Τζον Κασσαβέτης: Ο ανεξάρτητος σκηνοθέτης

Ο Τζον Κασσαβέτης (John Nicholas Cassavetes) ήταν Ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός, ένας από τους πρωτεργάτες του αμερικάνικου ανεξάρτητου κινηματογράφου.

Ξεκίνησε την καριέρα του ως ηθοποιός, αλλά αγάπησε τη σκηνοθεσία

Ο Ιωάννης «Τζον» Νικόλας Κασσαβέτης γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη στις 9 Δεκεμβρίου 1929. Οι γονείς του ήταν έλληνες μετανάστες με καταγωγή από την Ζαγορά του Πηλίου, που ταξίδεψαν στην Αμερική για ένα καλύτερο μέλλον. Όταν γεννήθηκε όμως ο Τζον, η οικογένεια επέστρεψε για λίγο στην πατρίδα της και συγκεκριμένα στη Λάρισα. Μέχρι τα επτά του, ο Κασσαβέτης έζησε στην Ελλάδα και όταν γύρισε στη Νέα Υόρκη δεν μιλούσε καθόλου αγγλικά.

Διαβάστε: Ποιες ταινίες παίζουν σήμερα στην τηλεόραση

Πέρασε από διάφορα κρατικά κολέγια, που κανένα δεν του κίνησε το ενδιαφέρον, μέχρι που αποφάσισε να δώσει εξετάσεις στην American Academy of Dramatic Arts με σκοπό την άγρα γυναικών. Εκεί μέσα τελικά θα έβρισκε το στόχο και τη γυναίκα της ζωής του. Ένα πανέμορφο, κατάξανθο και ταλαντούχο κορίτσι, κόρη πολιτειακού γερουσιαστή από το Ουινσκόνσιν, που άκουγε στο όνομα Τζίνα Ρόουλαντς (Gena Rowlands), και που αποτέλεσε πρωταγωνίστρια των περισσότερών του ταινιών. Την παντρεύτηκε αμέσως μετά την αποφοίτησή τους, το 1954.

Τα πρώτα βήματα

Ο Τζον Κασσαβέτης άρχισε την σταδιοδρομία του ως ηθοποιός σε περιοδεύοντες θιάσους και το 1952 πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο στην ταινία «Ταξί» («Taxi») του Γκρέγκορι Ράτοφ. Τα επόμενα χρόνια αρχίζει να ξεχωρίζει σε ταινίες όπως «Οι εγκληματίες της ασφάλτου («Crime in the streets», 1956) του Ντον Σίγκελ, «Ο άρχοντας του καταραμένου κάμπου» («Saddle the Wind», 1958) του Ρόμπερτ Πάρις, «Οι 5 δολοφόνοι» («The Killers», 1964) του Ντον Σίγκελ, «Και οι 12 ήταν καθάρματα» («The Dirty Dozen», 1967) του Ρόμπερτ Όλντριτζ, κερδίζοντας υποψηφιότητα για Όσκαρ β΄ ανδρικού ρόλου και «Το μωρό της Ρόζμαρι («Rosemary’s Baby», 1968), του Ρόμαν Πολάνσκι, καθώς και σε τηλεοπτικές σειρές («Paso Doble», «Johnny Staccato»).

Τζον Κασσαβέτης και Τζίνα Ρόουλαντς

Παράλληλα με την απασχόλησή του ως ηθοποιός, ο Κασσαβέτης στρέφεται και στη σκηνοθεσία, εντυπωσιάζοντας αρχικά με τις «Σκιές» («Shadows», 1959), ταινία γυρισμένη στη Νέα Υόρκη, με άγνωστους ηθοποιούς και έναν αυτοσχέδιο τρόπο που αντλούσε από το σινεμά – βεριτέ Μέσα από αυτοσχεδιασμούς νεαρών ηθοποιών, αφηγείται τη ζωή τριών μαύρων αδελφών στο διανοουμενίστικο Μανχάταν. Η ταινία θεωρείται ως το προοίμιο του αμερικάνικου ανεξάρτητου σινεμά και το 1960 κέρδισε το βραβείο κριτικών του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Βενετίας.

Είπε

Έγινα αναγκαστικά επαγγελματίας ηθοποιός. Θα προτιμούσα να ήμουν ερασιτέχνης. Αλλά πρέπει να κερδίσω χρήματα για να κάνω ταινίες. Δυστυχώς, η σκηνοθεσία είναι ένα εξαιρετικά ακριβό χόμπι…

«Ευρωπαίος Αμερικανός»…

Έχοντας εξασφαλίσει χρήματα από τις συμμετοχές του σε ταινίες, ο Κασσαβέτης μαζί με τη Ρόουλαντς χρηματοδοτούσαν οι ίδιοι τις ταινίες τους. Ο Τζον σκηνοθετούσε και η Τζίνα πρωταγωνιστούσε. Στούντιο ήταν το σπίτι τους και το υπόλοιπο κάστινγκ αποτελούνταν από φίλους ηθοποιούς, που θα πληρώνονταν μετά το τέλος της παραγωγής. Τα γυρίσματα γίνονταν το Σαββατοκύριακο με αποτέλεσμα μια ταινία να χρειάζεται περίπου δύο χρόνια, για να ετοιμαστεί….

Οι ταινίες αναγνωρίστηκαν στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα ο σκηνοθέτης να αποκτήσει το παρατσούκλι «Ευρωπαίος Αμερικανός».

Το έργο του παρέπεμπε στο «νέο κύμα» του Ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Ο Κασσαβέτης ενδιαφερόταν για τις ιστορίες και το υποσυνείδητα προβλήματα των απλών καθημερινών ανθρώπων, κυρίως της εργατική τάξης. Η γυναίκα αλλά και ο ρόλος του καλλιτέχνη ήταν επίσης κεντρικά σημεία στα έργα του.

«Ο κόσμος έχει ξεχάσει πώς να ταυτίζεται και να ανταποκρίνεται. Αυτό που προσπαθώ να κάνω μέσα από τις ταινίες μου είναι να χτίσω κάτι με το οποίο το ακροατήριο να μπορεί να συνδεθεί», δήλωνε

Η ματιά του ήταν ρεαλιστική, τα πλάνα του κοντινά και το στυλ του παρέπεμπε σε φιλμ ντοκιμαντέρ. Με επιρροές από τον Τζον Φορντ, τον Όρσον Ουέλς και κυρίως τον Φρανκ Κάπρα, συνήθιζε να λέει πως «ίσως δεν υπήρχε Αμερική, ίσως υπήρχε μόνο ο ο Κάπρα».

Το 1968 σκηνοθετεί τα «Πρόσωπα» (Faces), μια από τις συγκλονιστικότερες ταινίες του. Η ταινία, που παρακολουθεί τα τελευταία στάδια του χωρισμού ενός μεσήλικου ζευγαριού, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για σκηνοθέτες, όπως ο Μάρτιν Σκορσέζε και ο Γούντι Άλεν και ήταν υποψήφια για τρία Όσκαρ: δυο για τους πρωταγωνιστές της, Τζον Μάρλεϊ και Λιν Κάρλιν και για το σενάριο του Κασσαβέτη.

Θα ακολουθήσει μια σειρά από θαυμάσιες ταινίες του σκηνοθέτη, πορτρέτα μοναχικών ανθρώπων σε μια αποξενωμένη κοινωνία: «Σύζυγοι»(«Husbands», 1970), «Μίνι και Μόσκοβιτς» (1971), το αριστουργηματικό «Μια γυναίκα εξομολογείται» («A woman under the Influence», 1975), με την ηθοποιό, και γυναίκα του, Τζίνα Ρόουλαντς στον ρόλο μιας βασανισμένης γυναίκας που οι απαιτήσεις της συζυγικής ζωής οδηγούν στην τρέλα, «Ο θάνατος ενός κινέζου πράκτορα στοιχημάτων» («The killing of a Chinese Bookie», 1976) και «Νύχτα Πρεμιέρας» («Opening Night», 1977). Για την σκηνοθεσία του στο «Μια γυναίκα εξομολογείται» θα προταθεί για Όσκαρ. Το 1978 θα πρωταγωνιστήσει μαζί με τον Κερκ Ντάγκλας στο εξαιρετικό θρίλερ του Μπράιαν Ντε Πάλμα «Οργισμένος Γίγαντας» («The Fury»).

Με τις ταινίες «Γκλόρια» («Gloria», 1980) και «Ερωτική Θύελλα» («Love Streams», 1984), που βραβεύτηκε με την «Χρυσή Άρκτο» του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ του Βερολίνου, ο Κασσαβέτης επιστρέφει στο γνωστό σύστημα παραγωγής του Χόλιγουντ, τη φορά όμως αυτή με μεγαλύτερη ελευθερία, για να φτιάξει εντελώς προσωπικές ταινίες.

Η μέθοδος της «μυικής τέχνης»

Από το 1956 ο Κασσαβέτης μαζί με τη Ρόουλαντς έκαναν μαθήματα στο δικό τους εργαστήρι υποκριτικής στη Νέα Υόρκη.

Ο Τζον υιοθέτησε τη μέθοδο της «μυικής τέχνης», μία κινησιολογική πρακτική που ήθελε τον ηθοποιό να επαναλαμβάνει συνεχώς τις ίδιες κινήσεις, μέχρι να τις πραγματοποιεί μηχανικά.

Σε πολλές ταινίες του χρησιμοποιήθηκε αυτή η υποκριτική μέθοδος, παράλληλα με πολλούς αυτοσχεδιασμούς των ηθοποιών. Αν και ορισμένοι υποστήριξαν ότι ο Κασσαβέτης ποτέ δεν είχε έτοιμο σενάριο για τα έργα του, με αποτέλεσμα οι ηθοποιοί να δρουν αυτόνομα, δεν ισχύει κάτι τέτοιο.

Το σενάριο ήταν πάντα γραμμένο, αλλά ο Τζον προτιμούσε οι ηθοποιοί του να έχουν πρωτοβουλία και ελευθερία στην υποκριτική τους.

Σκληρό φινάλε

Το 1984 διαγνώστηκε με καρκίνο και ο γιατρός του έδωσε έξι μήνες ζωής. Ο Κασσαβέτης διέψευσε τη διάγνωση του γιατρού και παρά τα προβλήματα υγείας συνέχισε να δουλεύει πυρετωδώς.

Πέθανε στις 3 Φεβρουαρίου 1989 από κίρρωση στο συκώτι, έχοντας γράψει περισσότερα από 40 σενάρια και χωρίς να τελειώσει την τελευταία του ταινία, «She’s Delovely» Οχτώ χρόνια αργότερα, την ολοκλήρωσε ο γιος του, Νικ. Ο Τζον Κασσαβέτης απέκτησε με τη γυναίκα του τέσσερα παιδιά και όλα ασχολούνται με τον κινηματογράφο…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 
Φασμπίντερ: Ο ριζοσπαστικός σκηνοθέτης

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε