Στο μεταξύ, η γριά, ετοιμασίες για τα Χριστούγεννα είχε ξεκινήσει, αλλά η καρδιά της τό ξερε. Προπαραμονή της γέννησης του Θεανθρώπου ήτανε, -χώρια που γιόρταζε κι ο γιός της-, κι ενώ το μυαλό της από το μπλέξιμό του να ξεκολλήσει δε γινότανε, μουρμουρίζοντας,
“αχ αυτή η νυφαδιά μου, τον έφαγε τον γιόκα μου, κανένα μας δε θα αφήσει ζωντανό”,
δούλευε ασταμάτητα για να τα προφτάσει όλα. Άσε που είχε να επιβλέπει και τις κόρες της γκρινιάζοντας.
“ολόκληρες γομάρες, τον απαυτό τους να ξύσουν δεν νογάνε, -Θεέ μου σχώρα με τέτοιες ημέρες πού ναι”.
Στη μικρή κουζίνα, μήτε φλυτζάνι δεν χωρούσε ν ακουμπήσεις πια, αφού και το φανάρι ταψάκια και φορμίτσες ήτανε γεμάτο. Μελομακάρονα, Χριστόψωμα, κουραμπιέδες και μπακλαβάδες, απλώνονταν από τ αντρέ ως μέσα, στην παραστιά, σε καρέκλες, πάγκους, τραπέζια και σκρίνια, όπου τελοσπάντων ήταν δυνατό να βολευτούν. Οι ηδύτατες οσμές τής βρασμένης κανέλας, του σπασμένου καρυδιού, του καβουρδισμένου αμύγδαλου, της άχνης ζάχαρης που την ετοίμαζαν με το γαβάνι, έδεναν σ ένα πανηγύρι οσφραντικής παραζάλης με τη σαγήνη από το ζεσταμένο μέλι και το πετιμέζι.
Το παιδί, μπερδευόταν στις ποδιές των γυναικών, παρακαλούσε τη γριά να του πλάσει ένα καίκι, -ενώ εκείνη διατεινόταν πως μόνον φίδια, αρκούδες και πουλιά κατάφερνε-, βουτούσε κρυφά το δάχτυλό του στις ζύμες, έγλυφε στα πεταχτά λίγη γέμιση μελομακάρονου από την άκρη της λεκάνης, κι όποτε εύρισκε ευκαιρία τρύπωνε κρυφά στο στόμα του ένα καρυδάτο διότι αυτά, ήταν έτοιμα για φάγωμα απ τη στιγμή που τα έπλαθε η μάννα του, αφού ανάγκη από ψήσιμο δεν είχαν. Ύστερα, έτρεχε στην αυλή για να κρύψει τη ζαβολιά του. Η θάλασσα ακινητούσε ως πέρα στον ορίζοντα, το καίκι τού πάππου του καμάρωνε κατακόκκινο με τα δυό του άλμπουρα, και το γλύκισμα έλιωνε αργά-αργά στο στόμα τού παιδιού. Στη γεύση του, ένα γινόταν το καρύδι, το μέλι και το κακάο, κι όλα έπαιρναν κάτι από το χιόνι που σκάλωνε στα χείλια του όπως κρημνιζόταν βουβό απ τα ουράνια, ενώ ο ήχος της καμπάνας που χτυπούσε αδιάκοπα καλώντας τούς πιστούς, έσμιγε κι αυτός με τις γεύσεις.
Κι όταν τελείωσαν με το ζύμωμα και το πλάσιμο, οι κόρες της γριάς πήραν να μεταφέρουν τα γλυκά στο φουρναριό βγάζοντας μικρές κραυγές, τάχατες για το χιόνι που τις ανατρίχιαζε καθώς πασπάλιζε τα γυμνά τους μπράτσα, ενώ απ τη χαρά τους ήτανε. Διότι η ετοιμασία τις ξαναγύριζε στα παιδικά τους χρόνια, στην άδολη χαρά δηλαδή, που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο κάνει την καρδιά να ριγά, κι αλαφραίνει το κορμί. Και το παιδί που μπαινόβγαινε ξωπίσω τους, είδε τη γριά να τρυπώνει στο κατώι βαστώντας δυό μικρά βαθιά τσίγκινα πιάτα. Κι όπως το αντιλήφθηκε εκείνη, κοντοστάθηκε μπροστά στη βαριά πόρτα.
“Θέλεις νά ρθεις;” ρώτησε, κι ενώ το βλέμμα της σκεφτόταν, έσπρωξε την πόρτα.
Τη στιγμή που τα μάτια τού παιδιού συνήθισαν στο μισοσκόταδο, η γριά άφησε καταγής τα πιάτα, κι ύστερα έπιασε με τα δυό χέρια ένα αγκωνάρι στον τοίχο. Τραβώντας το έξω με κόπο, αποκάλυψε μιάν τεράστια παραθύρα. Ήξερε το παιδί τις παραθύρες, άλλωστε στο κατώι υπήρχαν άλλες τέσσερις. Στις δυό, τρεις απ τις κότες τού σπιτιού τό χαν συνήθειο να γεννούν τ αυγά τους, κι εκεί όλες ανεξαιρέτως τα κλωσούσαν. Κι αφού η γριά αντιλήφθηκε μιά μέρα πως ο Μενέλαος στο μελίσσι, -κάτω από την πλάκα που το σκέπαζε-, έκρυβε τα τσιγάρα του, στις κενές παραθύρες τα παράχωνε πλέον ο πάππος τού παιδιού πριν μπει στο σπίτι. κι ύστερα στο μισοσκόταδο, μασούσε και μιά σταλιά ρίγανη με βασιλικό, προσπαθώντας να παραπλανήσει τη γριά, αφού, “βρωμοκοπούσε τσιγαρίλα από δυό μέτρα μακρυά”.
Το παιδί παρατηρούσε με κομμένη ανάσα, γιατί το μέγεθος της παραθύρας, -διπλάσιο απ των αλλονών το άνοιγμά της-, κι ύστερα το εκστασιασμένο βλέμμα τής γριάς κι ο δισταγμός της, ένα σήμαιναν. μυστικό βαρύ κρυβότανε εκεί.
Η γριά, τρύπωσε τα χέρια της βαθιά, ως τους ώμους, και μετά με κόπο, αργά-αργά τα έσυρε έξω λαχανιασμένη απ την προσπάθεια και τη συγκίνηση. Το παιδί δεν πίστευε στα μάτια του. δυό τεράστια φίδια χοντρά ίσα με το μπράτσο του κουλουριασμένα το ένα με το άλλο, αργοσαλεύανε στην αγκαλιά της .
“Δεν είναι για να τα φοβάσαι”, το βεβαίωσε εκείνη, “δικά μας είναι, του σπιτιού, τη μοίρα μας βαστάνε αλάργα και το κακό ξορκίζουνε. κι ύστερα, σαν ξυπνήσουνε με την καλοκαιρία, κοίτα τί κάνω”, κι έφερε τα κεφάλια τους στ αυτί της, σκύβοντας.
“Τη γλώσσα βγάζουνε έξω και μου σφουγγίζουνε τ αυτιά. Πώς θαρρείς ότι ακούω τα πουλάκια στο ρέμα κι αφουγκράζομαι;”
Το παιδί κοίταζε αποσβολωμένο.
“παλιά όλοι νογούσανε τα κελαϊδίσματα. Για τον καιρό προσφεύγανε στον Γκιώνη, στα περιστέρια για τα γεννητούρια, στη σουσουράδα για τα κουτσομπολιά, και τα μελλούμενα από τη χελιδόνα τα μαθαίνανε. Άλλαξε ο κόσμος τώρα, κι αν τα φιδάκια σου δεν έχεις, τ αυτιά σου να σ ανοίξουνε, αποτέλεσμα μηδέν. Μόνον ακούς τα κελαϊδίσματα και χαίρεσαι. Καλή είναι η χαρά, αλλά με σκέτη χαρά, μόνον οι ξεμωραμένοι αγάλλονται. Άντε τώρα να τα βάλουμε πίσω στη θέση τους, χαλάσαμε τον ύπνο τους. Κι όχι πως θα ξυπνήσουνε τελείως, με την καλοκαιρία θα ξαναδούν τη μέρα. Αλλά καλού-κακού, τους έφερα φαγάκι. μέλι με γάλα και πυτιά. δεν είναι οι γιορτές μονάχα για τον άνθρωπο, για τις ψυχούλες όλες είναι, και όλα είναι ζωντανά”.
Το παιδί, ίσα που ανάσαινε παρατηρώντας το καφεκόκκινο δέρμα των φιδιών και τις πορτοκαλιές βούλες που έτρεχαν στη ράχη τους απ το κεφάλι ως την άκρη της ουράς, ενώ εκείνη προσπαθούσε να τ αποθέσει και πάλι στη φωλιά τους.
“Για πιάσε την ουρά”, διέταξε η γριά, “δε βλέπεις πώς τη γύρισε και δε χωράει; Αυτό είναι το ζημιάρικο, έχει μιά βούλα παραπάνω απ τ άλλο”.
Υπνωτισμένο το παιδί, έσπρωξε την ουρά που είχε τσακίσει σε γωνία και δεν έλεγε να μπει στην τρύπα, και το χέρι του πάγωσε μαζί με την καρδιά του καθώς ακούμπησε στο παγωμένο δέρμα του φιδιού. Η γριά, αφού κατάφερε να τα ξαναβάλει στη θέση τους, τοποθέτησε δίπλα τους και τα πιάτα και συνέχισε να μιλάει.
“Τώρα που τό μαθες κι αυτό, στις βρυσούλες, ξημέρωμα θα πάμε. Εδώ, πίσω απ του Σταμάτη, στου Καλόγερου, και στην άλλην, που ακόμα δε στην έδειξα, στο ρέμα το δικό μας. θ αφήσουμε καλούδια και γλυκά. Η δικαιοδοσία μας, ως εκεί είναι. παραπάνω, αλλονών. Και για τις βρύσες θα τ αφήσουμε, αλλά πρωτίστως για τα ξωτικά και για τα καλκατζούρια βέβαια. Θα πάμε τα πεσκέσια μας, θα τα παρατήσουμε, και θα φύγουμε. Ψυχή ζώσα δεν πρέπει να υπάρχει για να φανερωθούν τα ξωτικά. Παλιά, τα καλκατζούρια τρυπώναν απ τον μπουχαρή και κατεβαίνανε στα σπίτια. Εκεί να σ έχω, όρθιο κι αμίαστο, τίποτα δεν απόμενε. Παντού αποπατούσανε κι αλείβανε ότι των Χριστουγέννων. τσουρέκια, μπακλαβάδες, φτάκια και κουραμπιέδες. Το παραμικρό δε γλίτωνε, ως και στο κατώι τρυπώνανε για να μολέψουνε το σφάγιο. Κι όταν το πρωί ξυπνούσες, ο αποθαρρός σου σ έπιανε, καταστροφή. Ως των Φώτων κινδυνεύαμε, γιατί μετά, τα έδιωχνε ο αγιασμός από παντού, και τρέχαν να προφτάσουν, στη γη να μπούνε πάλι”.
Το παιδί άκουγε με τεντωμένα αυτιά και μάτια, κι όταν σταμάτησε η γριά να πάρει ανάσα, ρώτησε, “καλά, και τώρα τί θα κάνουμε;”
“Αχ, πάνε και τα καλκατζουράκια. πλέον δε βγαίνουνε”, “Γιατί;” είπε αυθόρμητα το παιδί που κρεμόταν απ τα χείλια της. “Διότι πονήρεψε πολύ ο κόσμος. όλα αλλάξαν από τότε. Κι έχει και τα καλά του, όπως μ αυτά τα άτιμα τα ζλάπια που φύγαν και γλιτώσαμε, έχει και τ άσχημα, όπως με τα πουλάκια για παράδειγμα. Ότι τίποτα μόνο του δεν έρχεται. Να θυμάσαι. να θυμάσαι για να μη γελιέσαι. Όλα αντάμα είναι, κι ας φαίνεται το ένα απ τα δυό. Το καλό όταν βλέπεις, να περιμένεις και τ ανάποδο. Και το κακό όταν σε πετυχαίνει, κοντά-σιμά σε φτάνει κι η ευεργεσία. Κι άλλη φορά δε θα στο πω, μόνον ο Ύψιστος, -Ευλόγησον Κύριε-, μένει απαράλλαχτος εις τους αιώνας των αιώνων. τα άλλα, όλα αλλάζουν. Κι ας είναι κάστρα και βουνά, κι ας είναι θάλασσες και λίμνες, κι ας είναι αγάπες με όρκους και βάσανα και χάδια και φιλιά, διπλά και τρίδιπλα δεμένες, ακόμα και με μάγια. Κι ο άρχοντας της σήμερον, ζήτουλας της αύριον. Ά!, θα το λησμονούσα, ακόμα και ο Πονηρός, άγγελος ήτανε πρωτύτερα, και γύρισε κι αυτός. κι αυτό είναι το καλύτερο, γιατί μας βεβαιώνει, πως και οι αγγέλοι ακόμα αλλάζουν”.
Ωσότου έρθει ώρα για να κοιμηθεί το παιδί, στο νου του στριφογύριζε τα φίδια, τα καλκατζούρια και τα ξωτικά. Κι όταν έγειρε τα βλέφαρά του απ τη νύστα, είδε νησιά να βυθίζονται στα πέλαγα, πολιτείες να φυτρώνουν εκεί που έρημες εκτάσεις υπήρχαν μόνον έως τότε, κι είδε το βουνό να γεμίζει από σπίτια, κοντά το ένα στ άλλο, τόσο, που μήτε η ρίγανη δεν είχε πλέον τόπο να φυτρώσει. κι είδε τη θάλασσα άδεια από ψάρια, κι είδε τους φίλους του τον Κωσταντή και τον Δημήτρη να το καταδιώκουν και να το εχθρεύονται, και τέλος είδε, αντάμα με τη μάννα του τον τόπο του ν αφήνει, φεύγοντας για τη ξενητειά. Κι η αγωνία του έλαβε τέλος, μόνον όταν ένοιωσε στη μύτη του μυρουδιά από θάλασσα, πετρέλαιο και λεμόνια, τη μυρουδιά του πατέρα του δηλαδή, και κει, βγάζοντας στεναγμούς, βυθίστηκε σε ύπνο βαθύ, λιθαργικό.