ μεγάλη υπόθεση. Εξ’ ου και η χημεία, ενώ είμαστε τελείως διαφορετικές, στην σκηνή είμαστε σαν αδελφές ψυχές και αλληλοεπιδρούμε συμπληρωματικά η μια στην άλλη. Από τη άλλη θέλω να πω ότι αυτή η παράσταση δεν θα ήταν έτσι αν δεν είχαμε τον Τάκη Φαραζή και τον Παναγιώτη Τσεβά, στο πιάνο και το ακορντεόν. Να είναι δύο μουσικοί μόνο και την ώρα που τους ακούς να μη σου λείπει τίποτα και να νιώθεις ότι παίζει ολόκληρη μπάντα, αυτό είναι δικό τους έργο κι έγινε μετά από πάρα πολλές και επίπονες πρόβες, δεν έγινε εύκολα. Κάτι που εσείς το βλέπετε και φαίνεται απλό είναι πολύ δύσκολο και σύνθετο και θέλει πολλή προετοιμασία


Εκτός από το πάθος, πόσο μέτρο χρειάζεται μια παράσταση;
Πολύ. Συχνά το ξεπερνάμε…Το μέτρο είναι αυτό που θα κάνει το πάθος να γίνει τέχνη.


Και ίσως και πιο δυνατό;
Επίσης! Δηλαδή το μέτρο αντί να περιορίσει καμιά φορά ισχυροποιεί την αλήθεια. Στην παράσταση το ξεπερνάμε συχνά, αλλά το καλό είναι πως όταν το ξεπερνάμε το ξεπερνάμε μαζί με το κοινό, δεν γίνεται ερήμην του κοινού.


Υπάρχουν πραγματικά αυτές που λέμε «ξεχωριστές βραδιές»;
Υπάρχουν, και το καταλαβαίνεις από την αρχή. Όπως μια μέρα που έχει καύσωνα ή μια μέρα που κάνει κρύο. Το καταλαβαίνεις και σωματικά δηλαδή. Πώς μπαίνεις σε μια αίθουσα και είναι πέντε-έξι άνθρωποι μαζεμένοι, γνωστοί σου ή άγνωστοι και νιώθεις ζεστασιά ή θέλεις να φύγεις; Ακριβώς το ίδιο είναι κάθε βραδιά. Όταν είναι δύσκολη μέρα, πάει σιγά-σιγά και πρέπει να βάλεις πάρα πολλή ενέργεια, εκατό φορές περισσότερη από άλλες βραδιές.


Η έκθεση στο κοινό έχει ένα κόστος;
Αυτή η έκθεση  είναι μια εκ βαθέων εξομολόγηση και από την πλευρά μου τουλάχιστον είναι μια διάθεση αυτοσαρκασμού. Να πάμε λίγο πέρα από αυτό για να μην πάρουμε και πολύ στα σοβαρά τον εαυτό μας. Δεν ξέρω αν έχει κόστος, νομίζω μόνο λύτρωση είναι


Τι είναι αυτό που χαίρεστε πιο πολύ όσο περνάει ο καιρός, όσο μεγαλώνετε;
Τη σιωπή. Μικρή δεν το είχα με τίποτα. Αεικίνητη, φλύαρη, μπούρου-μπούρου, με κόσμο συνεχώς. Τώρα απολαμβάνω την ησυχία, τη γαλήνη.


Με το τραγούδι έχει σχέση αυτό;
Βέβαια, γιατί η μουσική έχει παύσεις. Δεν θα υπήρχε μουσική αν δεν υπήρχαν παύσεις


Από την πρώτη σας φωνή στην τωρινή τι έχει αλλάξει;
Τώρα μ’ αρέσει καλύτερα. Πολύ καλύτερα. Ακούω ηχογραφήσεις μου παλιές και δεν τις αντέχω. Α, πα πα,  χάλια…Υπερβολή βέβαια, αλλά έτσι νιώθω


Είναι θεραπευτικό το τραγούδι;
Απόλυτα. Θεραπεύει την ανημπόρια μας. Προσωρινά βέβαια…


info
Τάνια Τσανακλίδου, Μάρθα Φριτζήλα
Αποθήκη του Μύλου, Τ: 2310 551 836
Δευτέρα και Τρίτη, από 12 Οκτωβρίου για τέσσερις εβδομάδες
Ώρα έναρξης: 9.30 ακριβώς, εισόδος: €20 με ποτό

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε