«Βιολέτα» της Ιζαμπέλ Αλιέντε

«Βιολέτα» της Ιζαμπέλ Αλιέντε | Μεταφραστής Δρακάκη Δέσποινα | Εκδόσεις Ψυχογιός | ISBN 978-618-01-4242-6 | Σχήμα (πλάτος x ύψος) 14 x 21 cm | Σελίδες 392  | Ημερομηνία έκδοσης 24 Μαρ 2022

«Βιολέτα» 

Εξωφυλλο βιβλιου Βιολέτα της Ιζαμπέλ Αλιέντε«Βιολέτα»: ένα μυθιστόρημα σε μορφή επιστολής. Πρόκειται για την εξιστόρηση της ζωής μιας γυναίκας, της Βιολέτας, η οποία αυτοβιογραφείται και περιγράφει τα βιώματα της ζωής της, έτσι όπως αυτή καθρεφτίζεται στις εμπειρίες της και όπως συγχρονίζεται με τις ιστορικές εξελίξεις και τις φυσικές καταστροφές της χώρας που της έλαχε να γεννηθεί. Την επιστολή απευθύνει σε έναν ιερωμένο, τον Καμίλο ντελ Βάγιε, ο οποίος τυγχάνει εγγονός της, γιος της κόρης της Νιέβες, η οποία πεθαίνει στην γέννα του μωρού.

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τέσσερα κεφάλαια με τίτλους και τα γεγονότα καταγράφονται σε χρονολογικές περιόδους δεκαετιών με αριθμημένα κεφάλαια. Μέρος Πρώτο Η Εξορία (1920-1940), Μέρος Δεύτερο Το πάθος (1940-1960), Μέρος Τρίτο Οι απόντες(1960-1983), Μέρος Τέταρτο Αναγέννηση (1983-2020).

Η αρχή

Η αφήγηση ξεκινά με την ιστορία των γονιών της Βιολέτας και την γέννησή της την ημέρα μιας καταιγίδας, την χρονιά του λοιμού. Είναι το μόνο κορίτσι σε μια οικογένεια με πέντε αρσενικά παιδιά. Περιγράφεται μια μεγάλη οικογένεια η οποία κατοικεί στην πρωτεύουσα, σε ένα μεγάλο σπίτι με καμέλιες, πολλά δωμάτια και υπηρέτες. Όταν ο πατέρας χάνει τις επιχειρήσεις και την οικονομική ευρωστία του, αποθαρρύνεται και αυτοκτονεί και η μικρή Βιολέτα γίνεται μάρτυρας του συμβάντος. Η οικογένεια εγκαταλείπει το σπίτι της και μετακομίζει σε ένα αγρόκτημα στον Νότο. Στο τοπίο αυτό της εξορίας, θα μεγαλώσει η μικρή Βιολέτα, θα παντρευτεί, θα εγκαταλείψει τον άνδρα της ακολουθώντας το ένστικτο της καρδιάς της. Θα γεννήσει εκτός γάμου, δύο παιδιά, τον Χουάν Μαρτίν και την Νιέβες.

Παράλληλα με την εξιστόρηση της ζωής της, παρακολουθούμε και κάποιες αναφορές σε ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα τα οποία σχετίζονται με την πολιτική κατάσταση της χώρας, την διαφθορά και το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, ζητήματα στα οποία εμπλέκεται και ο εραστής και πατέρας των παιδιών της. Τα γεγονότα της ζωής, δίνονται με καίριες περιγραφές και ο αναγνώστης παρατηρεί την σταδιακή αφύπνιση και ωρίμανση της Βιολέτας, η οποία αποφασίζει να πάρει τη ζωή στα χέρια της και να γίνει ανεξάρτητη.

Οι κοινωνικές οικονομικές συνθήκες και τα πολιτικά γεγονότα της χώρας

Οι κοινωνικές οικονομικές συνθήκες και τα πολιτικά γεγονότα της χώρας, καθορίζουν και την δική της κοινωνική, επαγγελματική και προσωπική εξέλιξη. Αφού εγκαταλείψει την συζυγική εστία και χωρίς να μπορεί να ακυρώσει τον γάμο της, εφ’ όσον δεν υπάρχει δυνατότητα διαζυγίου, πηγαίνει να εγκατασταθεί στην επαρχιακή πόλη κοντά στον αδερφό της, με τον οποίο στήνουν μια επιχείρηση πώλησης κατοικιών, στο παλιό πριονιστήριο του πατέρα τους. Έτσι κερδίζει την ανεξαρτησία της και χειραφετείται οικονομικά, συνειδητοποιώντας τις εσωτερικές δυνάμεις της.

Οι παράνομες δραστηριότητες του πιλότου συζύγου της, συνεργάτη της μαφίας και της CIA, θα την απομακρύνουν από αυτόν αλλά θα χάσει την κόρη της, που είναι μπλεγμένη στους δαιδάλους των ναρκωτικών και της πορνείας. Η Νιέβες ύστερα από την γέννα του μωρού της, οδηγείται στον θάνατο. Ο γιος της Βιολέτας, φοιτητής στο πανεπιστήμιο, θα αναγκαστεί να φύγει από την χώρα σε μια εποχή ταραχών και διώξεων στην διάρκεια εγκαθίδρυσης άλλης μιας δικτατορίας, ύστερα από την σύντομη περίοδο διακυβέρνησης του σοσιαλιστή Προέδρου. Εκείνος θα καταφύγει στην Αργεντινή και τελικά θα φτάσει στην Νορβηγία.

Παράλληλα με τα γεγονότα αυτά, τις διώξεις, την βία, τους εκτοπισμούς, την τρομοκρατία, τους θανάτους και τις εκτελέσεις, εξελίσσεται ο αγώνας της ζωής των ανθρώπων.

Περιγράφεται μια πολυφυλετική κοινωνία αυτόχθονων, μιγάδων και απογόνων των Ισπανών κατακτητών και ταυτόχρονα σκιαγραφείται μια κοινωνία ξένων, κυνηγημένων και τυχοδιωκτών, μεταναστών και ταλαιπωρημένων από τις θηριωδίες του πολέμου στην Ευρώπη. Υπάρχουν ομάδες εγκληματιών που ζητούν ασυλία και δημιουργούν κλειστές κοινότητες στις οποίες χρησιμοποιούνται παράξενες μέθοδοι και πειράματα ελέγχου της συμπεριφοράς των μελών τους, με την προστασία και ανοχή των αρχών.

Το φυσικό τοπίο, η ζωή στην ύπαιθρο, κάποιες παγανιστικές τελετουργίες των αυτοχθόνων ινδιάνων, οι ασχολίες και η νοοτροπία των ανθρώπων, περιγράφουν μια κοινωνία ιδιαίτερη και με πλούσια παράδοση, αν και η απομόνωση, η έλλειψη πόρων, η φτώχεια και η ελλιπής μόρφωση, καθυστερεί τις εξελίξεις και τα αγαθά του πολιτισμένου κόσμου. Όμως και σ’ αυτήν την κλειστή ζωή της επαρχίας, οι άνθρωποι οργανώνουν την εκπαίδευση των παιδιών και υπάρχει μια αίσθηση αλληλεγγύης στις δυσκολίες. Υπάρχουν κάποιοι περιφερειακοί χαρακτήρες που φέρουν έναν αέρα αλλαγής στις νοοτροπίες και συνήθειες της ταξικά διαστρωματοποιημένης κοινωνίας και τα πρώτα κινήματα των δικαιωμάτων των γυναικών, των νέων, οι ταξικοί αγώνες, ρίχνουν κάποιους σπόρους σε μια προοπτική αλλαγής της κατάστασης. Η μοίρα των γυναικών της υπαίθρου και των πόλεων, περιγράφεται αδρά πίσω από χαρακτήρες και ιδιαιτερότητες, όπως οι καθημερινές εργασίες, η επινόηση τρόπων βελτίωσης της πρακτικής ζωής, οι θεραπευτικές μέθοδοι της πρακτικής ιατρικής.

Γυναίκες μπροστά απο την εποχή τους

Η συγγραφέας περιγράφει κάποιους τύπους γυναικών πιο μπροστά από την εποχή τους, με μια βιωματική εγγύτητα κατανόησης και απτότητας του σκοπού τους και του προορισμού της ζωής τους. Αυτοβιογραφικές πινελιές, μπολιασμένες με μια πιο ήσυχη μυθοπλαστική ικανότητα, δίνουν μια ζεστή υφή στην ανάγνωση των μικροϊστοριών και της απόπειρας καταγραφής της μεγάλης εικόνας της ζωής του 20ου αιώνα, η οποία εκτείνεται και μέχρι κάποια γεγονότα του 21ου αιώνα, όπως η πανδημία.

Στα βασικά θέματα του βιβλίου είναι η ζωή και οι χαρές της, οι δυσκολίες και ο αγώνας για χειραφέτηση, η δίψα για μάθηση, η περιέργεια, ο κίνδυνος, η σεξουαλικότητα, ο γάμος, η μητρότητα, ο χρόνος. Το παρελθόν και τα αγαπημένα πρόσωπα της οικογένειας (η μητέρα, θείες, πατέρας, αδέρφια, η Ιρλανδέζα δασκάλα, οι φεμινίστριες, οι ινδιάνοι και αυτόχθονες βοηθοί, οι φίλοι και συγγενείς της κοινότητας του αγροκτήματος της Σάντα Κλάρα), αναδύονται ως ένας κόσμος οικείος, χρωματισμένος από την ζωηρή ανάμνηση. Όλα τα πρόσωπα αποτελούν ένα σύμπαν φυσικής ζωής και εντός αυτού του πεδίου περιγράφεται η μοναχική πορεία της ηρωίδας προς τον θάνατο, με μια κατασταλλαγμένη αίσθηση ολοκλήρωσης της περιπέτειας αποστολής, δώρο μιας γεμάτης ζωής.

Θέματα όπως η ισπανική γρίπη, το κραχ του ’29, ο τύφος, οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και ο ρόλος της εκκλησίας, οι ιεραποστολές, οι κοινότητες, ο τουρισμός, η θέση των γυναικών, είναι κυρίαρχα.

Θίγονται ζητήματα φυλετικά, ταυτοτήτων, νοοτροπιών, εξαρτήσεων, εκμετάλλευσης, μιας κοινωνίας ταξικής και αμοραλιστικής, οικονομικού συμφέροντος και πλούτου που προκύπτει από ανέντιμες μεθόδους και μέσα.

Μία έντιμη προσπάθεια να ειπωθεί η ιστορία μιας γυναίκας που έζησε έναν αιώνα ζωής

Υπάρχει μια διακριτή επιρροή των μεγάλων συγγραφέων της Λατινοαμερικάνικης παράδοσης, ως προς την θεματολογία και την ατμόσφαιρα που καταγράφεται στις προεκτάσεις της φαντασίας, προκειμένου να περιγραφεί το σκηνικό της δράσης, όμως η θέρμη είναι πιο χλιαρή και το σθένος της αφήγησης πιο αδύναμο σε σχέση με άλλα βιβλία της συγγραφέως, όπως πχ. η δυναμική ανάγκη καταγραφής που εξέθρεψε «Το σπίτι των πνευμάτων», στην αίσθηση ενός επείγοντος αισθήματος ζωής που χάνεται.

Ωστόσο κερδίζει την εντύπωση μιας έντιμης προσπάθειας να ειπωθεί η ιστορία μιας γυναίκας που έζησε έναν αιώνα ζωής, υπό το πρίσμα συναρπαστικών γεγονότων τα οποία χαρακτήρισαν μια εποχή και μια Ήπειρο, βιώνοντας το βάρος έντονων καταστάσεων που διαμόρφωσαν την ψυχοσύνθεσή της. Ονόματα που συναντήσαμε και σε άλλα μυθιστορήματα επανέρχονται, δηλώνοντας την καταγωγική ρίζα (γιαγιά, μητέρα, θείες, δασκάλες κλπ) της γυναικείας γραμμής του αίματος της οικογένειας ντελ Βάγιε.

Η άμεση απεύθυνση στο πρόσωπο του Καμίλο, η ειλικρινής εξομολόγηση των αμαρτημάτων της καρδιάς και των οικογενειακών μυστικών, δίνουν στο βιβλίο ένα ύφος προσωπικής μαρτυρίας ως ικεσία έκφρασης μιας πράξης συγχώρεσης, μιας απόπειρας αποδοχής, κατανόησης των ζητημάτων της ψυχής. Η εξιστόρηση λειτουργεί ως τελετουργία εξιλέωσης-κάθαρσης, μια χειρονομία συναισθηματικού αποχαιρετισμού ενός αγαπημένου προσώπου. Υπάρχουν σημεία αδύναμα στην τεκμηρίωση και την εμβάθυνση των καταστάσεων αλλά σε γενικές γραμμές διακρίνεται συνοχή στον τρόπο αφήγησης, παρά την τάση επέκτασης σε περισσότερα θέματα, όπως ζητήματα της διεθνούς πολιτικής, του ξεπλύματος χρήματος από εγκληματικές πηγές, των ναρκωτικών, της εκμετάλλευσης, της τεχνητής γονιμοποίησης, των δικαιωμάτων κάποιων ομάδων σχετικά με το φύλο και την ταυτότητα κλπ.

Η εξιστόρηση ανοίγει με την τελευταία επιθυμία της ηρωίδας: ζητάει από τον εγγονό της αφού διαβαστούν αυτά τα γράμματα να καούν μετά τον θάνατό της. «Αγαπημένε μου Καμίλο, πρόθεσή μου με αυτές τις σελίδες είναι να σου αφήσω μια μαρτυρία, διότι πιστεύω πως στο μακρινό μέλλον, όταν θα είσαι γέρος και θα με σκέφτεσαι, η μνήμη θα ξεθωριάζει, η προσοχή θα αποσπάται, κι αυτό το ελάττωμα όλο και μεγαλώνει με την ηλικία. (…). Είσαι ο θεματοφύλακας των γραμμάτων μου, όπου ανιστορείται ολόκληρη η ύπαρξή μου, όμως πρέπει να κρατήσεις την υπόσχεσή σου και να τα κάψεις όταν πεθάνω, διότι είναι συναισθηματικά και, κάποιες φορές, κακόβουλα».
ΒΙΟΛΕΤΑ Σάντα Κλάρα, Σεπτέμβριος 2020

«Βιολέτα» της Ιζαμπέλ Αλιέντε – αποσπάσματα

«Ήρθα στον κόσμο μια Παρασκευή του 1920 με καταιγίδα, τη χρονιά του λοιμού. Το βράδυ της γέννησής μου είχε κοπεί το ρεύμα, όπως συνέβαινε συνήθως με τις καταιγίδες, και είχαν ανάψει κεριά και λάμπες κηροζίνης, που είχαν πάντα πρόχειρες για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Η Μαρία Γκράσια, η μητέρα μου, ένιωσε τις ωδίνες, που τόσο καλά γνώριζε, αφού είχε γεννήσει πέντε γιους, και αφέθηκε στον πόνο, παραιτημένη, για να φέρει στον κόσμο ένα ακόμα αρσενικό με τη βοήθεια των αδερφών της, οι οποίες την είχαν βοηθήσει στη μετάβαση αυτή κάμποσες φορές και δεν ταράζονταν». Σελ. 15


«Πώς θα τη βγάλετε;» ρώτησε η Πία.
«“Βιολέτα“», είπε η μητέρα μου με σιγουριά, χωρίς να δώσει την ευκαιρία στον σύζυγό της να παρέμβει.
Είναι το ένδοξο όνομα της προγιαγιάς από την πλευρά της μητέρας, που κέντησε το έμβλημα της πρώτης σημαίας της Ανεξαρτησίας τον 19ο αιώνα». Σελ. 18


«Κανείς δεν άκουσε τον πυροβολισμό σε αυτό το τόσο μεγάλο σπίτι με τα πολλά δωμάτια, όπου επικρατούσε πάντα θόρυβος από τις σωληνώσεις, τα ξεραμένα ξύλα, τους αρουραίους που κρύβονταν στους τοίχους και το σύνηθες πηγαινέλα των κατοίκων του. Το διαπιστώσαμε το επόμενο πρωί όταν πήγα στη βιβλιοθήκη για να σερβίρω στον πατέρα μου ένα φλυτζάνι καφέ, όπως έκανα συχνά από τότε που είχαν απολυθεί οι υπηρέτριες. (…) Μπήκα τυφλωμένη από το πρωινό φως της γαλαρίας. Στάθηκα για λίγα δευτερόλεπτα ώσπου να συνηθίσουν τα μάτια μου στο ημίφως και μετά είδα τον πατέρα μου γερμένο στην καρέκλα πίσω από το γραφείο του. Νόμιζα ότι τον είχε πάρει ο ύπνος και καλύτερα να τον άφηνα να ξεκουραστεί, όμως η απόλυτη ηρεμία και η ελαφριά μυρωδιά της πυρίτιδας με προειδοποίησαν». Σελ. 71 -72


«Έτσι πέρασαν τα χρόνια της εφηβείας μου, η εποχή της Εξορίας, την οποία θυμάμαι ως την πιο διάφανη της ζωής μου. Ήταν ήρεμα και άφθονα χρόνια, κι εγώ ήμουν αφοσιωμένη στις στοιχειώδεις ανάγκες της υπαίθρου και στη διδασκαλία με ζήλο δίπλα στους Ρίβας. Διάβαζα πολύ, επειδή η κυρία Τέιλορ είχε βαλθεί να μου στέλνει βιβλία από την πρωτεύουσα, και τα συζητούσαμε στην αλληλογραφία μας ή όταν εκείνη ερχόταν στο αγρόκτημα για διακοπές.(…). Ήταν ξεκάθαρο στο μυαλό μου, από τότε που ήμουν παιδί, ότι η μητέρα μου και οι θείες μου ανήκαν σε μια περασμένη εποχή, δεν ενδιαφέρονταν για τον έξω κόσμο ή για τίποτα που θα κλόνιζε τις πεποιθήσεις τους, έμαθα όμως να τις σέβομαι». Σελ.99


« Τα έξι αδέρφια ντελ Βάγιε μεταφέραμε το φέρετρο της μητέρας μου στο τρένο για την πρωτεύουσα, για να τη θάψουν μαζί με τον σύζυγό της στον οικογενειακό τάφο. Δεν μπορούσα να θρηνήσω τον θάνατό της για μήνες. Τη σκεφτόμουν συχνά με έναν κόμπο στο στήθος, αναλογιζόμενη τα χρόνια που βρισκόταν στη ζωή μου και την κατηγορούσα για τη μελαγχολία της, ότι δε με είχε αγαπήσει αρκετά και ότι είχε κάνει τόσο λίγα για να μας φέρει πιο κοντά. Ήμουν θυμωμένη για την ευκαιρία που χάσαμε ως μητέρα και κόρη.

Ένα απόγευμα που βρισκόμουν μόνη στο γραφείο, απασχολημένη με κάποιες παραγγελίες, ένιωσα ξαφνικά την ατμόσφαιρα να παγώνει και, σηκώνοντας το βλέμμα μου για να δω αν το παράθυρο ήταν ανοιχτό, είδα τη μητέρα μου να στέκεται όρθια δίπλα στην πόρτα, με το ταξιδιωτικό της παλτό και τη βαλίτσα στο χέρι, σαν να περίμενε το τρένο στον σταθμό. Δεν κινήθηκα, και σταμάτησα να αναπνέω για να μην την τρομάξω.

Μαμά, μαμά, μη φύγεις, της φώναξα χωρίς φωνή, αλλά μια στιγμή αργότερα εξαφανίστηκε.
Άρχισα να κλαίω ανεξέλεγκτα, και αυτός ο χείμαρρος των δακρύων ξέπλυνε το μέσα μου μέχρι που δεν έμεινε τίποτα από την αποδοκιμασία, την ενοχή και τις κακές αναμνήσεις. Από τότε, το πνεύμα της μητέρας μου με τριγυρίζει ελαφροπάτητο». Σελ.129-130


«Έντεκα μήνες μετά τη γέννησή σου, ένα στρατιωτικό πραξικόπημα ανέτρεψε την κυβέρνηση με αιματοχυσία, όπως είχε προβλέψει ο Χουλιάν Μπράβο από την εκλογή του σοσιαλιστή Προέδρου. (…). Το πραξικόπημα είχε οργανωθεί σαν πολεμικό στρατήγημα. Οι ένοπλες δυνάμεις και η αστυνομία επαναστάτησαν την αυγή μιας Τρίτης της άνοιξης, και το μεσημέρι είχαν βομβαρδίσει το Προεδρικό Μέγαρο, ο Πρόεδρος ήταν νεκρός και η χώρα βρισκόταν υπό στρατιωτική διοίκηση. Η καταστολή ξεκίνησε αμέσως». Σελ. 261-262


«Ο Τύπος τίναξε από πάνω του το βάρος της λογοκρισίας, και σιγά σιγά μάθαμε για τις πιο σκοτεινές πτυχές των προηγούμενων ετών, αλλά το σύνθημα ήταν να καλύψουμε το παρελθόν με έναν μανδύα λήθης για να χτίσουμε το μέλλον». Σελ.341


«Και η δική μου ζωή άλλαξε εκείνα τα χρόνια · μπήκα σε μια άλλη ατραπό της πορείας μου. σύμφωνα με το ποίημα του Αντόνιο Ματσάδο, «δεν υπάρχει δρόμος, ο δρόμος γίνεται βαδίζοντας». Σελ.343


«Υπάρχει μια στιγμή να ζήσεις και μια στιγμή για να πεθάνεις. Μεταξύ των δύο υπάρχει χρόνος για να θυμάσαι. Αυτό έκανα στη σιωπή αυτών των ημερών, οπότε μπόρεσα να γράψω τις λεπτομέρειες που μου έλειπαν για να ολοκληρώσω αυτή τη διαθήκη, που αφορά τα συναισθήματα και όχι τα υλικά ζητήματα». Σελ. 377-378


«Αφού έζησα έναν αιώνα, νιώθω ότι ο χρόνος γλίστρησε μέσα από τα δάχτυλά μου. Πού πήγαν αυτά τα εκατό χρόνια;». Σελ. 383

«Βιολέτα» της Ιζαμπέλ Αλιέντε | παρουσίαση – κριτική Άγγελα Μάντζιου

Ζω για να τη διηγούμαι | Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες | κριτική

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε