Τραγούδια όπως τα άκουσαν οι χωρικοί των πόλεων: Το τραγούδι της ταβέρνας

Υπάρχουν κάτι πίνακες ζωγραφικής

…που απεικονίζουν ανθρώπους να διασκεδάζουν πίνοντας κρασί σε καπηλειά  και σε παλιά πανδοχεία. Στο σκηνικό βλέπεις μεγάλα τραπέζια με αραδιασμένα απάνω φαγητά, με γεμάτες καράφες κρασί και ποτήρια και κύπελλα που αδειάζουν κι άλλα που μοιάζουν να είναι ξέχειλα.  Παρέες  ανθρώπων κάθονται  γύρω από τα τραπέζια και οι παραγγελίες έρχονται σε δίσκους που κρατούν δυνατά χέρια, ψηλά, πάνω από  τα κεφάλια των θαμώνων. Και σε κάποιους πίνακες υπάρχουν μουσικοί και άνθρωποι που χορεύουν.

Υπάρχουν κάτι νησιά

..που μετατοπίζονται ελαφρά απάνω στα νερά των ωκεανών και άλλα που ταξιδεύουν στο αρχιπέλαγος. Νησιά ακατοίκητα για αιώνες και άλλα που τα ανακάλυψαν θαλασσοπόροι, τυλιγμένα στο πούσι, στους ατμούς και στον καπνό από τα ηφαίστεια. Άλλα φάνταζαν σαν στρογγυλή σφραγίδα, άλλα σαν δακτυλικό αποτύπωμα, άλλα σαν αγκάθι, άλλα σαν πέτρες σκληρές που ξεμύτισαν από πηχτά ηφαιστειογενή νερά.

Υπάρχουν διηγήσεις

…που μιλούν για εξορίες και περιπλανήσεις, για εκτοπίσεις και περιπέτειες. Υπάρχουν κάτι πρόσωπα στα μυθιστορήματα περασμένων αιώνων που μοιάζουν αλλόκοτα. Τα ρούχα τους, τα λόγια τους, οι ιστορίες τους, οι συνθήκες της ζωής τους, τα μέρη που έζησαν, οι δρόμοι που περπάτησαν, δεν αντιστοιχούν στο σήμερα. Υπάρχουν χαρούμενες γιορτές και πανηγύρια στις αναμνήσεις μας. Υπάρχουν πρόσωπα και λόγια στις σκέψεις μας.  Υπάρχουν τραγούδια που αντηχούν στα αυτιά μας ζωηρά, στα βήματα  χορών που αποτυπώθηκαν στην μνήμη μας και σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Βήματα χορών που τα μάθαμε κοιτάζοντας αυτούς που χόρευαν πρώτοι στον κύκλο.

Σε κάποιες χώρες υπήρχαν κάτι παράξενοι χοροί

…που χορεύονταν για να γιάνει ο άρρωστος. Κανένα κορίτσι, καμιά γυναίκα. Στα σπίτια των ορεινών και ξεχασμένων χωριών, μαζεύονταν οι μουσικοί κι έπαιζαν  με τα όργανά τους κάτι μουσικές που σε ξεσήκωναν να χορέψεις και να στροβιλιστείς για ώρες, ώσπου να σωριαστείς ξερός. Μαζεύονταν στο σπίτι του άρρωστου προσώπου κι άρχιζαν να παίζουν οι μουσικοί και γύρω τους να συνωστίζονται συγγενείς και περίεργοι από τη γειτονιά αλλά κι από άλλες γειτονιές και από άλλα χωριά φερμένοι. Κόσμος μαζεύονταν. Στριμώχνονταν κι έσπρωχναν το πλήθος να μπουν στο εσωτερικό των φτωχικών σπιτιών να δουν την άρρωστη γυναίκα. Γιατί συνήθως οι γυναίκες αρρώσταιναν περισσότερο κι από ανεξήγητες πολλές φορές αιτίες. Αρρώσταιναν από καημούς κι αγάπες που δεν έβρισκαν ανταπόκριση. Αρρώσταιναν από προδοσίες κι από τιμωρίες, από διασπορά φημών, από το κακό μάτι. Και τότε άρχιζαν οι εξορκισμοί, οι αβασκανίες, τα ευχέλαια, οι παρακλήσεις,   οι λειτουργίες και ο ύπνος στις εκκλησίες, οι γονυκλισίες,  τα τάματα, οι δοκιμασίες. Όλοι πίστευαν σε θαύματα.

Έρχονταν πρακτικοί γιατροί και παπάδες, έρχονταν οι γέροι του χωριού και οι γριές με τα βοτάνια. Άρχιζαν οι προσευχές, οι καθαρμοί, οι ικεσίες. Άναβαν τις σόμπες, αν ήταν χειμώνας κι έκλειναν τις πόρτες.

Έτριβαν τον άρρωστο,  με πετρέλαιο και οινόπνευμα, με τσίπουρο και ρακές, του έβαζαν καταπλάσματα, του έδιναν να πιει ζωμό δυναμωτικό. Έβαζαν κομπρέσες στο μέτωπο, τον τύλιγαν με μάλλινα ρούχα και τον σκέπαζαν με βελέντζες και κάτι κουβέρτες του στρατού, που τις είχαν κρατημένες από παλιές εκστρατείες, τον φάσκιωναν  να ιδρώσει, να ανοίξει τα μάτια, να σηκωθεί να χορέψει. Να γιάνει.  Να  ανοίξει τα μάτια να δει γύρω του. Βεντούζες έβαζαν και ποτήρια για να προκαλέσουν αιμάτωση. Να γυρίσει το αίμα στα μάγουλα, να σταθεί ξανά στα πόδια του, να βρει την υγειά του ο άνθρωπος. Ο κόσμος στριμώχνονταν να μπει στα φτωχικά δωμάτια, στις χαμηλές κάμαρες, να δει από κοντά την κατάσταση. Φωνές ακούγονταν και μουρμουρητά. Άλλες φορές, άμα θυμιάτιζαν οι  γριές και το δωμάτιο το τύλιγαν ατμοί κι αναθυμιάσεις από λιβάνι και μόσχο, όπως τσιτσίριζε πάνω στα αναμμένα καρβουνάκια, το πλήθος θαρρείς και κρατούσε την ανάσα του. Κανένας δεν σάλευε. Απόλυτη σιωπή βασίλευε κι ακούγονταν μόνο κανένα θρόισμα, κανένα τρίξιμο από τα ξύλα στη σόμπα ή άμα ήταν καλοκαίρι, φθινόπωρο, άνοιξη, ακούγονταν κανένας αέρας που περνούσε έξω από τα κλειστά παράθυρα. Τέτοιες  ήταν οι συνθήκες μέσα στις οποίες πάλευαν  οι λαϊκοί άνθρωποι και προσπαθούσαν να λύσουν τα μυστήρια και τις ασθένειες του σώματος και της ψυχής. Έριχναν κρύο νερό στο κεφάλι, έκαναν εντριβές, διάβαζαν ευχές και παρακλήσεις, έκαναν δεήσεις κι αγιασμούς, έφερναν μουσικούς να παίξουν για  να ταρακουνηθεί η ψυχή να φύγει το κακό πνεύμα από μέσα της. Να γιάνει.

Από μακριά έρχονταν αυτοί οι μουσικοί

…κι όταν έφταναν, κατάκοποι έδειχναν. Μαυρισμένοι από τον ήλιο και αδύνατοι από την φτώχεια και τις δοκιμασίες. Κρατούσαν στα χέρια τα όργανα και καμιά βαλίτσα, άλλοι κρατούσαν κάτι μακριά παλτά και μερικοί κουβαλούσαν και κάτι μαύρες ομπρέλες. Πολλές  φορές, την ώρα  που έφταναν αυτοί τύχαινε να χτυπούν οι καμπάνες και όλοι καταλάβαιναν πως έφτασαν αργά κι ο άρρωστος δεν ζούσε πια. Τότε αντί για μουσικές ακούγονταν ένα ζωηρό μουρμουρητό από φωνές που διέδιδαν φήμες για τον άρρωστο, για τον τόπο και για άλλα πρόσωπα που είχαν εμπλακεί πιο πριν στο ζήτημα. Ακούγονταν θεωρίες και προσευχές, κραυγές και συμβουλές, τα πουλιά πετούσαν χαμηλά, σχεδόν πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων και μερικοί τα έδιωχναν με τα καπέλα και με κάτι ξεδιπλωμένα μαντήλια που έμοιαζαν με κουρέλια από τα πολλά πλυσίματα.

Έμοιαζαν να χαιρετούν με αλλόκοτα νεύματα τα πνεύματα των βουνών

…που έστεκαν από πάνω τους ασάλευτα αιώνες και αιώνες. Όταν  τα χωριά είχαν μοναχά δυο τρία σπίτια και μερικές στάνες ή αχυρώνες.  Τότε που ήταν στην αρχή της δημιουργίας τους. Χαιρετούσαν αυτοί, τινάζοντας τα μαντήλια στον ήλιο κι ύστερα όλοι στροβιλίζονταν  πηγαίνοντας μπρος πίσω, μέχρι να φανούν τα εξαπτέρυγα, τα λάβαρα και τα σύνεργα της λειτουργίας, θυμιατά, ευαγγέλια, εγκόλπια, πετραχήλια και άμφια, το άγιο δισκοπότηρο και οι ιερές εικόνες. Η λειτουργία γίνονταν στον ανοιχτό χώρο της πλατείας. Από τα στενά έβγαιναν όλοι ντυμένοι με τα σκούρα τους ρούχα, περπατώντας με τα κεφάλια σκυφτά κατά το συγκεντρωμένο πλήθος. Μύγες και μέλισσες βούιζαν και τζιτζίκια ακούγονταν. Βοριάδες φυσούσαν. Μαύρα πουλιά ακινητούσαν στον ουρανό και ύστερα έφευγαν μακριά ανοίγοντας τα φτερά τους και καμπάνες χτυπούσαν. Μετά από τις ετοιμασίες, το πλύσιμο του νεκρού σώματος και το ντύσιμο με καθαρά ρούχα, όλοι χαιρετούσαν τον νεκρό, ακουμπώντας απάνω στο μέτωπο το χέρι τους ή λίγα λουλούδια, κατιφέδες, χρυσάνθεμα, κανένα τριαντάφυλλο, κανένα ζουμπούλι. Μερικοί τον προσφωνούσαν με το όνομά του, άλλοι εκθείαζαν τις χάρες του, άλλοι έκλαιγαν κι άλλοι έσφιγγαν τα χέρια των συγγενών. Αγκαλιάζονταν  μερικοί, άλλοι  πρόσφεραν ρακή, άλλοι κουβαλούσαν καρέκλες, μερικοί κάπνιζαν αμίλητοι. Έτσι τους έβρισκε η νύχτα.

Άναβαν τις λάμπες,

…έστρωναν καταγής μουρμουρίζοντας χαμηλόφωνα και μερικοί πετάγονταν μέχρι τα σπίτια τους να ρίξουν ξύλα στη φωτιά να μη σβήσει να βρουν το πρωί λίγη ζεστούλα. Άλλοι, έφερναν καμιά κουβέρτα για κανέναν ηλικιωμένο ή κανένα μωρό και ξάπλωναν καταγής όπου έβρισκε ελεύθερο χώρο ο καθένας. Μερικοί  έφερναν  κανένα παξιμάδι, καμιά ελιά, λίγο κρασί και μερικοί κουβαλούσαν ψωμιά ζυμωμένα,  καρβέλια ολόκληρα, τυλιγμένα σε μεσάλια και υφαντές πετσέτες. Μερικοί σταυροκοπιούνταν, άλλοι έλεγαν τον καιρό, άλλοι ανακάτευαν προφητείες και περιστατικά και μερικοί χασκογελούσαν πού και πού και τους κοιτούσαν οι άλλοι περίεργα.

Έτσι περνούσαν την νύχτα.

Άμα χάραζε χτυπούσαν  όλες οι καμπάνες και  το πλήθος ξυπνούσε απότομα από την νυχτερινή δοκιμασία και την αγρυπνία του πλάι στο νεκρό σώμα. Αφού μάζευαν και τα τελευταία απομεινάρια της νύχτας, κουβέρτες, καρέκλες, ποτήρια, πανέρια και ό,τι άλλο είχε ο καθένας, όλοι πήγαιναν σπίτια τους. Πλένονταν με κρύο νερό, έπιναν καφέ, άλλαζαν τα ρούχα τους και σφάλιζαν τα σπίτια. Έκλειναν τα παράθυρα και κλείδωναν τις πόρτες. Πήγαιναν στην περιφορά του νεκρού. Τον περνούσαν από όλα τα σπίτια. Έξω από το δικό του στέκονταν περισσότερο. Όλοι κρατούσαν αναμμένα κεριά κι ακολουθούσαν την πομπή. Ψαλμωδίες ακούγονταν και θυμίαμα μύριζε στον αέρα. Τότε οι μουσικοί έβγαζαν τα όργανα από τις θήκες τους, κάτι παμπάλαια και μαυρισμένα  βιολιά, κάτι καλαμένιες φλογιέρες, το κλαρίνο, κανένα λαούτο κι άρχιζαν να παίζουν διάφορα πένθιμα εμβατήρια  και σκοπούς παλιούς. Μερικοί τραγουδούσαν κιόλας. Τα λόγια τα έπαιρναν πολλές φωνές κι ακούγονταν ανάμεσα από ψαλμωδίες και αέρηδες που φυσούσαν από τα βουνά και τα φαράγγια μέχρι τα χωριά με τα σφαλισμένα σπίτια, τους ζωντανούς, τους άρρωστους και τους νεκρούς κατοίκους τους. Αυτοί που δεν πήγαιναν στην περιφορά, τίποτα γριές ή λεχώνες με μωρά, μικρά παιδιά και κάποιοι άρρωστοι, έκλειναν τις κουρτίνες και δεν πλησίαζαν να δουν ούτε πίσω από αυτές. Μέχρι να περάσει η πομπή ησυχία βασίλευε και όλοι κρατούσαν την ανάσα τους. Τίποτα δεν ακούγονταν. Καμμιά φορά, άμα τύχαινε να είναι χειμώνας βαρύς, έσπαζε κανένα κρύσταλλο που κρέμονταν από τις σκεπές και τα κεραμίδια κι όλοι ταράζονταν. Τότε  ακούγονταν ένα μουρμουρητό από το πλήθος και τα βήματα συνέχιζαν την πορεία τους στο παγωμένο χιόνι που γλιστρούσε κι ήταν πολύ επικίνδυνο και για ανθρώπους και για τα ζώα.

Πολλοί περπατούσαν με γαλότσες

…κι άλλοι έβαζαν μάλλινες χοντρές κάλτσες, πλεγμένες στο χέρι με τέσσερεις βελόνες. Τις φορούσαν πάνω από τα παπούτσια για να μην γλιστρήσουν και πέσουν και σπάσουν χέρια και πόδια. Φορούσαν απάνω τους δέρματα από ζώα, πυκνά υφαμένα μάλλινα ρούχα, πατανίες, ρεντικότες και πατατούκες παλιές, σάλια πλεγμένα οι γυναίκες και κασκόλ και χοντρούς σκούφους, γούνινα καπέλα κατεβασμένα ως τα αυτιά, οι άντρες. Μάλλινα  ρούχα φορούσαν, μεσοφόρια, μάλλινες φανέλες και μαλλινοβάμβακα κεντημένα πουκάμισα. Έτσι αρματωμένοι κινούσαν να παλέψουν με τα χιόνια, το χαλάζι και τις βροχές στα βουνά,  με τους αέρηδες και τις τρικυμίες στο πέλαγος. Είχαν κάτι μεγάλα φτυάρια, να καθαρίζουν τους δρόμους. Με αυτά άνοιγαν δρόμο μέσα στο χιόνι και καθώς το φτυάριζαν, το πετούσαν από τις δυο μεριές κι υψώνονταν αυτό βουνό κι έμοιαζε σαν τούνελ, άμα περπατούσες ανάμεσα από το στοιβαγμένο στις δυο πλευρές χιόνι. Οι φωνές θαρρείς και χάνονταν. Τις  κατάπινε το τοπίο, τις απορροφούσε η ατμόσφαιρα. Γαλήνη βασίλευε. Τα βήματα ακούγονταν και κανένας μακρινός αντίλαλος από τις φωνές και τα ζώα που περνούσαν φορτωμένα ξύλα για τις ξυλόσομπες.

 Από τα βουνά κατέβαιναν τα μουλάρια με φορτώματα ξύλα,

…από οξιές, βαλανιδιές, καστανιές, έλατα και αρκουδοπόρναρα. Αυτά, τα στόλιζαν τα Χριστούγεννα. Όμορφα ήταν με τα πράσινα αγκαθωτά φύλλα και τα κόκκινα σαν μπαλίτσες ανθάκια τους. Έκοβαν ένα τέτοιο κλαδί, το έφερναν στα σπίτια, το έβαζαν μέσα σε έναν γκαζοτενεκέ από τυρί κι ανάμεσα έβαζαν ξύλα κομμένα για να στερεωθεί η βάση. Ύστερα τύλιγαν τον γκαζοτενεκέ με κάτι μπλε κόλλες, σαν  αυτές που έκλειναν τα παράθυρα στον πόλεμο. Στα κλαδιά κρεμούσαν καρύδια, μανταρίνια, πορτοκάλια,  κάστανα, τυλιγμένα σε χρυσόχαρτα από σοκολάτες και σοκολατάκια. Κρεμούσαν και μερικές ευχετήριες κάρτες, σταλμένες από συγγενείς με το ταχυδρομείο. Απάνω τους είχαν εικόνες της γέννησης, με την Μαρία,  τους ποιμένες και τους αγγέλους, άλλες, λουλούδια, κοπέλες, κανένα ζευγάρι,  με ευχές για ονομαστικές γιορτές, άλλες, αστέρια, καμπάνες,  αγιοβασίληδες, έλκηθρα με ελαφάκια. Από πάνω έβαζαν γιρλάντες και τρέσες,  άπλωναν σαν πέπλο αράχνες και ύστερα έριχναν  το ψεύτικο χιόνι. Στη βάση του έβαζαν μια χάρτινη τρισδιάστατη φάτνη. Μπροστά απεικονίζονταν οι μάγοι και οι βοσκοί, πιο πίσω οι άγγελοι και στο βάθος της φάτνης, το παχνί  με τα ζώα να σκύβουν απάνω στο λίκνο και να ζεσταίνουν με το χνώτο τους το βρέφος και την Μαρία και τον ξυλουργό Ιωσήφ. Έβαζαν χρωματιστά φωτάκια ανάμεσα στα κλαδιά του δέντρου και ένα πίσω από τη φάτνη με το νεογέννητο παιδίον και στην κορυφή του δέντρου τοποθετούσαν ένα αστέρι. Και περίμεναν την μεγάλη νύχτα των Χριστουγέννων. Και όταν ξημέρωνε έλεγαν κάλαντα και ευχές.

Τι εύχονταν αυτές οι ευχές; Υγεία, χρόνια πολλά, καλή χρονιά, γεννητούρια,  χαρές.

Υπάρχουν κάτι τραγούδια που τα ακούς σε κάτι περίεργες φάσεις. Σε βρίσκουν σε κάτι τοπία παράξενα, που αντανακλούν διαθέσεις, βιώματα, διαδρομές και τόπους. Που αφορούν πρόσωπα και συναντήσεις, ιστορίες και δρώμενα. Τραγούδια που έχουν ευχές.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΤΑΒΕΡΝΑΣ – ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΙΩΓΑΣ ΚΑΙ ΧΟΡΩΔΙΑ

Κέρνα ταβερνιάρη σε ποτήρι γιοματάρι
-σε ποτήρι γιοματάρι ω!

Φέρτο εδώ γιομάτο να το σφίξουμε ως τον πάτο
-να το σφίξουμε ως τον πάτο ω!

Το κορμί μας να ευφρανθεί να μας σβήσουν οι καημοί
Τίγκα τίγκα το ποτήρι Τίγκα τίγκα το ποτήρι

Κέρνα νοικοκύρη τίγκα τίγκα το ποτήρι
-τίγκα τίγκα το ποτήρι ω!

Φέρτο να το πιούμε γεροσύνη να ευχηθούμε
-γεροσύνη να ευχηθούμε ω!

Η ζωή είναι λιγοστή κι ας χαρούμε μια στιγμή
Τίγκα τίγκα το ποτήρι Τίγκα τίγκα το ποτήρι

Κέρνα κοπελιά μου κι έλα μου στην αγκαλιά μου
-κι έλα μου στην αγκαλιά μου ω!

Ήλιε  μες στο στόμα ρίξε στο ποτήρι ακόμα
-ρίξε στο ποτήρι ακόμα ω!

Το κρασί σου είναι γλυκό το φιλί σου πιο γλυκό
Τίγκα τίγκα το ποτήρι Τίγκα τίγκα το ποτήρι…

Το τραγούδι της ταβέρνας. Η μουσική έχει κάτι το νοσταλγικό και μια λεπτή μελαγχολία που κυλάει κι έρχεται σαν αέρας μιας παλιάς εποχής.  Στα  μοτίβα της, αναδύεται ένας απόηχος δημοτικών σκοπών, το γέλιο τροβαδούρικων μελωδιών και ο τόνος αρχαίων ραψωδιών. Τα λόγια, στις απλές εικόνες τους, περιγράφουν μια φάση κοινοτικής ζωής στην  παρεΐστικη ατμόσφαιρα της ταβέρνας, στην ευφροσύνη κρασοκατανύξεων, προπόσεων και ευχών. Συνοψίζουν, στην ευωχία της στιγμής και της γλυκειάς επίγευσης του κρασιού να χρωματίζει τη διάθεση των συνδαιτημόνων, μια φιλοσοφία ζωής που εκφράζει το μοίρασμα και την εμπειρία της συμμετοχής στη χαρά, με ένα κρυφό εσωτερικό δάκρυ για το πέρασμα του χρόνου. Η φωνή ακούγεται ραγισματικά ώριμη αραδιάζοντας τα λόγια του τραγουδιού και η χορωδία στην επωδό επαναλαμβάνει αντηχητικά  τα συνδετικά μοτίβα, κλείνοντας πολύφωνα τον κύκλο του.

Το τραγούδι της ταβέρνας, στην συναισθηματική  μουσική του Πάρι Παρασχόπουλου, μας μεταφέρει σε ένα σκηνικό όταν η λαϊκή ψυχή συλλαμβάνει εκφραστικά, σε μια  στιγμή  φυσικής έκλαμψης, όλο το νόημα της ύπαρξης. Μας οδηγεί στην μέθεξη  μιας γιορτής, μιας συνεύρεσης, μιας συνάντησης. Εκεί  όπου τα ποτήρια τσουγκρίζουν ηχητικά, γεμίζουν  και αδειάζουν αδιάκοπα, οι άνθρωποι κουβεντιάζουν και τραγουδούν όλοι μαζί. Υπό την επήρεια της ζάλης του κρασιού, στην συνθήκη της ελαφράδας της μέθης, το τραγούδι ακούγεται παραμυθητικό και χαρμόσυνα δοξαστικό, υπενθυμίζοντας τον  σύντομο χρόνο του ανθρώπινoυ βίου, θυμίζοντας και το αρχαίο επίγραμμα του Σείκιλου, στην υπαινικτική αντιπαραβολή του έρωτα, της ομορφιάς, της γεύσης και της απόλαυσης των πραγμάτων.

Εικόνες που  φέρνουν αναμνήσεις της ζωής μας και βιώματα από παρέες που διασκεδάζουν και τραγουδούν στις ταβέρνες, στα καπηλειά και στα πανδοχεία:  ανθρώπων που πίνουν για να ξεχάσουν και να ξεχαστούν, να θυμηθούν, να ευχηθούν και να ξαναζήσουν, τον πυρετό του έρωτα, τον πόνο, την ανεξάντλητη ορμή και γλύκα της ζωής. Πίνουν στην υγειά της ζωής, της ομορφιάς, της χαράς, της παρέας. Της ζωής όπως την ξέραμε πριν τις απαγορεύσεις της πανδημίας κι όπως την είδαν στους αιώνες οι οραματιστές καλλιτέχνες στα έργα τους: αυτά μας παρηγορούν και στις αντανακλάσεις τους μας καθρεφτίζουν.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ, του Βασίλη Ρώτα. Μουσική  σύνθεση, Πάρις Παρασχόπουλος

  1. Έναρξη
  2. Το τραγούδι του Ερωτόκριτου (Νίκος Παπάζογλου)
  3. Σόλο Τζουράς
  4. Πρώτο τραγούδι του ποιητή, Περνούν οι Μέρες (Σωκράτης Μάλαμας)
  5. Το τραγούδι της Ταβέρνας (Σταύρος Ζιώγας και Χορωδία)
  6. Θέμα Λυρικό
  7. Δεύτερο τραγούδι του ποιητή Μέρα και Νύχτα (Σωκράτης Μάλαμας)
  8. Χορευτικό
  9. Το τραγούδι της Τσιγγάνας (Αγγελική Λεμονή)
  10. Ο χορός της Τσιγγάνας
  11. Το τραγούδι της Αρετούσας ( Όλγα Αθανασιάδου)
  12. Φινάλε ορχήστρα Λαϊκό και φάλτσο.

O Πάρις Παρασχόπουλος, γράφει τη μουσική και τα τραγούδια για τον Ερωτόκριτο του Βασίλη Ρώτα «μια δραματική σπουδή από το έπος του Κορνάρου», όπως το ονομάζει ο ίδιος ο Ρώτας. Το έργο έκανε πρεμιέρα  στο Θέατρο της Ρεματιάς στο Χαλάνδρι το 1989 και από  ‘κεί ταξίδεψε σε πολλά μέρη και έφτασε μέχρι τα Ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας.

Το άλμπουμ περιλαμβάνει έξι οργανικά θέματα και έξι τραγούδια που ερμηνεύουν οι: Νίκος Παπάζογλου, Σωκράτης Μάλαμας, Σταύρος Ζιώγας, Αγγελική Λεμονή, Όλγα Αθανασιάδου.

Μουσικοί: Κυριάκος Γκουβέντας (βιολί), Σταύρος Ζιώγας (τζουρά), Γιάννης Κολοβός (κοντραμπάσο), Δημήτρης Μυστακίδης (λαούτο), Σωκράτης Μάλαμας (κιθάρα στα 2,4,7), Αναστασία Φλωρά, Βασίλης Κατσίκης (κρουστά), Κοσμάς Παπαδόπουλος και ο Πάρις Παρασχόπουλος που είχε τη μουσική διεύθυνση και έπαιξε κιθάρα, μπαγλαμά και κρουστά.

Κυκλοφορεί για πρώτη φορά σε CD από τον Μετρονόμο (2016)

(Χωρικοί, ταξιδεύοντας προς Βορράν)

 

Κείμενο: Άγγελα- Αγγέλα Μάντζιου

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε