Ένας κόσμος όπου ζούνε μόνο παιδιά της

γράφει η Δέσποινα Ντίνα

Μια φορά κι έναν καιρό, στα πολύ παλιά χρόνια, λένε ότι υπήρχε ένα χωριό στο οποίο ζούσαν μόνο παιδιά

Γιορτάζω και κερνάω την ψυχή μου

Γιορτάζω! Θέλω να γιορτάσουμε μαζί. Σας θέλω κοντά μου, όπως ήσασταν όταν αποχαιρέτησα το ΑΧΕΠΑ. Μέσα από την ιστοσελίδα cityportal(διαβάστε περισσότερα)

Κανείς δεν ήξερε να πει γιατί αυτά τα παιδιά δεν μεγάλωναν, ούτε πώς είχαν γεννηθεί. Άλλοι έλεγαν ότι τα γέννησαν μάγισσες, άλλοι ότι τα έφεραν από άλλο πλανήτη κι άλλοι, οι πιο λογικοί, έλεγαν ότι δεν υπήρχε ποτέ τέτοιο χωριό. Αυτοί που έλεγαν ότι είχαν πάει στο χωριό, περιέγραφαν τα παιδιά και τον τρόπο που ζούσαν.

Έλεγαν πως τα παιδιά είχαν όλα την ίδια ηλικία, ήταν έντεκα χρονών. Διέφεραν στο χρώμα των ματιών και των μαλλιών, αλλά είχαν όλα το ίδιο ύψος και το ίδιο βάρος. Έμοιαζαν με τα παιδιά όλου του κόσμου στην εμφάνιση, όμως το μυαλό τους δεν ήταν όπως των παιδιών της ηλικίας τους. Ήξεραν πράγματα που κανείς δεν τους είχε διδάξει.

Ο Θωμάς είχε ακούσει γι’ αυτό το χωριό από τη γιαγιά του.

Του το έλεγε σαν παραμύθι, όταν ήταν μικρός, και πάντα τελείωνε: «Τώρα το λέμε σαν παραμύθι, αλλά όλοι ξέρουμε ότι αυτό το χωριό στα παλιά χρόνια υπήρχε. Τώρα δεν ξέρουμε τι έγιναν αυτά τα παιδιά, αν μεγάλωσαν, αν ζουν ακόμη, αν έφυγαν από το χωριό τους!».

Ο Θωμάς στεναχωριόταν πολύ που δεν ήξερε τι έγιναν αυτά τα παιδιά. Ρωτούσε και ξαναρωτούσε πού βρισκόταν αυτό το χωριό, για να πάει να το δει, αλλά η γιαγιά του δεν ήξερε να του πει. Ούτε κανείς άλλος, απ’ όσους ρώτησε, ήξερε να του πει. Μερικοί, μάλιστα, γελούσαν με την ερώτησή του. Ο Θωμάς παρακαλούσε τους γονείς του να μάθουν πού βρίσκεται το χωριό με τα παιδιά που δεν μεγάλωναν και να πάνε εκεί διακοπές φέτος το καλοκαίρι. Κι εκείνοι του απαντούσαν, πάντα με τρυφερότητα, ότι ψάχνουν για το χωριό, αλλά δεν μπορούν να βρουν καμία πληροφορία. Πολλοί έχουν ακούσει γι’ αυτό, αλλά κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται.

Ο Θωμάς ήταν σίγουρος ότι το χωριό υπήρχε.

Το έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του και του άρεσε πολύ. Το βράδυ όταν ξάπλωνε να κοιμηθεί, η μαμά του του διάβαζε παραμύθια. Όλα του άρεσαν, κανένα όσο το παραμύθι με το χωριό των παιδιών. Όταν η μαμά του τον φιλούσε για καληνύχτα και έσβηνε το φως, ο Θωμάς έμενε μόνος του στο σκοτάδι και σκεφτόταν ότι ζούσε κι εκείνος στο χωριό των παιδιών.

Σ’ αυτό το χωριό τα παιδιά ήταν μεγαλύτερα από τον ίδιο τρία χρόνια. Κι επειδή ήταν μικρότερος και φιλοξενούμενος, τον πρόσεχαν πολύ. Του έδειχναν το χωριό τους και ο Θωμάς το θαύμαζε. Δεν έμοιαζε με τα χωριά που ήξερε. Δεν είχε σχολείο, δεν είχε εκκλησία, δεν είχε πλατεία. Τα παιδιά έμεναν σε μικρά σπίτια που το καθένα είχε τέσσερα κρεβάτια, ένα μπάνιο και καμία κουζίνα. Έτρωγαν όλα μαζί σε ένα σπίτι μεγάλο που είχε μια μεγάλη κουζίνα και πολλά τραπέζια για να χωράνε όλα τα παιδιά, τέσσερα σε κάθε τραπέζι, όπως ζούσαν σε κάθε σπίτι.

Ένα βράδυ, μόλις αποκοιμήθηκε, ο Θωμάς βρέθηκε σ’ ένα μεγάλο δρόμο που δεν ήξερε πού οδηγούσε.

Ένιωθε την επιθυμία να περπατήσει σ’ αυτό το δρόμο και το έκανε. Αριστερά και δεξιά του δρόμου υπήρχαν πολλά ψηλά δέντρα, το ένα πολύ κοντά στο άλλο, με πολλά κλαδιά και φύλλα που έκρυβαν ό,τι υπήρχε έξω από το δρόμο. Ο Θωμάς πήγαινε, πήγαινε, πήγαινε… Δεν ήξερε πώς είχε βρεθεί εκεί που ήταν, αλλά ήθελε να συνεχίσει. Κάτι ανεξήγητο τον έκανε να περπατάει με σιγουριά ότι θα φτάσει κάπου.

Είχε κουραστεί από το περπάτημα, όταν σε μια στροφή του δρόμου τέλειωσαν τα δέντρα και ο Θωμάς βγήκε σ’ ένα μεγάλο φωτεινό χώρο. Το φως τον θάμπωσε και δεν έβλεπε καθαρά. Όταν άρχισαν τα μάτια του να προσαρμόζονται και να βλέπει το τοπίο, είδε σε μεγάλη απόσταση από αυτόν ένα χωριό. Το χωριό ήταν χτισμένο στους πρόποδες ενός βουνού και από εκεί που βρισκόταν ο Θωμάς δεν φαινόταν κανένας δρόμος που να οδηγεί στο χωριό.

Όπου κι αν κοίταζε, έβλεπε χωράφια που έμοιαζαν με αυτά που υπάρχουν γύρω από το χωριό της γιαγιάς του. Μόνο που τα φυτά ήταν πιο ψηλά, πιο όμορφα, όλα με το ίδιο ύψος και καρπούς όλους με το ίδιο μέγεθος. Ο Θωμάς ξεχώριζε τα καλαμπόκια. Του άρεσαν να τα τρώει ψημένα ή βρασμένα. Μέσα από το χωράφι με τα καλαμπόκια που ήταν πιο ψηλά από αυτόν, ο Θωμάς αποφάσισε να προχωρήσει για να φτάσει στο χωριό. Μετά από πολλή ώρα ανάμεσα στα καλαμπόκια κι αφού είχε αρχίσει να φοβάται ότι έχασε τον προσανατολισμό του και δεν θα έφτανε στο χωριό, ο Θωμάς είδε το τέλος του μεγάλου χωραφιού και την αρχή ενός ανοίγματος.

Βγήκε από το χωράφι και στάθηκε να δει γύρω του.

Σε μικρή απόσταση από αυτόν, ίσια μπροστά του, βρισκόταν ένα παράξενο χωριό. Δεν πρόλαβε να το καλοκοιτάξει, όταν άκουσε δεξιά του μια φωνή:

‒ Γατούλα, μην απομακρύνεσαι, θα σε μαλώσω.

Ο Θωμάς γύρισε προς τα εκεί απ’ όπου ερχόταν η φωνή και είδε ένα κοριτσάκι που μιλούσε σε μια γάτα με ασυνήθιστα χρώματα. Τα μάτια της ήταν ανοιχτά πράσινα, το κεφάλι της κατάμαυρο και το σώμα της ολόλευκο. Η γάτα γύριζε για λίγο προς το κοριτσάκι και μετά έτρεχε πάλι μακριά από αυτό. Φαινόταν πολύ χαρούμενες και η γάτα και το κορίτσι.

Ο Θωμάς πλησίασε προς το μέρος τους.

Το κορίτσι ξαφνιάστηκε όταν τον είδε.

‒ Ποιος είσαι εσύ; Πώς έφτασες εδώ; Τι έψαχνες;

Οι ερωτήσεις έγιναν με τόσο χαρούμενη φωνή που δεν έμοιαζαν καθόλου με έλεγχο.

‒ Εγώ είμαι ο Θωμάς. Εδώ έφτασα από το δρόμο με τα δέντρα και δεν έψαχνα τίποτα.

‒ Δεν μπορεί να μην έψαχνες τίποτα! Εδώ δεν μπορεί να φτάσει κανείς, αν δεν ψάχνει κάτι σημαντικό.

‒ Πώς σε λένε;

‒ Δεν έχω όνομα.

‒ Και πώς σε φωνάζουν;

‒ Δεν με φωνάζουν. Δεν χρειάζεται να με φωνάζουν. Όταν κάποιος θέλει να μου μιλήσει, μιλάει κατευθείαν στην σκέψη μου.

Ο Θωμάς σκέφτηκε ότι του λέει ψέματα,

αλλά δεν θέλησε να της το πει για να μην την στεναχωρήσει, και για να μην την προσβάλλει και σταματήσει να του μιλάει.

‒ Εγώ που δεν μπορώ να μιλάω στη σκέψη σου, αν θέλω να σε φωνάξω, πώς θα το κάνω, με τι όνομα;

‒ Κι εσύ μπορείς να μιλήσεις στην σκέψη μου και να σ’ ακούσω, αλλά αν θέλεις οπωσδήποτε να με φωνάζεις με κάποιο όνομα, μπορείς να με λες Κλιόπη.

‒ Τι ωραίο όνομα! Δεν το έχω ξανακούσει.

‒ Είναι γιατί είναι μόνο δικό μου. Και το έχω μόνο για να με φωνάζεις εσύ.

Του Θωμά του άρεσε, αλήθεια, πολύ το όνομά της, όπως του άρεσαν πολύ και τα μάτια της που ήταν πράσινα σαν της γάτας της, μόνο που ήταν πιο μεγάλα, πιο όμορφα και πιο γελαστά.

Η Κλιόπη γύρισε προς το μέρος της γάτας της που έτρεχε πάνω κάτω, χωρίς να απομακρύνεται πολύ, και της φώναξε.

‒ Γατούλα, ετοιμάσου, γυρίζουμε σπίτι. Η βόλτα τελείωσε.

Η γάτα σταμάτησε απότομα εκεί που βρισκόταν, κοίταξε την Κλιόπη, μετά κοίταξε προς το χωριό και άρχισε να τρέχει προς τα εκεί.

Η Κλιόπη κάλεσε τον Θωμά.

‒ Θωμά, θέλεις να έρθεις μαζί μας; Θα χαρούμε πολύ να σε φιλοξενήσουμε.

Ο Θωμάς ήθελε.

‒ Ευχαριστώ πολύ! Κι εγώ θα χαρώ πολύ να μείνω μαζί σας.

Το σπίτι της Κλιόπης ήταν ένα μικρό σπιτάκι στη μέση ενός μικρού κήπου.

Στον κήπο υπήρχαν φυτά που ο Θωμάς τα ήξερε, όπως οι ντοματιές γεμάτες με ολοκόκκινες, ολοστρόγγυλες ντομάτες, αλλά και φυτά που δεν είχε ξαναδεί ποτέ του, ούτε ζωντανά ούτε σε φωτογραφίες. Το σπιτάκι ήταν ξύλινο. Μπαίνοντας μέσα ο Θωμάς είδε με μια ματιά όλο το σπίτι: ένα μικρό κρεβάτι, ένα μικρό τραπέζι, έξι μικρές καρέκλες και στον τοίχο πολλά μικρά ντουλάπια. Το σπιτάκι δεν είχε τηλεόραση, δεν είχε ψυγείο, δεν είχε υπολογιστή. Ο Θωμάς σκέφτηκε ότι η Κλιόπη θα ήταν πολύ φτωχή, γι’ αυτό και από το σπίτι της έλειπαν αυτά που όλοι σήμερα θεωρούμε απαραίτητα για να ζήσουμε.

Η Κλιόπη του πρόσφερε καρέκλα.

‒ Έλα, Θωμά, να καθίσεις. Να σε κεράσω παγωτό; Σου αρέσει το παγωτό;

Του Θωμά του άρεσε πολύ, αλλά δεν καταλάβαινε που θα έβρισκε το κορίτσι το παγωτό αφού δεν είχε ψυγείο. Μετά σκέφτηκε ότι μπορεί να είχε το σπίτι υπόγειο και να βρισκόταν εκεί το ψυγείο ή ότι η Κλιόπη θα πήγαινε κάπου να αγοράσει παγωτό, γι’ αυτό και της απάντησε:

‒ Μου αρέσει το παγωτό, αλλά δεν χρειάζεται να με κεράσεις τίποτα, δεν υπάρχει λόγος να μπεις σε κόπο.

‒ Κανένας κόπος!

Η Κλιόπη άνοιξε ένα μικρό ντουλαπάκι

και έβγαλε ένα κουτάλι στρόγγυλο, δυο μικρά γυάλινα μπολάκια και δυο ακόμη πιο μικρά κουταλάκια. Μετά άνοιξε ένα άλλο ντουλαπάκι και φάνηκε το παγωτό! Ήταν παγωτό φιστίκι. Το κορίτσι έβγαλε παγωτό με το στρόγγυλο κουτάλι και το έβαλε στα μπολάκια. Έκλεισε το ντουλαπάκι και πρόσφερε το παγωτό στον Θωμά.

Ο Θωμάς εντυπωσιάστηκε. Δεν είχε ξαναφάει τόσο νόστιμο παγωτό. Το παγωτό φιστίκι ήταν το αγαπημένο του και είχε φάει από πολλά διαφορετικά ζαχαροπλαστεία. Αυτό ήταν πολύ καλύτερο και από το καλύτερο που είχε δοκιμάσει μέχρι τότε.

‒ Κλιόπη, το παγωτό σου είναι το πιο νόστιμο παγωτό που έχω φάει. Από πού το πήρες;

‒ Δεν το πήρα από πουθενά.

‒ Μόνη σου το έφτιαξες; Θα μου δώσεις την συνταγή να μου το φτιάξει η μαμά μου;

‒ Δεν το έφτιαξα μόνη μου!

‒ Η μαμά σου το έφτιαξε;

‒ Δεν έχω μαμά!

‒ Συγγνώμη, δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω!

‒ Δεν με στεναχωρείς. Καταλαβαίνω τι ρωτάς. Εσύ δεν έχεις καταλάβει ότι εδώ που βρισκόμαστε δεν υπάρχουν μαμάδες και μπαμπάδες, είμαστε μόνο παιδιά.

‒ Και οι γονείς σας πού πήγαν;

‒ Δεν έχουμε γονείς. Ποτέ δεν είχαμε. Εμείς ήμασταν πάντα παιδιά και θα είμαστε πάντα παιδιά.

‒ Και θα πηγαίνετε πάντα σχολείο;

Αυτό ο Θωμάς το είπε με τρομαγμένο ύφος και η Κλιόπη γέλασε.

‒ Όχι, Θωμά! Εμείς δεν πηγαίνουμε ποτέ σχολείο.

‒ Και πώς μαθαίνετε αυτά που πρέπει να μάθετε;

‒ Ό,τι χρειαζόμαστε να ξέρουμε, το ξέρουμε.

‒ Απ’ όταν γεννιέστε;

‒ Δεν γεννιόμαστε. Υπάρχουμε.

‒ Τι θα πει δεν γεννιέστε; Εσύ δεν ήσουν ποτέ μωρό;

‒ Όχι, εγώ δεν ήμουν ποτέ μωρό και δεν θα αλλάξω ποτέ. Έτσι όπως με βλέπεις θα είμαι πάντα.

Η αλήθεια ήταν ότι του Θωμά του άρεσε πολύ αυτό που έβλεπε.

Η Κλιόπη ήταν πολύ όμορφο κορίτσι. Ωραία θα ήταν να έμενε πάντα έτσι, να μην μεγάλωνε, να μην γινόταν ποτέ γιαγιά με ρυτίδες και άσπρα μαλλιά. Ο Θωμάς ήξερε ότι δεν γινόταν αλλιώς. Οι άνθρωποι γεννιούνται, μεγαλώνουν, γερνούν και μετά πεθαίνουν. Δεν του άρεσε που η Κλιόπη έλεγε τέτοια ψέματα, αλλά είχε αρχίσει να την συμπαθεί πολύ κι έτσι αποφάσισε να μην μιλήσουν άλλο για το θέμα της γέννησης και του μεγαλώματος. Σκέφτηκε πως ίσως η μαμά της Κλιόπης να είχε πεθάνει ή να την είχε εγκαταλείψει και γι’ αυτό το κορίτσι έφτιαξε αυτήν την ιστορία στο μυαλό της, για να μην στεναχωριέται. Μάλλον λέει στον εαυτό της: «Αφού δεν έχω μαμά, άρα δεν γεννήθηκα».

‒ Κλιόπη, το παγωτό σου είναι καταπληκτικό! Πού το βρήκες;

‒ Δεν το βρήκα! Είναι εκεί που το είδες.

‒ Και πριν πού ήταν;

‒ Εκεί ήταν πάντα.

‒ Και όταν τελειώνει, από πού παίρνεις άλλο;

‒ Δεν τελειώνει.

‒ Τι εννοείς όταν λες ότι δεν τελειώνει;

‒ Δεν τελειώνει.

‒ Τι θα πει ότι δεν τελειώνει; Τρως, τρως, τρως… κι αυτό δεν τελειώνει ποτέ;!

‒ Ναι.

Ο Θωμάς ήταν σίγουρος ότι η Κλιόπη τον κορόιδευε.

Άρχισε να νιώθει λυπημένος με την σκέψη πως ένα τόσο χαριτωμένο κορίτσι έλεγε τόσο μεγάλα ψέματα. Άραγε τον θεωρούσε ηλίθιο που θα πίστευε αυτά που του έλεγε; Δεν θέλησε να την προσβάλλει. Σταμάτησε να μιλάει. Κοίταζε την Κλιόπη με βλέμμα θλιμμένο. Εκείνη τον κοίταζε με μάτια που έλαμπαν από χαρά.

‒ Πες μου, Θωμά, πώς έφτασες μέχρι εδώ;

‒ Από τον δρόμο που φτάνει στο χωριό.

‒ Αυτό σε ρωτάω! Πώς βρήκες τον δρόμο;

‒ Τι θα πει πώς βρήκα τον δρόμο; Τον βρήκα!

‒ Αυτόν τον δρόμο, τον δρόμο που οδηγεί εδώ, τον βρίσκουν μόνο αυτοί που επιθυμούν κάτι που είναι αδύνατον να γίνει. Εσύ, Θωμά, τι αδύνατο επιθυμούσες να γίνει;

‒ Γιατί τον βρίσκουν μόνο αυτοί που επιθυμούν το αδύνατο; Τι είναι εδώ;

‒ Εδώ, Θωμά, είναι το χωριό που ζούνε μόνο παιδιά.

Ο Θωμάς ένιωσε ξαφνικά να ανάβει φως μέσα στο κεφάλι του.

Θυμήθηκε! Αυτό το χωριό έψαχνε. Εδώ ήθελε να έρθει. Άρα η Κλιόπη ήταν ένα παιδί που ζούσε στο χωριό. Άρα δεν έλεγε ψέματα, όταν του έλεγε ότι δεν γεννήθηκε, δεν μεγάλωσε και δεν έχει μαμά! Ο Θωμάς άρχισε να καταλαβαίνει γιατί το πιο νόστιμο παγωτό φιστίκι που έχει φάει ποτέ του, ήταν ένα παγωτό που δεν το είχε φτιάξει κανείς και δεν τελειώνει ποτέ. Γιατί έτσι ήταν εδώ, στο χωριό που ζούσαν μόνο παιδιά τα πράγματα δεν φτιάχνονται και δεν τελειώνουν, υπάρχουν συνεχώς.

Τώρα ο Θωμάς κοιτάζει την Κλιόπη με άλλα μάτια. Τώρα βλέπει ότι η Κλιόπη είναι ένα ξεχωριστό κορίτσι. Η χαρά που λάμπει στα μάτια της δεν μοιάζει με την χαρά των παιδιών που ξέρει ο ίδιος. Το απαλό ροζ χρώμα στο πρόσωπό της μοιάζει τόσο διάφανο! Δεν θυμίζει τα κορίτσια της ηλικίας της που ξέρει ο Θωμάς. Η Κλιόπη είναι διαφορετική. Για να δει, όμως, κάποιος την διαφορά της και να την καταλάβει, πρέπει να έχει μάτια καθαρά, που θα μπορούν να βλέπουν το καινούριο όπως είναι πραγματικά.

‒ Θωμά, γιατί με κοιτάζεις με τόσο μεγάλη έκπληξη; Τι σκέφτεσαι;

‒ Σκέφτομαι ότι πάντα ήθελα να έρθω στο χωριό που ζούνε μόνο παιδιά. Χαίρομαι πολύ που είμαι εδώ. Χαίρομαι πολύ που σε γνώρισα.

‒ Κι εγώ χαίρομαι πολύ που είσαι εδώ. Χαίρομαι πολύ που βρήκες αυτό που έψαχνες! Χαίρομαι που πίστευες ότι υπάρχει το χωριό που ζουν μόνο παιδιά και ήθελες να έρθεις. Χαίρομαι που κατάφερες το αδύνατο.

‒ Γιατί λες ότι κατάφερα το αδύνατο;

‒ Αυτό, Θωμά, θα το καταλάβεις, όταν μεγαλώσεις. Τότε θα μάθεις πως όταν θέλεις το αδύνατο, θα το καταφέρεις. Άλλες φορές θα το καταφέρνεις, γιατί θα προσπαθείς πολύ, κι άλλες φορές θα είναι δώρο.

‒ Δώρο από ποιόν;

‒ Αυτό θα το μάθεις εσύ, όταν θα πάρεις το δώρο.

‒ Γιατί δεν μου λες;

‒ Γιατί έτσι πρέπει. Εγώ που δεν γεννήθηκα, ξέρω χωρίς να μαθαίνω! Εσύ πρέπει να μάθεις, για να ξέρεις.

Ο Θωμάς νιώθει ένα χάδι στο μέτωπό του κι ύστερα ένα φιλί στο μάγουλο.

Η μυρωδιά της μαμάς του είναι γύρω του. Ανοίγει τα μάτια του και βλέπει την μαμά του.

‒ Ξύπνα, Θωμάκο μου, είναι ώρα να φύγουμε. Σήμερα θα πάμε στο χωριό της γιαγιάς, για να γιορτάσουμε μαζί της τον ερχομό της καινούριας χρονιάς.

Ο Θωμάς μισοξυπνάει, αρχίζει να καταλαβαίνει που βρίσκεται και αγκαλιάζει την μαμά του. Σφίγγει τα χέρια του γύρω από τον λαιμό της και της λέει:

‒ Σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω…

Η μαμά του ξαφνιάζεται από την έκρηξη αγάπης. Δεν τις συνηθίζει ο γιος της τέτοιες εκδηλώσεις.

‒ Κι εγώ σ’ αγαπάω, ψυχή μου.

‒ Μαμά, χαίρομαι πολύ που τα παιδιά έχουν μαμά.

‒ Πώς σου ήρθε, παιδί μου, τώρα αυτό, λες και ανακάλυψες σήμερα ότι τα παιδιά έχουν μαμά;

‒ Μου ήρθε! Χαίρομαι που σε έχω, που ξέρεις να κάνεις παγωτό, που το τρώμε και τελειώνει.

‒ Τι είναι αυτά που λες, παιδί μου; Να σου βάλω θερμόμετρο! Μήπως έχεις πυρετό;

‒ Όχι, έχω μαμά, είμαι παιδί που γεννήθηκα και θα μεγαλώσω!

Η μαμά του Θωμά τρόμαξε με τα λόγια του γιου της. Ετοιμαζόταν να φωνάξει τον άντρας της, όταν ο Θωμάς άρχισε να της εξηγεί ενθουσιασμένος:

‒ Μαμά, πήγα στο χωριό που ζούνε μόνο παιδιά και γνώρισα την Κλιόπη. Είναι ένα πολύ όμορφο κορίτσι, είχε μια γάτα που την φώναζε Γατούλα και με κέρασε παγωτό φιστίκι που δεν τελειώνει ποτέ και…

Η μαμά του Θωμά άκουσε να περιγράφει πως πέρασε στο χωριό που ζούσαν μόνο παιδιά και κατάλαβε ότι ο γιος της ονειρεύτηκε αυτό που επιθυμούσε.

‒ Πολύ ωραίο όνειρο είδες, Θωμά μου.

‒ Δεν ήτα όνειρο, μαμά! Πήγα στο χωριό!

‒ Όχι, αγάπη μου, όνειρο ήταν. Κοιμόσουν. Εγώ σε ξύπνησα.

‒ Όχι, δεν ήταν όνειρο. Εγώ γνώρισα την Κλιόπη. Εγώ θα την θυμάμαι πάντα. Κι εκείνη θα με θυμάται.

‒ Καλά, Θωμά μου, δεν θα μαλώσουμε γι’ αυτό. Σήκω τώρα, να ετοιμαστείς. Έχουμε μεγάλο ταξίδι να κάνουμε, πρέπει να ξεκινήσουμε νωρίς, να φτάσουμε πριν νυχτώσει.

Ο Θωμάς βγήκε από το πάπλωμά του βαριεστημένα.

Δεν του άρεσε που άρχισε να καταλαβαίνει ότι η μαμά του είχε δίκιο πως είχε ονειρευτεί το χωριό που ζούσαν μόνο παιδιά. Εκείνος είχε γνωρίσει την Κλιόπη και θα την θυμόταν πάντα. Η Κλιόπη δεν τον είχε γνωρίσει και δεν θα τον θυμόταν. Αυτό τον πονούσε πολύ.

Σ’ ολόκληρο το ταξίδι ο Θωμάς μίλησε ελάχιστα, παρά τις προσπάθειες της μαμάς του και του μπαμπά του να του φτιάξουν το κέφι. Το βράδυ έφαγε ελάχιστα και πήγε κακόκεφος να κοιμηθεί. Η μαμά του άφησε την πόρτα του δωματίου ανοιχτή και το φως στον διάδρομο αναμμένο, για να μπορεί ο Θωμάς να σηκωθεί εύκολα από το κρεβάτι του, αν ξυπνήσει το βράδυ.

Ο Θωμάς δέχτηκε το φιλί για καληνύχτα από την μαμά του και κουλουριάστηκε κάτω από τις κουβέρτες του. Μέσα στο σκοτάδι αναζητάει την εικόνα της Κλιόπης. Της μιλάει. Της λέει ότι του λείπει. Την φωνάζει.

‒ Κλιόπη! Κλιοοόπη! Κλιόπη μου; Πού είσαι;

Δεν παίρνει καμιά απάντηση. Τα όνειρα δεν απαντούν. Τινάζει τις κουβέρτες από πάνω του με θυμό. Την στιγμή που τα μάτια του από το σκοτάδι πέφτουν στο μισοσκότεινο δωμάτιο, φευγαλέα, βλέπει δίπλα του την εικόνα της Κλιόπης. Εκείνη προλαβαίνει να του πει πριν χαθεί:

‒ Με βρήκες, γιατί ήθελες το αδύνατο.

Ο Θωμάς ξαναθυμήθηκε όλα όσα είπαν με την Κλιόπη.

Εκείνη του είπε ότι θα καταλάβει, όταν μεγαλώσει. Ο Θωμάς θα μεγαλώσει και θα καταλάβει. Η Κλιόπη θα μείνει πάντα μικρή και θα είναι πηγή έμπνευσης για τον Θωμά, που δεν θα πάψει ποτέ να θέλει το αδύνατο και να προσπαθεί να το καταφέρει. Υπόσχεται στον εαυτό του πως δεν θα ξεχάσει ποτέ την Κλιόπη. Άλλωστε έχει κι εδώ παγωτό φιστίκι που θα του θυμίζει πάντα την μικρή φίλη του. Κι ας μην είναι τόσο νόστιμο κι ας τελειώνει. Στον Θωμά θα θυμίζει την Κλιόπη και το ότι μπορεί να καταφέρει το αδύνατο.

Παραμύθι: Δέσποινα Ντίνα

Γιορτάζω και κερνάω την ψυχή μου

Γιορτάζω! Θέλω να γιορτάσουμε μαζί. Σας θέλω κοντά μου, όπως ήσασταν όταν αποχαιρέτησα το ΑΧΕΠΑ. Μέσα από την ιστοσελίδα cityportal με το άρθρο μου «Αποχαιρετώντας το νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ», πριν από μερικούς μήνες, είχα την ευκαιρία να νιώσω την σκέψη σας μέσα στον χώρο μου. Εισέπραξα την ενέργειά σας εκφρασμένη με όμορφες λέξεις, αλλά και νοερά κατευθείαν στα βάθη της ψυχής μου. Με συνόδευσαν οι ευχές σας στο επόμενο βήμα μου, που ήταν το διάβασμα για τις εξετάσεις του τίτλου ειδικότητας. Οι ευχές σας ήταν ώθηση και παρηγοριά στις ώρες της απόλυτης μοναξιάς.

 

Σήμερα κρατάω στα χέρια μου την βεβαίωση του τίτλου ειδικότητας. Δίπλα στο όνομά μου, Δέσποινα Ντίνα, υπάρχει ο τίτλος ειδικότητας: Ενδοκρινολογίας – Διαβήτη – Μεταβολισμού.

 

Μου αρέσει που το βλέπω. Μου ταιριάζει! Η κούραση και η ένταση των εξετάσεων υποχώρησαν και η ψυχή μου άρχισε να χαίρεται. Γι’ αυτό θέλω να χαρούμε μαζί. Γι’ αυτό θέλω να σας κεράσω. Σκεφτόμουν τι θα μπορούσα εγώ να σας δώσω σαν ανταπόδοση σε ό,τι μου δώσατε εσείς. Ήταν τόσο πολύτιμη η σκέψη σας κοντά μου, που ήθελα να σας δώσω ένα μεγάλο κομμάτι αγάπης. Έτσι, αποφάσισα να σας χαρίσω ένα παραμύθι. Το έγραψα πριν από χρόνια, τον πρώτο καιρό της ειδικότητάς μου στο ΑΧΕΠΑ. Η αγαπημένη μου Μαρία (συνειδικευόμενη και δασκάλα μου στην ενδοκρινολογία) έκανε λάθος γράφοντας το όνομα της καθηγήτριάς μας και προέκυψε ένα πρωτάκουστο όνομα. Εμένα μου άρεσε πολύ και σχολίασα ότι θα ταίριαζε σε ηρωίδα μυθιστορήματος. Αυτό ήταν. Η πόρτα της ψυχής μου είχε ανοίξει.

 

Λίγο αργότερα με επισκέφτηκε η ηρωίδα και μου εξήγησε ότι δεν ταίριαζε σε μυθιστόρημα, αλλά σε παραμύθι. Έτσι έγραψα το παραμύθι μου. Τότε δεν το κατάλαβα και δεν το αγάπησα όπως το καταλαβαίνω και το αγαπάω τώρα. Τότε δεν κατάλαβα ότι το παραμύθι ήμουν εγώ. Δεν ήξερα ότι η αναζήτηση «του χωριού στο οποίο ζούσαν μόνο παιδιά», ήταν η πορεία της ψυχής μου προς τις βαθύτερες διαστάσεις της ύπαρξής μου.

 

Τώρα το ξέρω και γι’ αυτό χαρίζοντάς το παραμύθι μου σε σας, νιώθω ότι σας κερνάω την ψυχή μου. Θέλω το παραμύθι μου να σας θυμίζει ότι δεν πρέπει να αφήνετε κανέναν να βάζει όρια στα όνειρά σας. Να μην αφήνετε κανέναν να σας λέει μέχρι που μπορείτε να φτάσετε. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει την εσωτερική φλόγα σας. Αφήστε την να δυναμώσει και να φωτίσει την ζωή σας.

 

Και μην γελαστείτε που λέω την αλήθεια μου με παραμύθι και νομίσετε ότι δεν είναι αλήθεια. Η ζωή μου είναι η απόδειξη. Εκεί που η ζωή μου συναντά τις ζωές σας, η αλήθεια μου γίνεται αλήθεια σας.

 

Σας ευχαριστώ πολύ όλους.

Δέσποινα Ντίνα

Ενδοκρινολόγος – Διαβητολόγος

φωτογραφία Hans Braxmeier

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε