Ευριπίδη «Εκάβη» στο 66ο Φεστιβάλ Φιλίππων | Κριτική

Ευριπίδη «Εκάβη» στο 66ο Φεστιβάλ Φιλίππων | Κριτική της παράστασης Παύλος Λεμοντζής


 

Πρόλογος

Η Εκάβη διδάχθηκε ανάμεσα στο 425 και το 423 π.Χ. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος μαίνεται από το 431 και το αυτάρεσκο κλίμα που επικρατούσε στην Αθήνα στην αρχή του πολέμου έχει πλέον εξανεμισθεί. Παρά το ότι οι Έλληνες μετρούν απώλειες, στην Αθήνα ηγεμονεύει ο φιλοπόλεμος δημαγωγός Κλέωνας, ο οποίος εξωθεί τους Αθηναίους σε καθαρή επεκτατική πολιτική. Οι αντίπαλοι γίνονται όλο και πιο επιθετικοί, όλο και πιο βίαιοι. Από τη μια, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να τιμωρήσουν τους Μυτιληναίους για την αποστασία τους με σφαγιασμό όλων των αντρών και εξανδραποδισμό των γυναικών και των παιδιών, έστω κι αν μετά μείωσαν την τιμωρία σε χίλιους υπαίτιους. Από την άλλη, οι Σπαρτιάτες κατέσκαψαν τις Πλαταιές και έσφαξαν τους αιχμαλώτους. Η κατάσταση στην Ελλάδα έχει αγριέψει.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ο Ευριπίδης συνθέτει μία από τις δημοφιλέστερες δημιουργίες του, αφού παραστάσεις του έργου δίνονταν μέχρι το τέλος της τραγικής δραματουργίας, ενώ στη βυζαντινή εποχή διδασκόταν στα σχολεία. Η τραγωδία αυτή είναι μια μελέτη πάνω στα όρια της ψυχικής αντοχής μέσα στο πλαίσιο της οδύνης και της αγριότητας που γεννά ο πόλεμος.

Το έργο

Ο Πολύδωρος – μικρότερος γιος του Πριάμου – λίγο πριν την πτώση Τροίας στέλνεται, για να αποφύγει την επικείμενη σκλαβιά, με αρκετό χρυσάφι στο βασιλιά των Θρακών Πολυμήστορα.

Εκείνος σκοτώνει τον Πολύδωρο, του παίρνει το χρυσάφι και το πτώμα του το πετά στη θάλασσα που το εκβράζει στις ακτές. Η Εκάβη, μαζί με άλλες αιχμάλωτες – λάφυρα των Αχαιών που επιστρέφουν νικητές, κατασκηνώνει εκεί κοντά.

Το δράμα αρχίζει με το φάντασμα του Πολύδωρου, που συστήνεται και περιμένει να συναντήσει τη μητέρα του για να τον θάψει, ώστε να μην περιπλανιέται. Μας πληροφορεί και για ένα όνειρο, που θέλει τον Αχιλλέα να ζητά θυσία μια κόρη του Πριάμου στον τάφο του.

Ακολουθεί είσοδος του Χορού που υποβαστάζει τη γριά Εκάβη. Κατόπιν, οι ανάπαιστοι (μέτρα ποίησης) της Εκάβης και του Χορού. Στη συνέχεια ο Οδυσσέας εμφανίζεται και ανακοινώνει την απόφαση των Αχαιών να θυσιάσουν την Πολυξένη, την κόρη της Εκάβης.

Ανοίγεται δραματικός διάλογος ανάμεσα στην Εκάβη και στον Οδυσσέα. Παρεμβαίνει και η Πολυξένη, καθόλου μικρόψυχη. Ούτως ή άλλως, η σκλαβιά είναι βαρύτερη απ’ το θάνατο.
Η Εκάβη προσφέρεται να την αντικαταστήσει αλλά δε συμβαίνει αυτό.

Μετά το χορικό, ο κήρυκας Ταλθύβιος φέρνει τη σορό της Πολυξένης για να τη θάψουν. Της διηγείται τη θυσία.

Η Εκάβη στέλνει τη Θεράπαινα να φέρει νερό να πλύνουν τη νεκρή, όμως στον γιαλό κείτεται το πτώμα του Πολύδωρου.

Η Εκάβη συγκλονίζεται. Ο πόνος της είναι άμετρος. Σχεδιάζει την εκδίκησή της. Ακολουθεί σκηνή με τον Αγαμέμνονα και την Εκάβη. Ο Αγαμέμνονας τη συμπονά και της παρέχει την προστασία του. Καλεί τον Πολυμήστορα και τα παιδιά του στη σκηνή της. Εκεί, γυναίκες σκοτώνουν τα παιδιά και τυφλώνουν τον ίδιο. Τότε, ο Πολυμήστορας εμφανίζεται στους Αχαιούς τυφλός και κατηγορεί την Εκάβη. Ο Αγαμέμνονας αθωώνει την Εκάβη,
επειδή δεν ξεκίνησε πρώτη την ωμότητα, αλλά ανταπέδωσε τα ίσα σε κείνον που την άρχισε.

Ο τραγικός ποιητής επιδίδεται σε μια ψυχογραφική κατάδειξη των συμπτωμάτων που παρουσιάζει ο ανθρώπινος ψυχισμός, όταν οι δραματικές συνθήκες τον πιέζουν εξουθενωτικά, ενώ έμμεσα καταγγέλλει την ιστορική ανακύκλωση της ανθρώπινης βίας που διαιωνίζεται με τους πολέμους και τις αυταρχικές σκοπιμότητες των νομοτελειών.

 

Ανάγνωση

Είναι γεγονός ότι η πλοκή της Εκάβης περιλαμβάνει δύο διακριτές και εν πολλοίς ισομεγέθεις ιστορίες, η καθεμιά από τις οποίες θα μπορούσε να αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστής τραγωδίας: στο πρώτο μέρος τη θυσία της Πολυξένης, στο δεύτερο την τιμωρία του Πολυμήστορα για τον φόνο του Πολύδωρου. Η θυσία φαίνεται όντως ότι αποτέλεσε το αποκλειστικό θέμα της Πολυξένης του Σοφοκλή (η χρονολογική σχέση αυτού του έργου με την Εκάβη δεν είναι σαφής).

Το θέμα του πολέμου, ο οποίος καταρρακώνει ηθικά τους ανθρώπους, καταλύει τον σεβασμό απέναντι στον ανθρώπινο και τον θείο νόμο και αποδομεί εύκολες ιδεολογικές σχηματοποιήσεις, όπως οι αντιθέσεις Έλληνας-βάρβαρος, πολιτισμένος-θηριώδης.
Το θέμα της ελευθερίας και της σκλαβιάς και η πικρή διαπίστωση ότι κανείς άνθρωπος δεν είναι μεν πραγματικά ελεύθερος, αλλά είναι ο τρόπος που αντιδρά κανείς στις περιστάσεις που καθορίζει το ηθικό του ανάστημα. Η ορθή αντίδραση δεν είναι ανάγκη, είναι επιλογή.

Η Εκάβη, λοιπόν, αφηγείται την τραγική μοίρα της γυναίκας του Πρίαμου, η οποία από τα ύψη του παλιού βασιλικού της μεγαλείου βυθίζεται στα τάρταρα της πιο σκληρής σκλαβιάς, που από μητέρα πενήντα παιδιών μένει άτεκνη χάνοντας, με τρόπο βάρβαρο και αδιανόητο, τα δύο τελευταία της σπλάχνα, τον Πολύδωρο και την Πολυξένη και που, από την αξιοπρέπεια, την τιμήν και την αρετή του αξιώματός της, έχοντας χάσει πια κάθε ελπίδα και κάθε ηθικό αντέρεισμα, κατρακυλά στην πιο ωμή και θηριώδη, Στην πιο δαιμονική αγριότητα, μέχρι που καταλήγει να αποκτηνωθεί τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά.

Η παράσταση

Αυτή η «Εκάβη», που φιλοξενεί το 66ο Φεστιβάλ Φιλίππων, θα μπορούσε να αποτελέσει ευτυχή συνύπαρξη μεγάλων δημιουργικών «μεγεθών», αρχής γενομένης από τη φρέσκια μετάφραση της Ελένης Βαροπούλου, μετάφραση – σύνθεση αληθινά ποιητικής και ταυτόχρονα ρεαλιστικής γλώσσας που, χωρίς «εκσυγχρονιστική» επιτήδευση, καθιστά οικείο τον αρχαίο ποιητικό λόγο και συγκλονιστικά σύγχρονο τον ευριπίδειο μύθο.

Όμως, με «οδηγό» της το ποιητικό αίσθημα, αλλά και τη ρεαλιστική δεινότητα της μετάφρασης και με «νωπή» ακόμα την πίκρα και την οργή από τους εφιαλτικούς πολέμους στην Ευρώπη (Ρωσία εναντίον Ουκρανίας ) και αλλού, η σκηνοθέτις Ιώ Βουλγαράκη συνέθεσε μια χαλαρή ερμηνευτική πρόταση, η οποία ναι μεν αναδεικνύει πόσο οικουμενική, πόσο διαχρονική, πόσο επίκαιρη είναι η τραγική ποίηση, ιδιαίτερα η αντιπολεμική του Ευριπίδη, αλλά και μια πρόταση που προσπαθεί να υπηρετήσει τη φόρμα, τα «δομικά» συστατικά του τραγικού είδους και ειδικότερα της όρχησης του Χορού.

Ωστόσο, η ατμοσφαιρική, βαλκάνιων ακουσμάτων μουσική του Νίκου Γαλενιανού , η πολύ καλά διδαγμένη κίνηση από τη Χαρά Κότσαλη, καθιστούν τις εννέα γυναίκες του Χορού, δυναμικό συντελεστή της παράστασης, δραματικότατο «πρόσωπο», ομόψυχο και ομόπαθο της τραγικής Εκάβης.

Εξάλλου, ο Χορός, πρωταγωνιστής στο αρχαίο δράμα, εκφράζει ιδέες και αισθήματα, άλλοτε με επική υπόσταση, άλλοτε με λυρική ορμή κι άλλοτε με ψιθύρους και πάντα κερδίζει τις εντυπώσεις.

Και σ’ αυτή τη λιτή παράσταση, ο Χορός ανυψούμενος πάνω από την πεζή δράση των προσώπων, υποκαθιστά τον βαθύτερο λόγο του ποιητή κι εξασφαλίζει το πέρασμα, για τον θεατή, από το ειδικό στο γενικό. Εξαιρετικά δουλεμένες οι γυναίκες ηθοποιοί που τον συνθέτουν: Ασημίνα Αναστασοπούλου, Άρτεμις Βαβάτσικα (μουσικός επί σκηνής), Ελισσάβετ Γιαννοπούλου, Μαρία Κωνσταντά, Ευσταθία Λαγιόκαπα, Λυγερή Μητροπούλου, Ειρήνη Μπούνταλη, Αμαλία Τσεκούρα, Χρύσα Τουμανίδου.

Για να «μιλήσει» η παράσταση, μέσω μύθου της «Εκάβης» για τον όλεθρο, για τα συντρίμμια που έσπειραν στον αιώνα μας και στην περιοχή μας οι πόλεμοι, παράδειγμα η Μικρασιατική Εκστρατεία, η Μαγδαληνή Αυγερινού σχεδίασε ένα θαυμάσιο, απολύτως αφαιρετικό σκηνικό, ένα φαιό «τοπίο» μιας βίαια ερειπωμένης και ανασκαμμένης γης, που παραπέμπει σε βομβαρδισμένο τοπίο με διαμελισμένα άψυχα κορμιά εδώ κι εκεί, αλλά και κοστούμια που «μιλούν» για τους κατακτητές και κατακτημένους στην εποχή μας.

Το πρώτο μέρος είναι άκρως δραματικό, γεμάτο υψηλά και ευγενή τραγικά αισθήματα. Η ηρωική ευγένεια της Πολυξένης ( έξοχη η Μαρίνα Καλογήρου) καθιστά τη βάρβαρη θανάτωσή της ευκαιρία ηθικής καταξίωσης. Το δεύτερο μέρος είναι βίαιο, άγριο, ανηλεές. Η Εκάβη στο πρώτο μέρος ξεχωρίζει για την απόλυτη αδυναμία της. Είναι μια ανήμπορη γριά, έρμαιο της τύχης και των δεσποτών της. Στο δεύτερο μέρος μετατρέπεται σε γυναίκα αποφασιστική, αδίστακτη και ραδιούργα.

Ο πολύ καλός Αλέκος Συσσοβίτης είναι ο Αγαμέμνονας ο άβουλος, ο παθητικός, που άγεται και φέρεται από τα καπρίτσια των αξιωματικών του.

Ο έμπειρος Άκης Σακελλαρίου ανεβάζει τον πήχη ψηλότερα με την εμφάνισή του. Ένας καθηλωτικός Πολυμήστορας, ένας απεχθής προδότης.

Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης ως Ταλθύβιος είναι εξαιρετικός, είναι σκεπτόμενος «αγγελιοφόρος» κακών μαντάτων.

Η Ηλεάνα Μπάλλα (λιτά δραματική Θεράπαινα), ο Ερρίκος Μηλιάρης ( επαρκέστατος Πολύδωρος), ο Θανάσης Κουρλαμπάς, ένας δημαγωγός, λαοπλάνος πολιτικάντης και ο Χορός γυναικών, συμβάλλουν ουσιαστικά σ’ ένα θετικό αποτέλεσμα, σύμφωνα με τις σκηνοθετικές οδηγίες.

Έκπληξη της παράστασης είναι η ερμηνεία της Ελένης Κοκκίδου. Η βραβευμένη, καλή ηθοποιός, είχε τη δυνατότητα να πλάσει μια Εκάβη συναισθηματικά σπαρακτική, που να συμπυκνώνει το ψυχικό άλγος όλων των μανάδων της γης. Μια μάνα της Ελλάδας και του κόσμου όλου. Ανθρώπινη και ταυτόχρονα μνημειακή. Ατυχώς, δεν είχε σκηνοθετική βοήθεια και δούλεψε όσο καλύτερα μπορούσε τη διττή προσωπικότητα της Εκάβης με το ένστικτό της.


Ελένη Κοκκίδου: Το θέατρο δεν έχει τη θέση που θα έπρεπε στον πολιτισμό αυτής της χώρας (συνέντευξη)


Είκοσι τέσσερις αιώνες μετά, το διαχρονικό έργο του Ευριπίδη γίνεται επίκαιρο όσο
ποτέ. Καθημερινά φτάνουν στις οθόνες μας εικόνες από πολέμους, εικόνες αφόρητης
βίας και σπαραγμού από κάθε σημείο του κόσμου. Το παράλογο του πολέμου μοιάζει
να αφορά μόνο αυτούς που το ζουν, για όλους τους άλλους περιορίζεται σε μια στεγνή,
εικονική και ακίνδυνη πληροφορία. Θάβεται ανάμεσα σε πλήθος ειδήσεων, αποκόβεται
από το βίωμα του πένθους. Εξοικειωνόμαστε έτσι με την εικόνα και την πληροφορία
της βίας, εκπαιδευόμαστε στον θάνατο, αλλά ξεμάθαμε να πενθούμε.

Επίλογος

Η τραγωδία τελειώνει και ο θεατής νιώθει συγκλονισμένος απ’ αυτά που παρακολούθησε. Ως ποιο σημείο μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο ο ανυπέρβλητος πόνος; Ως το σημείο που το θύμα μετατρέπεται σε θύτη ανάλγητο και μάλιστα ηθικά δικαιωμένο. Ως ποιο σημείο ο άνθρωπος αντέχει τον πόνο; Ως εκεί που να μην νοιάζεται για τη ζωή του, αρκεί να πλήξει αυτόν που του προξένησε τον πόνο. Ως ποιο σημείο ο πόλεμος επηρεάζει όλα αυτά; Σε σημείο τόσο καταλυτικό, που οι Έλληνες να συμπεριφέρονται ως βάρβαροι και οι βάρβαροι ως Έλληνες. Πάλι καλά που ένας υπηρέτης, ο Ταλθύβιος, σώζει κάπως την κατάσταση απ’ την πλευρά των Ελλήνων. Γιατί ο «πολιτισμός» του Αγαμέμνονα πατά πάνω στην υστεροβουλία, στο κρεβάτι της Κασσάνδρας.

Αλλού ήθελε να μας προσανατολίσει στο τέλος ο Ευριπίδης. Όλα τα χορικά ήταν μια σταλιά τραγούδια. Κι όταν όλοι περιμέναμε την εκδίκηση της Εκάβης, τότε έβαλε το μοναδικό μεγάλο χορικό, με στροφές, αντιστροφές και επωδό. Έναν θρήνο για την άλωση της πόλης και τη σκλαβιά. Και η επωδός, μόνο κατάρες για τον αίτιο, την Ελένη. Μια στιγμή ήταν η εκδίκηση. Η σκλαβιά συνεχίζεται.

Συντελεστές

Σκηνοθεσία: Ιώ Βουλγαράκη
Μετάφραση: Ελένη Βαροπούλου
Σκηνικά/Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Μουσική: Νίκος Γαλενιανός
Κίνηση: Χαρά Κότσαλη
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνοθέτιδας: Μάγια Κυριαζή
Βοηθός σκηνογράφου/ενδυματολόγου: Δημοσθένης Κλιμενώφ
Εκτέλεση/Διεύθυνση Παραγωγής: Κώστας Μπάλλας
Επικοινωνία- Οργάνωση περιοδείας: Theater Art Company- Μανάφης Σάκης

ΔΙΑΝΟΜΗ (με αλφαβητική σειρά): Ταλθύβιος: Ιωσήφ Ιωσηφίδης
Πολυξένη: Μαρίνα Καλογήρου
Εκάβη: Ελένη Κοκκίδου
Οδυσσέας: Θανάσης Κουρλαμπάς
Πολύδωρος: Ερρίκος Μηλιάρης
Θεράπαινα: Ηλεάνα Μπάλλα
Πολυμήστορας: Άκης Σακελλαρίου
Αγαμέμνονας: Αλέκος Συσσοβίτης

ΧΟΡΟΣ (με αλφαβητική σειρά): Ασημίνα Αναστασοπούλου, Άρτεμις Βαβάτσικα (μουσικός επί σκηνής), Ελισσάβετ Γιαννοπούλου, Μαρία Κωνσταντά, Ευσταθία Λαγιόκαπα, Λυγερή Μητροπούλου, Ειρήνη Μπούνταλη, Αμαλία Τσεκούρα, Χρύσα Τουμανίδου

Οι φωτογραφίες είναι του Λάσκαρη Τσούτσα.

Η παράσταση περιοδεύει σε μεγάλα αστικά κέντρα.

Ευριπίδη «Εκάβη» στο 66ο Φεστιβάλ Φιλίππων | Κριτική της παράστασης Παύλος Λεμοντζής


«Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού» | Κριτική

 

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε