Θα πάρουν μπρος τα βιομηχανικά κουφάρια της Θεσσαλονίκης;

Το ζήτημα των βιομηχανικών κτηρίων είναι από τα βασικότερα προαπαιτούμενα για την αναμόρφωση της εικόνας της ευρύτερης Θεσσαλονίκης. Η συρρίκνωση των οικονομικών δραστηριοτήτων, οδήγησε στην αυξανόμενη εγκατάλειψη βιομηχανικών κτηρίων υποβαθμίζοντας περαιτέρω το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών, την οικονομία και την εικόνα της πόλης, αποτελώντας ίσως την χαρακτηριστικότερη έκφανση της κρίσης.

Στο πλαίσιο μίας αναλυτικής χαρτογράφησης του θέματος, το cityportal.gr  έθεσε σχετικά ερωτήματα στην κ. Σοφία Η. Γκουβούση, Δρ. αρχιτέκτονα μηχανικό ΑΠΘ με μεταπτυχιακές σπουδές στην Προστασία, Συντήρηση και Αποκατάσταση Αρχιτεκτονικών Μνημείων και στον κ. Σπύρο Β. Ταβλίκο, αρχιτέκτονα μηχανικό ΑΠΘ με μεταπτυχιακές σπουδές στη Διοίκηση και Διαχείριση Τεχνικών Έργων. Οι δύο επιστήμονες, συγγραφείς του έργου, «Οι καπναποθήκες της Θεσσαλονίκης -Η αρχιτεκτονική κληρονομιά του καπνού στον 20ό αιώνα», απαντούν σε καίρια ερωτήματα σχετικά με την αναγκαιότητα της επανάχρησης των βιομηχανικών κτηρίων, τον ρόλο τους στην εξέλιξη της πόλης και τις προτεινόμενες δράσεις προς αυτήν την κατεύθυνση.

Η επανάχρηση βιομηχανικών κτηρίων στο εξωτερικό αποτελεί συχνό φαινόμενο και μέρος της στρατηγικής μετασχηματισμού των πόλεων. Γιατί αργεί στη Θεσσαλονίκη κατά τη γνώμη σας;

Η βιομηχανία στην πόλη της Θεσσαλονίκης των 23 αιώνων αποτελεί μια δραστηριότητα των τελευταίων περίπου 130 χρόνων. Τα μεγάλα έργα στα τέλη του 19ου αιώνα (σιδηροδρομικές γραμμές, εγκαταστάσεις φωταερίου, λειτουργία τροχιοδρόμων και παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, εκσυγχρονισμένο δίκτυο ύδρευσης, λιμενικά έργα) αποτέλεσαν το πέρασμα από την εποχή του εμπορίου και της βιοτεχνίας στη βιομηχανική εποχή. Μέχρι και το 1912 η Θεσσαλονίκη προικίζεται με 33 μεγάλες βιομηχανικές μονάδες (ατμόμυλος και κεραμοποιείο Αλλατίνι, Ζυθοποιείο Όλυμπος, νηματουργεία Σαία και Μισραχή – Τόρρες), τις μελέτες των οποίων υπογράφουν συχνά γνωστοί μηχανικοί, ενώ η περίοδος μετά το 1912, ιδιαίτερα δε μετά το 1922 και καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου, θα αναδείξει τη Θεσσαλονίκη σε βιομηχανικό κέντρο της Βόρειας Ελλάδας. Βιομηχανίες που προϋπήρχαν επεκτείνονται και νέες ιδρύονται κατά κύριο λόγο στους τομείς της κλωστοϋφαντουργίας και της επεξεργασίας καπνών.

Σήμερα όλα τα εναπομείναντα στοιχεία, τόσο τα κτήρια που στέγασαν τη βιομηχανική δραστηριότητα όσο και τα μηχανήματα που λειτούργησαν εντός τους, έχουν ιστορική, τεχνολογική, αρχιτεκτονική και επιστημονική αξία και αποτελούν τη βιομηχανική κληρονομιά της πόλης μας, η διάσωση της οποίας συμβάλλει ουσιαστικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της Θεσσαλονίκης. Παρόλα αυτά σημαντικός αριθμός αξιόλογων ανενεργών βιομηχανικών κτηρίων της Θεσσαλονίκης (και της Ελλάδας γενικότερα) βρίσκεται σε διαρκή κίνδυνο πλήρους απαξίωσης και εγκατάλειψης εξαιτίας των εξής σημαντικών παραγόντων.

Α.    Έλλειψη συστηματικής καταγραφής των βιομηχανικών κτηρίων και συγκροτημάτων με αντικείμενο την επανεκτίμησή τους και σκοπό τη σύνταξη σωστών και ολοκληρωμένων μελετών, οι οποίες να προτείνουν χρήσεις που να συμπληρώνουν τις ανάγκες της πόλης και να δύναται να απολαύσουν οι κάτοικοί της.

Β.    Αδυναμία των ιδιοκτητών των βιομηχανικών κτηρίων να συντηρήσουν την περιουσία τους (έλλειψη χρηματοδοτήσεων και μοντέλων ενίσχυσης δράσεων με αναπτυξιακό προσανατολισμό). Προφανώς η γενικότερη οικονομική κρίση που μαστίζει την Ελλάδα αποτρέπει την ιδιωτική πρωτοβουλία, καθώς το οικονομικό ρίσκο που συνοδεύει τις νέες επενδύσεις είναι ιδιαίτερα αυξημένο.

Γ.    Συναρμοδιότητα πολλών διαφορετικών φορέων (ΥΠΠΟΑ, ΥΠΕΝ, Υπηρεσίες Δόμησης και Συμβούλια Αρχιτεκτονικής), με συχνά αντικρουόμενες διατάξεις και αρμοδιότητες, καθώς και αγκυλώσεις της γραφειοκρατίας και του θεσμικού πλαισίου.

Προκύπτει, λοιπόν, το επείγον αίτημα για τη σύσταση μιας επιστημονικά εξειδικευμένης μελετητικής ομάδας, η οποία σε συνεργασία με τις Δημοτικές αρχές να έχει ως στόχο τη συνεχή μέριμνα και καταγραφή, τη δημιουργία κινήτρων (συνεργασία ιδιωτικού και δημόσιου τομέα) με σκοπό την αναβίωση των βιομηχανικών κτηρίων, καθώς οι σημερινές πρακτικές οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην εγκατάλειψη και την υποβάθμιση.

Τα βιομηχανικά κτήρια της πόλης είναι ελκυστικά για εναλλακτικές χρήσεις; Για παράδειγμα, το Μουσείο που στεγάζεται στο παλιό Εργοστάσιο Πλινθοκεραμοποιίας Νικολάου & Σπυρίδωνος Τσαλαπάτα, στον Βόλο, παρουσιάζει την καθημερινή ζωή στο εργοστάσιο, καθώς και όλα τα στάδια της παραγωγής διαφορετικών τύπων τούβλων και κεραμιδιών, με στόχο να αναδείξει την ιστορική ταυτότητα της πόλης  και να συμβάλει στη διάσωση και την προβολή της βιομηχανικής κληρονομιάς της. Yπάρχουν αντίστοιχα πρότζεκτ για τη Θεσσαλονίκη;

Η αποκατάσταση, αξιοποίηση – αναβίωση και επανένταξη στη ζωή των πόλεων ανενεργών βιομηχανικών κτηρίων και συγκροτημάτων, αποτελεί συνήθη πρακτική των τελευταίων ετών, η οποία συμβάλλει στην απόδοση εξαιρετικών χώρων ζωής σε πολλές πόλεις της Ελλάδας. Όπως στον Βόλο το Μουσείο που στεγάζεται στο παλιό Εργοστάσιο Πλινθοκεραμοποιίας Νικολάου & Σπυρίδωνος Τσαλαπάτα, αλλά και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας σε πρώην βιομηχανικές εγκαταστάσεις, στην Αθήνα το Πολιτιστικό Ίδρυμα του Ομίλου Πειραιώς, στο Ναύπλιο το Φουγάρο, χώρος πολιτισμού και τέχνης, που στεγάζεται στις εγκαταστάσεις της Γεωργικής Βιομηχανίας Κονσερβών «Ανθός Ναυπλίου», κ.α.

Στη Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του ’90 έχουμε τη μετατροπή του Μύλου Χατζηγιαννάκη σε χώρο πολλαπλών εκδηλώσεων πολιτισμού και αναψυχής, ένα πρωτοποριακό εγχείρημα αποκατάστασης και επανάχρησης (το 1993 η εταιρεία διαχείρισης του Μύλου «ΜΥΛΟΣ Α.Ε.» βραβεύτηκε με τιμητικό δίπλωμα από τη EUROPA NOSTRA για την αποκατάσταση του συγκροτήματος) για τα ελληνικά δεδομένα εκείνης της εποχής που έτυχε όχι μόνο ελληνικής, αλλά και διεθνούς αναγνώρισης. Δυστυχώς, στις μέρες μας βρίσκεται και πάλι σε φάση παρακμής. 

Επίσης η Μακεδονική Μεταξοϋφαντουργία ΗΛΙΟΣ Κ.Σ. Κωνσταντινίδη» στη Νεάπολη, σήμερα στεγάζει το 7ο Δημοτικό σχολείο Νεάπολης και χώρο πολιτισμού του Δήμου.

Τα παλαιά Σφαγεία Θεσσαλονίκης, τα οποία λειτούργησαν μέχρι το 1988, μετατράπηκαν σε πολυχώρο πολιτισμού που ανήκει στον Δήμο Θεσσαλονίκης.

Το 2000 το Κεντρικό Αντλιοστάσιο του άλλοτε Οργανισμού Υδρεύσεως Θεσσαλονίκης (σήμερα ΕΥΑΘ ΑΕ), στεγάζει το Μουσείο Ύδρευσης.

Αξίζει να αναφερθεί και το παράδειγμα της Πλατείας Odeon που στεγάστηκε στο συγκρότημα καπναποθηκών της «Αυστροελληνικής Εταιρείας Καπνών ΑΕ» επί των οδών Τσιμισκή & Βασ. Ηρακλείου, στην καρδιά του εµπορικού κέντρου, σε µικρή απόσταση από την πλατεία Αριστοτέλους. Είχε είσοδο τόσο από την οδό Τσιµισκή 43 όσο και από τη Βασ. Ηρακλείου 38, ενώ το αίθριο στο εσωτερικό της εξυπηρετούσε ανάγκες φωτισµού και εξαερισµού.

Τα παραπάνω πρότζεκτ μαρτυρούν κάποια κινητικότητα στον τομέα της αποκατάστασης των βιομηχανικών κτηρίων – συγκροτημάτων της πόλης μας. Παρόλα αυτά, υπάρχουν σημαντικά κατάλοιπα της βιομηχανικής μας κληρονομιάς με τον περιβάλλοντα χώρο τους, τα οποία παραμένουν ανενεργά εδώ και πολλές δεκαετίες με αποτέλεσμα όχι μόνο να κινδυνεύουν από την απαξίωση, αλλά να συμβάλλουν ενεργά στην υποβάθμιση των περιοχών που τα περιβάλλουν. Τέτοια είναι ο ατμόμυλος και το κεραμοποιείο Αλλατίνι, η ζυθοποιεία Φιξ, το εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας ΥΦΑΝΕΤ, η παλαιά αποθήκη των τραμ στην περιοχή Ντεπώ, κ.α. Επίσης υπάρχουν και πολλά συγκροτήματα και κτήρια καπναποθηκών τόσο στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης όσο και στα δυτικά προάστια (Τερψιθέα, Εύοσμος, Νεάπολη, κλπ), των οποίων ο σχεδιασμός δύναται να φιλοξενήσει αρκετές χρήσεις χωρίς σημαντικές παρεμβάσεις!

Στα σφαγεία του 1900 πρόσφατα στεγάστηκε το Διεθνές Κέντρο Ψηφιακού Μετασχηματισμού και Ψηφιακών Δεξιοτήτων της cisco. H σχολή καλών τεχνών στη Θέρμη εκπέμπει sos, με κτίρια κυριολεκτικά  υπό κατάρρευση. Στην Αθήνα, στο εγκαταλελειμμένο ακίνητο της ΧΡΩΠΕΙ, προχωρά η δημιουργία Πολιτείας Καινοτομίας. Αντίθετα στη Θεσσαλονίκη, προχωρούμε στη δημιουργία νέας θερμοκοιτίδας επενδύσεων ανατολικά. Είναι κατά τη γνώμη σας σωστό να κατασκευάζονται νέα κτίρια για προσέλκυση επενδύσεων ή είναι προτιμότερο και προς το συμφέρον της πόλης να αξιοποιηθούν τα παλιά;

Σίγουρα αν εξετάσει κανείς το θέμα από τη σκοπιά του πολιτισμού και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς η απάντηση είναι μονόδρομος.

Η αξιοποίηση των παλαιών κτηρίων, εκτός της διατήρησης των κτηριακών κελυφών με ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, συμβάλλει ουσιαστικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της πόλης, αφού τα κτήρια – κτηριακά συγκροτήματα αποτελούν τμήματα οικιστικών συνόλων με σημαντικό πολεοδομικό ενδιαφέρον. Επίσης η διατήρησή τους ενισχύει την πολιτιστική συνέχεια με σεβασμό – εκτίμηση στο παρελθόν και την ιστορική μνήμη των κατοίκων. Η αναβίωση των παλαιών κτηρίων συμβάλλει στην αποφυγή του διαρκούς μετασχηματισμού του αστικού τοπίου και επιτρέπει στους πολίτες – χρήστες των κτηρίων να διατηρούν τα σημεία αναφοράς τους και να αναγνωρίζουν τη φυσιογνωμία της πόλης.

Παρόλα αυτά, η επιλογή της καταλληλότερης λύσης για κάθε περίπτωση αξιοποίησης – επανάχρησης παλαιών κτηρίων – κτηριακών συγκροτημάτων δεν είναι εύκολη περίπτωση και οφείλει να γίνεται έπειτα από εκτεταμένη έρευνα και μελέτη των οικονομικοτεχνικών στοιχείων. Και αυτό διότι εκτός από ζητήματα και επιλογές αστικής μορφολογίας και ποιότητας ζωής που εμπεριέχονται, πολύ συχνά η δυνατότητα παρέμβασης στα εγκαταλελειμμένα κτίρια μιας πόλης συνδέεται με πολύπλοκα νομικά, ιδιοκτησιακά και θεσμικά ζητήματα. Επίσης, οποιαδήποτε προσπάθεια για αξιοποίηση και επανάχρηση εγκαταλελειμμένων κτιρίων αποτελεί μια ιδιαίτερα δαπανηρή επένδυση, η σκοπιμότητα και η βιωσιμότητα της οποίας υπαγορεύεται συχνά από τους κανόνες και τη λειτουργία της αγοράς ακινήτων και δευτερευόντως από τις κοινωνικές αξίες.

Παρατηρώντας ωστόσο την πρακτική που αναπτύσσεται στις ευρωπαϊκές πόλεις, η αξιοποίηση των διαθέσιμων κελυφών δημιουργεί πάντα ευκαιρίες και προοπτικές για την ανάπτυξη δυναμικών δράσεων και επεμβάσεων εντός του ασφυκτικού ιστού των πόλεων. Βεβαίως, για την αποτελεσματικότερη επιτυχία των παρεμβάσεων, οι δράσεις αυτές κρίνεται σκόπιμο να συνοδεύονται με πλήρεις οικονομικοτεχνικές μελέτες που να εξασφαλίζουν χρηματοδοτήσεις, να εντάσσονται στα πλαίσια ενός ευρύτερου στρατηγικού σχεδιασμού και ανάπτυξης των πόλεων και να μην αποτελούν σημειακές παρεμβάσεις εστιάζοντας μόνο στα υπό μελέτη κτηριακά αποθέματα.

Το πρόγραμμα ”Διατηρώ” μπήκε στο ψυγείο. Τι έχετε να πείτε γι’ αυτό;

Αν και αρχικά το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) είχε συμπεριλάβει το πρόγραμμα «Διατηρώ», (το οποίο αφορά την αποκατάσταση κτηρίων χαρακτηρισμένων ως διατηρητέων, καθώς και μη διατηρητέων που βρίσκονται σε ιστορικές συνοικίες ή παραδοσιακούς οικισμούς), στα προτεινόμενα έργα αρμοδιότητάς του προς χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης, στο τέλος η ένταξή του στους πόρους του δεν προχώρησε. Τώρα εξετάζεται η δυνατότητα τα κονδύλια (ο προϋπολογισμός είχε ανακοινωθεί στα 200 εκατ. ευρώ) του προγράμματος να προέλθουν μέσω ΕΣΠΑ.

Η βασική διαφορά που εντοπίζεται σύμφωνα με την κα Μαΐστρου, ομότιμη καθηγήτρια του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, είναι ότι αν το πρόγραμμα ήταν στην αρμοδιότητα του Ταμείου Ανάκαμψης θα υπήρχε η δυνατότητα τα χρήματα που δίνονταν να χρησιμοποιούνται για το συνολικό κέλυφος του κτηρίου, ενώ στην περίπτωση ένταξης του προγράμματος στο ΕΣΠΑ (κάτι που δεν είναι ακόμη σίγουρο) τα χρήματα δύναται να χρησιμοποιούνται μόνο για το εξωτερικό κέλυφος του κτηρίου και τη στέγαση, αλλά όχι για το εσωτερικό του.

Σύμφωνα με δηλώσεις της κας Μαΐστρου «τα περισσότερα χρήματα σήμερα τα έχουν οι Περιφέρειες» και πρέπει να διερευνηθεί η οδός της ένταξης της ανάπλασης αυτών των κτηρίων της Θεσσαλονίκης σε προγράμματα της Περιφέρειας». Ποια η γνώμη σας;

Συμφωνούμε απόλυτα με τη δήλωση της κας Μαΐστρου και είναι βέβαιο ότι η Περιφέρεια συγκεντρώνει και διαχειρίζεται κονδύλια. Μάλιστα πιστεύουμε ότι όπου υπάρχουν χρήματα υπάρχει και ο τρόπος και αν δεν υπάρχει, σίγουρα μπορεί να βρεθεί με τις κατάλληλες ενέργειες και συνεργασίες (ΥΠΠΟΑ, Πανεπιστήμια, ιδιώτες επιχειρηματίες, κλπ)!

Ο ρόλος της κάθε Περιφέρειας είναι να συντονίζει έργα ανάπτυξης στα πλαίσια των χωρικών της αρμοδιοτήτων, οπότε σε θέματα που συνδυάζουν και πολιτιστικό ενδιαφέρον σίγουρα οφείλει να ηγείται των προσπαθειών. Υπάρχουν πολλά ευρωπαϊκά προγράμματα στα οποία μπορεί να συμπεριλάβει η Περιφέρεια την επανάχρηση ιστορικών και διατηρητέων κτιρίων ή και ευρύτερων περιοχών γενικότερα. Το παράδειγμα στα Λαδάδικα Θεσσαλονίκης, αποτελεί ένα δείγμα, μια χαρακτηριστική περίπτωση του παρελθόντος προς την κατεύθυνση που εξετάζουμε. Θα πρέπει βέβαια να εξασφαλιστεί η ύπαρξη πολιτικής βούλησης, η συνεννόηση μεταξύ Περιφέρειας και Δήμων, η ιδιωτική πρωτοβουλία να είναι καλοδεχούμενη και πολλή δουλειά από τα αρμόδια τμήματα προς την επίτευξη του επιθυμητού στόχου!!

Σύντομα βιογραφικά σημειώματα

Η Σοφία Η. Γκουβούση είναι Δρ αρχιτέκτονας μηχανικός ΑΠΘ με μεταπτυχιακές σπουδές στην Προστασία, Συντήρηση και Αποκατάσταση Αρχιτεκτονικών Μνημείων. Εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα έως το 2007, συμμετέχοντας παράλληλα σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και ερευνητικά προγράμματα του ΑΠΘ, και στο δημόσιο τομέα (ΟΕΚ, ΟΑΕΔ) έως το 2017. Σήμερα δραστηριοποιείται ως ελεύθερη επαγγελματίας με έδρα τη Θεσσαλονίκη.

Η Σοφία Η. Γκουβούση

Ο Σπυρίδων Β. Ταβλίκος είναι αρχιτέκτονας μηχανικός ΑΠΘ με μεταπτυχιακές σπουδές στη Διοίκηση και Διαχείριση Τεχνικών Έργων. Είναι πιστοποιημένος ενεργειακός επιθεωρητής Γ’ τάξης και γραμμένος στο Μητρώο Εμπειρίας Κατασκευαστών για τις κατηγορίες έργων Οικοδομικών και Πρασίνου. Εργάστηκε ως υπάλληλος στον ιδιωτικό τομέα έως το 2004, ενώ έκτοτε ασκεί το ελεύθερο επάγγελμα με έδρα την γενέτειρά του Θεσσαλονίκη.

Ο Σπυρίδων Β. Ταβλίκος

Διαβάστε επίσης

Eκατοντάδες τα βιομηχανικά κουφάρια σε Σίνδο και Καλοχώρι

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε