Τρώγοντας και πίνοντας... (γράφει ο Σωτήρης Ζήκος)

Τρώγοντας και πίνοντας... (γράφει ο Σωτήρης Ζήκος)

Μεσημέρι στο γραφείο: Είμαι μπροστά στην οθόνη μου, την οθόνη του υπολογιστή μου. Τώρα ο καθένας έχει τη δική του οθόνη. Εκεί διαβάζει, εκεί γράφει, εκεί βλέπει ταινίες και βιντεάκια με τραγούδια, από εκεί ενημερώνεται, μέσα από εκεί επικοινωνεί με τους φίλους του, κάνει καινούριους φίλους, διατηρεί επαφή με κάποιους παλιούς… (Από μακριά και αγαπημένοι.) Πίνει καφέ μπροστά στην οθόνη του, τρώει το κολατσιό του, τα φρούτα του, μασουλάει ξηρούς καρπούς, πίνει το ποτό του, γευματίζει, καπνίζει, αυνανίζεται… ψωνίζει, ψωνίζεται.
Έχω φτιάξει ένα πιάτο με μεζέδες, έξι ελιές -χαραγμένες σαν χαμογελαστές-, έξι κομματάκια γραβιέρας, τέσσερεις ροδέλες πικάντικου αλλαντικού, τρεις μικρές πίκλες και τέσσερα παξιμαδάκια, δύο σκούρα και δύο κίτρινα. Έχω βάλει σε ένα ποτηράκι για σφηνάκι και κρητική τσικουδιά (που οι Κρητικοί λένε πως είναι άλλο από τη ρακή αλλά δεν θυμάμαι γιατί). Θα τσιμπολογήσω αργά-αργά και θα πιω την τσικουδιά μου, ίσα-ίσα για τη γεύση, μπροστά στην οθόνη μου. Στην υγειά μας!

Σε επαγγελματικό δείπνο: Το τραπέζι ήταν στρωμένο, λευκό, λινό τραπεζομάντιλο, μια χοντρή πετσέτα, σαν υφασμάτινη, ένα μικρό άδειο πιατάκι μπροστά στον καθένα και δίπλα στο πιατάκι ένα πιρούνι και ένα μαχαίρι. Υπάρχουν ποτήρια νερού, ψηλά, ευρύχωρα και μερικά γυάλινα μπουκάλια με εμφιαλωμένο νερό. Αναποδογύρισα ένα ποτήρι, στο κανονικό, και ξεσφράγισα ένα μπουκάλι με εμφιαλωμένο νερό, σερβίρισα νερό στο ποτήρι μου, όχι ότι ήθελα να πιω αλλά για να καβατζάρω το ποτήρι και να έχω νερό για αργότερα. Ένα σερβιτόρος, νευρικός, βιαστικός, έφερε και μοίρασε ποτήρια κρασιού, αυτά με το ποδαράκι και την κυκλική βάση, αλλά μικρά σε μέγεθος, μικρότερα απ? όσο πρέπει και ούτε τόσο μικρά ώστε να σκεφτείς ότι μπορείς να σερβίρεις σε αυτά αποστάγματα, τσίπουρο ή ρακή. Πήρα ένα τέτοιο κοντά μου, καλού-κακού. Μετά μια σερβιτόρα, κάπως αγχωμένη, βιαστική, νευρική, έφερε ένα μπουκάλι λευκό κρασί, σε πρασινωπό μπουκάλι, και το άνοιξε μπροστά μας… Το άφησε στο τραπέζι και έφυγε, τρέχοντας σχεδόν, να προλάβει κάτι άλλο… Ο διπλανός μου με ρώτησε «Θα πιεις  κρασί;» και αφού έριξα γύρω μου μια ματιά του είπα «Όχι, θα πιω καμιά μπίρα», γιατί είδα ότι στο διπλανό τραπέζι κάποιος έπινε μπίρα σε ποτήρι, μπίρα ξανθιά, ούτε μαύρη ούτε κόκκινη… Μια άλλη σερβιτόρα, πιο χαλαρή, μας έφερε ένα καλαθάκι ημισφαιρικό με χερούλι τοξωτό από πάνω, σαν εκείνο της κοκκινοσκουφίτσας ας πούμε, με ψωμάκια όλων των ειδών. Αλλά το άφησε μακριά μου στο τραπέζι και απλώθηκα να το φτάσω και έπιασα στην τύχη ένα ψωμάκι πάνω-πάνω, ολικής αλέσεως ή κάτι τέτοιο, πάντως σκούρο και το απίθωσα δίπλα στο πιάτο μου… Πίσω από την πλάτη μου εμφανίστηκε η πρώτη σερβιτόρα, που είχε φέρει το κρασί, και ρωτούσε τον διπλανό μου αν ήθελε μεγάλο ή μικρό ποτήρι μπίρα… Στράφηκα προς το μέρος της και της είπα «Εγώ θέλω ένα μεγάλο ποτήρι μπίρας» και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Μετά απομακρύνθηκε βιαστικά. Σε λίγο μας έφεραν μια πιατέλα με ρύζι, κοινή για όλους, που το ρύζι είχε σχήμα λόφου στη μέση της πιατέλας και πάνω του λεπτές φέτες κίτρινου τυριού. Και επίσης μια πιατέλα με σαλάτα, κοινή για όλους, πράσινη κατά βάση με διάσπαρτα κομμάτια ντομάτας και ροδέλες αγγουριού και πιο μικρές ροδέλες ξερού κρεμμυδιού, κύβους λευκού τυριού και μερικές μαύρες ελιές. Σερβίρισα στο μικρό μου πιάτο ό,τι μπορούσε να χωρέσει από όλα αυτά, λίγο από το καθένα. Έκαναν αμέσως το ίδιο και οι άλλοι στο τραπέζι αφού είχα δώσει το έναυσμα. Ήρθε και η σερβιτόρα με ένα ποτήρι μπίρας μεγάλο και το άφησε μπροστά στο διπλανό μου. Γύρισα και την κοίταξα επίμονα, με πρόσεξε και μου είπε «Α ναι, δεν σας ξέχασα» και έφυγε βιαστική σαν να την κυνηγούσαν.
Άρχισα να τρώω από το πιάτο μου: μια πιρουνιά πράσινη σαλάτα, ένα κομμάτι ντομάτα, ένα κομματάκι τυρί, έκοψα και ένα κομματάκι ψωμιού, το μπουκώθηκα κι αυτό μαζί με όλα τα άλλα. Μετά δάγκωσα και μια ελιά, κράτησα στο στόμα τη σάρκα και έφτυσα το κουκούτσι στο πιρούνι μου και το άφησα στην άκρη του πιάτου. Μόλις τα μάσησα όλα αυτά μαζί και τα κατάπια, πήρα και μια πιρουνιά ρύζι μαζί με ένα κομματάκι κίτρινο τυρί… Ήρθε ο σερβιτόρος και άφησε μπροστά μου ένα ποτήρι με μπίρα, αλλά μικρό. Τον κοίταξα απορημένος (γιατί αυτός και όχι η σερβιτόρα στην οποία είχα παραγγείλει και γιατί μικρό ποτήρι;) και αυτός με πρόσεξε και με ρώτησε με τυπική ευγένεια: «Όλα εντάξει;» Έκανα νεύμα, με τη μπουκιά μετέωρη στο στόμα, ότι είναι εντάξει. Όταν κατάπια ήπια μια γουλιά από την μπίρα μου και μετά σερβιρίστηκα πάλι… μια κουταλιά ρύζι και πράσινη σαλάτα.
Λίγο αργότερα ήρθε και μας χαιρέτησε το αφεντικό του μαγαζιού και ρώτησε: «Όλα εντάξει;» κοιτώντας τον διπλανό μου και μετά εμένα. Τον ρώτησα: «Να χορτάσουμε με αυτά ή θα έρθουν και άλλα;» σαν να αστειευόμουν. «Αα…» διαμαρτυρήθηκε γελώντας ψεύτικα, «αυτά είναι ένας πρώτος μεζές… Μετά ακολουθεί κι ένα ατομικό πιάτο για τον καθένα». Και μετακινήθηκε στο διπλανό τραπέζι όπου τον άκουσα να λέει τα ίδια, πειρακτικά «Μη χορτάσετε με τα ορεκτικά, ακολουθεί και ένα ατομικό πιάτο για τον καθένα». Απόρησα που είπε «ατομικό πιάτο» και όχι «κυρίως πιάτο» αλλά όταν ήρθε το πιάτο «στον καθένα» κατάλαβα. Ήταν ένα πιάτο με διάφορα, μια στρογγυλή κροκέτα με λιωμένο τυρί, έναν κολοκυθοκεφτέ, ένα μπιφτεκάκι, ένα μπουρεκάκι με αλλαντικό, ένα φουσκωτό πιτάκι με λουκάνικο μέσα… τέτοια. Όλα του ίδιου χρώματος και όλα στεγνά. Απογοητευμένος, ή συμβιβασμένος, παρήγγειλα άλλο ένα ποτήρι μπίρας, μεγάλο, και αυτήν τη φορά ήρθε μεγάλο. Συνέχισα να τρώω από το «ατομικό μου πιάτο» παρότι είχα χορτάσει και να πίνω μπίρα… Έτρωγα και έπινα ό,τι είχα μπροστά μου, όσο είχα κάτι να φάω και να πιω. Ώσπου βάρυνα και ζαλίστηκα. Σηκώθηκα και κάνοντας πως μιλάω στο κινητό μου (σαν να είχα μια επείγουσα κλήση) αποχώρησα χωρίς να χαιρετίσω. Έξω ανάσανα, ήταν νύχτα και είχε υγρασία. Είπα να περπατήσω στην παραλία για να ξεσκάσω και μπας και κάψω αυτά που έφαγα και ήπια. Καμιά φορά τρώμε και πίνουμε έτσι, μηχανικά… από συνήθεια. Άντε γεια!

Ένα βράδυ στο σπίτι: Έχω φτιάξει μια γαβάθα με σαλάτα, με κομματάκια πράσινη πιπεριά, που μυρίζει υπέροχα, ροδέλες αγγουριού καθαρισμένο από την πράσινη φλούδα του, φέτες κόκκινης, ώριμης ντομάτας, αλάτι πασπαλισμένο σε όλα τα κομμάτια και πεταμένες εδώ κι εκεί μερικές μαύρες ελιές με το λάδι τους το ξιδάτο να στάζει και από πάνω τρίματα από φέτα τυρί και όλα αυτά περιχυμένα με έξτρα ελαιόλαδο που έχει μια πικράδα που σου μένει αξέχαστη και πολτοποιεί τις μπουκιές σου… μαζί με το ψωμί. Αφήνω τη σαλάτα να μουλιάσει στα ζουμιά της για καμιά ώρα περίπου και στο μεταξύ πίνω ένα ή δύο ουίσκι διαβάζοντας ένα βιβλίο. Αυτός  είναι ο αγαπημένος μου συνδυασμός γεύσεων, μια αίσθηση που θυμάμαι να μου ανήκει πιο πολύ από ό,τι γεύτηκα στην ενήλικη ζωή μου… Και όχι τα σπουδαία βιβλία που διάβασα, οι ταινίες και τα θεατρικά που είδα, οι μουσικές που άκουσα… Δεν ξέρω γιατί. Λένε ότι η γεύση και η όσφρηση είναι οι αισθήσεις της μνήμης, ακόμα και όταν όλες οι άλλες –ωραίες!– αναμνήσεις έχουν χαθεί. Μμμ…

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε