Συνέντευξη του Βασίλη Τσαμπρόπουλου

Συνέντευξη του Βασίλη Τσαμπρόπουλου

Βασίλης Τσαμπρόπουλος. Ο διακεκριμένος πιανίστας και συνθέτης επιστρέφει στην Ελλάδα, για να παρουσιάσει στο Λόφο της Σάνης την τελευταία δισκογραφική του δουλειά «The promise» για λογαριασμό της εταιρείας ECM, σε ένα κοινό που δείχνει ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για διευρυμένες προσεγγίσεις της τζαζ και κλασικής μουσικής. Επιμέλεια : Δανάη Σοφία Βαρδαλή.


Σας πετυχαίνουμε σε στάδιο προετοιμασίας για τις συναυλίες σας; 
Αυτήν την εποχή βρίσκομαι στη μέση μιας μεγάλης περιοδείας, που έχει ξεκινήσει από το Μάρτιο και ολοκληρώνεται στο τέλος του χρόνου. Η περιοδεία ξεκίνησε λίγο πριν την κυκλοφορία του καινούργιου μου δίσκου για πιάνο σόλο, που λέγεται «The promise» και ήδη έχω κάνει συναυλίες στη Γερμανία, στην Ιταλία, στη Βουλγαρία, στην Αγγλία και τώρα έχω κάποιες εμφανίσεις στην Ελλάδα, στο Φεστιβάλ Υμηττού, θα ανέβω στο Sani Festival, μετά στον Πειραιά, αργότερα πηγαίνω πάλι στην Ιταλία και μετά έχω μια περιοδεία σε όλες τις μεγάλες ολλανδικές πόλεις και στο Βέλγιο. Περίπου το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο ολοκληρώνεται αυτή η περιοδεία για το άλμπουμ.


Το πρόγραμμα της συναυλίας σας στη Σάνη θα περιλαμβάνει αποκλειστικά κομμάτια από το «The promise»; Θα είστε μόνος σας επί σκηνής ή θα σας συνοδεύει κάποιο σχήμα;
Θα κάνω μια μικρή αναφορά σε όλη μου τη δισκογραφία -να σας θυμίσω ότι με την ECM έχω έξι δίσκους σε σύνολο οκτώ διεθνών μου δίσκων που κυκλοφορούν σε Ευρώπη και Αμερική- θα κάνω, μπορώ να πω, μια αναφορά από τις πρώτες μου ηχογραφήσεις, με κύριο άξονα τις τελευταίες ηχογραφήσεις και κομμάτια από τον καινούργιο δίσκο, αλλά θα κάνω και μια γενική αναφορά σε παλιότερες δουλειές και σε μελλοντικές. Θα είναι δηλαδή ένα στίγμα της γενικότερης της δουλειάς μου με αφορμή την καινούργια κυκλοφορία. Το συγκεκριμένο project είναι πιάνο σόλο και ξέρετε, είναι από τα πιο απαιτητικά και δύσκολα πράγματα που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας μουσικός, γιατί είσαι πολύ εκτεθειμένος και μόνος σου και πρέπει, με απλά λόγια να το πω, να κάνεις τα πάντα χωρίς να υπάρχει κάποια συνοδεία. Και είναι κάτι πολύ δύσκολο και πολύ λίγοι εκτελεστές στη μουσική το κάνουν διεθνώς αυτό το πράγμα. Όλες οι κυκλοφορίες σόλο οργάνων και της τζαζ και της σύγχρονης μουσικής, της world, της etnhic είναι πολύ απαιτητικές και είναι προφανείς οι λόγοι.


Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με το πιάνο και στη συνέχεια πώς εξελιχθήκατε από δεξιοτέχνης σε συνθέτης;
Ξεκίνησα να παίζω πιάνο επτά ετών. Από πολύ γρήγορα προχωρούσα και έδειξα ότι είχα κάποια κλίση στη μουσική. Δέκα ετών κέρδισα το πρώτο βραβείο σε ένα διαγωνισμό της UNESCO, που ήταν για παιδιά έως δεκαέξι ετών, στα δεκαπέντε μου πήρα το δίπλωμά μου από την Ελλάδα, πήρα υποτροφία από το Ωνάσειο Ίδρυμα και βρέθηκα στην Αμερική στην ακαδημία Julliard, που είναι η μεγαλύτερη ακαδημία για κλασική μουσική και πιάνο. Από εκεί και πέρα ήρθαν κάποιες διακρίσεις σε διαγωνισμούς, συμμετοχές σε μεγάλες ορχήστρες, τη φιλαρμονική της Νέας Υόρκης, του Λονδίνου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στους Μεγάλους Ερμηνευτές, στο Παρίσι, με μαέστρους όπως ο Βλαδίμηρος Ασκενάζι, και έτσι είχα μια πολύ μεγάλη προώθηση και καριέρα στην κλασική μουσική. Ταυτόχρονα όμως, είχα μεγάλη αγάπη στον αυτοσχεδιασμό και τη σύνθεση και έτσι, μετά από μια μεγάλη συναυλία που είχα δώσει στην Αμερική, ήταν στο ακροατήριο ο Τσικ Κορία και είπε ότι του άρεσε το παίξιμό μου και πρέπει να το προσέξω αυτό το πράγμα και να το εξελίξω. Αυτό ήταν το πρώτο μεγάλο ταρακούνημα και έτσι ταυτόχρονα με την κλασική μου πορεία, είχα ξεκινήσει να κάνω παράλληλα και πιο σύγχρονα πράγματα, μέσα από το χώρο της τζαζ και της πιο ελεύθερης μουσικής -γιατί τζαζ είναι πολύ μεγάλος και σχετικός όρος. Και έτσι σιγά σιγά έφτασε η μουσική μου και στα χέρια εταιρειών και αρκετοί έδειξαν ενδιαφέρον για μένα και έτσι πολύ ξαφνικά θα έλεγα, από το 2000 μέχρι σήμερα, έχει ξεπεταχτεί πολύ η δουλειά μου και αυτό που κάνω. Μπορώ να πω ότι πάω πάρα πολύ καλά και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, οι πωλήσεις των δίσκων μου πάνε καλά στο κοινό του εξωτερικού. Μην ξεχνάμε πως η Ελλάδα είναι ένας χώρος που το κοινό της μουσικής που δεν συμπεριλαμβάνει και τραγούδι, είναι ακόμη μικρό, αλλά αυτό αλλάζει σιγά σιγά. Δηλαδή, τώρα στην τελευταία μου συναυλία στον Υμηττό πριν λίγες μέρες, ήταν μια εξαιρετική συναυλία, με πάρα πολύ κόσμο, το κοινό αντέδρασε πολύ ωραία, ήταν πολύ επιτυχημένη. Και βλέπω πως στην Ελλάδα υπάρχουν νέες γενιές που αρχίζουν να αντιλαμβάνονται, να αξιολογούν και να υποστηρίζουν τέτοια πράγματα.


Αυτό το κοινό πώς νομίζετε ότι διαμορφώνετε και διευρύνεται; Μέσα από τα ωδεία και την παιδεία;
Δεν θα έλεγα μέσα από τα ωδεία. Καμιά φορά τα ωδεία καλλιεργούν παρωπίδες για άλλα είδη μουσική εκτός την κλασική μουσική. Νομίζω ότι έχει να κάνει με το ίδιο το κοινό, που έχει καταλάβει την άλλη πλευρά του νομίσματος, από κάποιους καλλιτέχνες από το εξωτερικό και από λίγους ανθρώπους στην Ελλάδα, που έχουν τολμήσει να φέρουν και κάποια άλλα είδη. Μπορώ να σας πω, και δεν το λέω με καμία έπαρση, ότι είμαι από τους ελάχιστους καλλιτέχνες που έχουν μια διεθνή καριέρα και απευθύνομαι σε ένα ευρωπαϊκό κοινό. Δεν είμαι ένας καλλιτέχνης που βγαίνει και παίζει στην ομογένεια, δεν είμαι ένας τραγουδιστής που πάει και παίζει σε ένα μαγαζί. Η μουσική μου βγαίνει σε ένα ξένο κοινό. Έτσι λοιπόν, ερχόμενος στην Ελλάδα, φέρνω και τη μουσική μου που θέλω να επικοινωνήσω με το κοινό. Και πια, νομίζω ότι οι νέες γενιές και ο κόσμος είναι πιο ευαισθητοποιημένοι, αφουγκράζονται και αυτό είναι πάρα πολύ καλό, γιατί υπάρχει κοινό, υπάρχουν άνθρωποι που ενδιαφέρονται για την οργανική μουσική, για άλλα είδη πέρα από αυτά που είναι διευρυμένα και αυτό είναι πάρα πολύ καλό, γιατί σε λίγα χρόνια έχουμε καταφέρει να δημιουργήσουμε έναν πολύ δυνατό πυρήνα νέου ακροατηρίου, φρέσκου ακροατηρίου.


Πόσο μακρύς είναι ο δρόμος για ένα νέο μουσικό, που ξεκινά από ένα ελληνικό ωδείο, να τύχει διεθνούς αναγνώρισης και να εξελίσσει διαρκώς αυτό που κάνει; 
Είναι πάρα πολύ δύσκολο, να λέμε την αλήθεια. Αν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος προσπαθεί να κάνει διεθνή καριέρα, είναι πάρα πολύ δύσκολο, γιατί είναι μια συνάρτηση πολλών παραγόντων. Αφενός ταλέντου, σκληρής δουλειάς και επιτρέψτε να πω και DNA, φτιαξίματος δηλαδή. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι προικισμένοι, αλλά δεν έχουν αντοχή ή δεν έχουν την υποδομή του χαρακτήρα να κυνηγήσουν κάτι ή να το αντέξουν, γιατί η μουσική είναι μαραθώνιος, δεν είναι αγώνας δρόμου. Έτσι για τα νέα παιδιά είναι πολύ δύσκολο, θέλει πάρα πολλή επιμονή. Για να ανοίξει επαγγελματικά ο δρόμος για ένα νέο καλλιτέχνη, πρέπει να βγει στο εξωτερικό. Βέβαια, μπορεί να κάνει πολύ καλά πράγματα και στην Ελλάδα, αλλά θα είναι κάπως περιορισμένα, γιατί ας μην ξεχνάμε ότι και η δισκογραφία και οι συναυλιακοί χώροι αλλά και η φυσική ύπαρξη πρέπει να στηρίζονται και σε άλλα κράτη και όχι μόνο στην Ελλάδα.


Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συνθέτες και πώς αυτή αλληλεπιδρά η κλασική σας παιδεία με την τζαζ και άλλα μουσικά είδη;
Ό,τι κάνω προσπαθώ να είναι κάτι που πηγάζει εκ των έσω. Είμαι οπαδός του ότι θα μιλήσω αρκεί να έχω κάτι να πω, δεν μου αρέσει η πολυλογία χωρίς λόγο. Και είναι κάτι που έχω πει κι άλλες φορές, και μια ερμηνεία μιας σονάτας Μπετόβεν, μιας σονάτας Μότσαρτ, μπορεί να είναι πάρα πολύ βαρετή. Δεν είναι άλλοθι ο συνθέτης ή η μουσική που παίζουμε. Ο τρόπος μετράει. Μπορεί δηλαδή, ένα απλό κομμάτι να είναι πιο ενδιαφέρον από μια κακή εκτέλεση Μπετόβεν. Όμως ένας καλά παιγμένος Μπετόβεν, μπορεί να είναι και ο παράδεισος. Θέλω να πω ότι ο τρόπος και η προσέγγιση μετράει, ο τρόπος που κάνουμε κάτι και όχι το τι κάνουμε. Γιατί ξέρετε, πολλοί καλλιτέχνες βρίσκουν ένα άλλοθι και κρύβονται πίσω από αυτό που κάνουν, και στην ουσία δεν το κάνουν καλά, απλώς προσπαθούν να πάρουν αξία από το αντικείμενο και όχι από τον τρόπο. Εγώ λατρεύω κλασικούς συνθέτες, μ’ αρέσει ο Μπετόβεν, μ’ αρέσει ο Μπαχ, μ’ αρέσει ο Ραχμάνινοφ και παί

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε