Ένας πολύ γλυκός θάνατος | Σιμόν ντε Μποβουάρ

 

Ο τίτλος του βιβλίου, από μια φράση της νοσοκόμας η οποία είχε αναλάβει την φροντίδα της νοσηλείας της μητέρας της συγγραφέως, λογίζεται ως φράση παρηγοριάς προς τις δύο κόρες της. Επαναλαμβάνεται στο βιβλίο κάπως παραφθαρμένη κι άλλες φορές. Το βιβλίο είναι αυτοβιογραφικό.

Η συγγραφέας περιγράφει, σε πρώτο πρόσωπο, τις τελευταίες μέρες ζωής της μητέρας της, η οποία νοσηλεύεται σε νοσοκομείο για έξι εβδομάδες, με κάταγμα ισχίου  ύστερα από πτώση στο σπίτι της.  Η είδηση βρίσκει την συγγραφέα στην Ρώμη. Οι διεξοδικές εξετάσεις δείχνουν καρκίνο του εντέρου. Ύστερα από μία επώδυνη εγχείρηση  η εξέλιξη της αποκατάστασης έχει φθίνουσα πορεία, με αποτέλεσμα τον θάνατο της ηλικιωμένης γυναίκας. Η συγγραφέας αφηγείται, χωρίς προσπάθεια  ωραιοποίησης, αυτήν την επώδυνη διαδικασία της φθοράς του σώματος και τις μικρές αναλαμπές διαύγειας που αναζωπυρώνουν τις ελπίδες βελτίωσης και αποκατάστασης της υγείας της ασθενούς Φρανσουάζ, μητέρας της Σιμόν και της Πουπέτ.

Η συγγραφέας αναθυμάται γεγονότα και ανακαλεί αισθήματα τα οποία συνδέονται με την ανάμνηση και εμπειρία της ζωής της. Διάφορα περιστατικά έρχονται στο προσκήνιο και αθροίζουν εικόνες και σκέψεις, ψηφίδες ζωής, στιγμιότυπα  οικογενειακών σχέσεων που αφορούν και την ίδια καθώς και άλλα πρόσωπα της ευρύτερης οικογένειας.

Η αναφορά περιλαμβάνει ένα ξανακοίταγμα της σχέσης των γονέων της, επιμένοντας  στις αντιδράσεις πάνω σε διάφορα ζητήματα,  εξαιτίας των χαρακτήρων τους. Έρχεται στο προσκήνιο η ταξική διαφοροποίηση και ο αγώνας της μητέρας για κατοχύρωση, αναγνώριση, αποδοχή, ανεξαρτησία. Η λύση της  υποταγής της, εξετάζεται από την συγγραφέα στο πρίσμα της εποχής στην οποία έτυχε να ζήσει και των  κοινωνιολογικών μεταβολών ή κατακτήσεων του φεμινιστικού κινήματος, στις οποίες αντιτάχθηκε λόγω ελλιπούς μόρφωσης και κοινωνικής διαπαιδαγώγησης(φύλο-ηθική).

Στην σύντομη αφήγηση εισρέουν σκέψεις αποφθεγματικού χαρακτήρα, αναλογίες και συγκρίσεις ( γιατρός-ασθενής, δικαστής- κατηγορούμενος, άνδρας – γυναίκα, μητέρα-κόρη). Κοινωνικές και οικογενειακές σχέσεις, χαρακτήρες και συνήθειες, στιγμιότυπα της παιδικής ηλικίας, όψεις της ανάμνησης, γάμος, θρησκεία, επιστήμη, ηθική, ταυτότητα, βιβλία, συγγραφή, αναδύονται ως υλικό παρατήρησης και αντικείμενο σκέψης και στοχασμού.

Η προσωπική σχέση μητέρας-κόρης, αυτή η ιδιαίτερη σχέση τους, υφαίνεται σε αντιφατικά αισθήματα, αγάπης μίσους, θαυμασμού-απόρριψης, λόγω συναισθηματικής εξάρτησης, επιβολής ελέγχου, διαφοροποίησης, αμφισβήτησης, αντίδρασης.  Η συγγραφέας Μποβουάρ, εξετάζει τις συνέπειες των  ατομικών επιλογών κάποιων πράξεων ζωής που αντιβαίνουν τις επιθυμίες της μητέρας της για εκείνη (συμβίωση-συγγραφή), εκτεθειμένων στον κοινωνικό  αντίκτυπο της κριτικής της κοινής γνώμης ή  της ηθικής του ονόματος της οικογένειας.

Το περιβάλλον του νοσοκομείου, οι συζητήσεις, οι ενημερώσεις των γιατρών, οι αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν, οι μπερδεμένες επιθυμίες για την παράταση ζωής ή την επιλογή του ανώδυνου τέλους, εκτίθενται με ωμή και λογική οπτική. Η αναμέτρηση με τον θάνατο, η επιστημονική αυθεντία, ο ανώνυμος ασθενής και η περιπτωσιολογία, η ασθένεια, ο πόνος, η θεραπεία, η φθορά, σκιαγραφούν την ανθρώπινη κατάσταση και την ανθρώπινη κοινή μοίρα. Περιγράφεται το σκηνικό της διαδικασίας της νοσηλείας και οι διαδρομές προς το νοσοκομείο, μια ιδιωτική περίπτωση συσσώρευσης στιγμών αβεβαιότητας, πόνου, οδύνης,  αντικρουόμενων αισθημάτων, ενταγμένη μέσα στην  γενική πραγματικότητα της ζωής που συνεχίζεται  σε παράλληλες γραμμές στην ατμόσφαιρα της πόλης του Παρισιού.

Καθαρές σκέψεις  χωρίς συναισθηματισμούς, εκφρασμένες με διάθεση κριτική και στοχαστική μπροστά στο μυστήριο της ζωής και του θανάτου, της φθοράς του σώματος, της αξιοπρέπειας, της ανεξαρτησίας,  του τέλους της ύπαρξης ενός αγαπημένου προσώπου, δίνουν στο βιβλίο  την αξία μιας μαρτυρίας: της θεώρησης του προσωπικού συμβάντος  και της αναγωγής της έκθεσης σε μια  γενική διάσταση.

 

Αποσπάσματα

«Δεν υπάρχει φυσικός θάνατος ·  τίποτε απ’ όσα συμβαίνουν στον άνθρωπο  δεν είναι ποτέ φυσικό, αφού η φυσική παρουσία του επαναδιαπραγματεύεται τον κόσμο. Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί. Για κάθε άνθρωπο όμως ο θάνατός του  είναι ένα δυστύχημα και, ακόμα κι αν τον γνωρίζει και συναινεί σε αυτόν, μια παράλογη, βίαιη πράξη». Σελ. 129

«…η Γαλλίδα συγγραφέας δεν επιχειρεί να εγγράψει τον κύκλο της ζωής  σε αυτόν της γραφής. Δεν επιδιώκει να τροφοδοτήσει η εμπειρία το κείμενο. Καταγράφει αποκλειστικά το βίωμα, αποδεικνύοντας έτσι ότι υπάρχουν ακόμη πράγματα που, μολονότι  αποτελούν αντικείμενό της, δεν συνιστούν αφήγηση». Σελ.8 (Γιώργος Ξενάριος στο Σ.τ.Μ)

…η όλο  πολυτέλεια αλαζονεία ενός κόσμου  όπου δεν έχει θέσει ο θάνατος, ο οποίος ωστόσο κρυβόταν πίσω από  την ωραία πρόσοψη, στην γκρίζα σιωπή των κλινικών, των νοσοκομείων, των κλειστών δωματίων. Και για μένα αυτή ήταν η μόνη αλήθεια». Σελ. 95-96

«Το να σκέφτεσαι ενάντια στον εαυτό σου είναι συχνά γόνιμο, με τη μάνα μου όμως η ιστορία είναι εντελώς διαφορετική: εκείνη έζησε ενάντια στον εαυτό της. Γεμάτη ορμές, ανάλωσε όλη την ενεργητικότητά της για να τις καταπιέσει, κι αυτή η καταπίεση γεννούσε μέσα της οργή. Όταν ήταν παιδί, συνέθλιψαν το κορμί, την καρδιά και το μυαλό της κάτω από ένα βαρύ φορτίο ηθικών αρχών και απαγορεύσεων. Της έμαθαν να σφίγγει μόνη της,  και πολύ σφιχτά, τα λουριά. Μέσα της επιβίωνε μια γυναίκα όλο φλόγα και πάθος, αλλά  παραμορφωμένη, ακρωτηριασμένη και ξένη προς τον εαυτό της». Σελ. 54

«Στην πρώτη δοκιμασία, είχα κάνει πίσω: είχα απαρνηθεί τη δική μου, προσωπική ηθική, ηττημένη πίσω από την ηθική της κοινωνίας. «Όχι» μου είπε ο Σαρτρ «ηττήθηκες από την τεχνολογία και τους ειδικούς, κι αυτό ήταν αναπότρεπτο». Πράγματι. Όταν πιάνεσαι στο γρανάζι των ειδικών, είσαι μικρός κι αδύναμος μπροστά στις διαγνώσεις τους, τις προβλέψεις τους, τις αποφάσεις τους». Σελ. 70

«Είχα δεθεί μ’ αυτή τη μελλοθάνατη. Καθώς μιλούσαμε στο μισοσκόταδο, οι παλιές μου τύψεις  γιατρεύονταν: ξανάρχιζα έναν διάλογο που είχε διακοπεί στην εφηβεία μου και τον οποίο τόσο οι διαφορές μας όσο κι η  ομοιότητά μας  δεν  είχαν επιτρέψει να ξαναπιάσουμε ποτέ. Η τρυφερότητα που ένιωθα παλιά και  νόμιζα ότι είχε χαθεί για πάντα  άρχισε να ξαναγεννιέται από τη στιγμή που μπόρεσε να χωρέσει μέσα σε λέξεις και σε απλές χειρονομίες». Σελ.93-94

«Ετούτη τη φορά η απελπισία που ένιωθα ξέφευγε από τον έλεγχό μου: κάποιος άλλος έκλαιγε μέσα μου». Σελ. 39

«Γιατί με κλόνισε τόσο πολύ ο θάνατος της μάνας μου;». Σελ. 124

«Η εκφορά του ονόματός της την ανάσταινε, συνόψιζε τη ζωή της από την παιδική της ηλικία ως τον γάμο της, και από τη χηρεία ως τον θάνατό της · «Φρανσουάζ ντε Μποβουάρ»: αυτή η  χαμένη διά παντός γυναίκα, που τόσο σπάνια ακουγόταν το όνομά της,  ξαναγινόταν ένα ζωντανό, υπαρκτό πρόσωπο». Σελ. 122

«Αυτοί που φεύγουν απ’ αυτό τον κόσμο αφήνουν πίσω τους τον χρόνο καταργημένο·». Σελ. 125


Ένας πολύ γλυκός θάνατος
Συγγραφέας: Simone de Beauvoir
Μετάφραση: Γιώργος Ξενάριος
Θεματική κατηγορία: Σύγχρονη
ISBN: 978-618-03-3237-7
Σελίδες: 136

Γράφει η Αγγέλα Μάντζιου


Νταβίντ Γκρόσμαν: «Η ζωή παίζει μαζί μου» | κριτική

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε